Σχεδόν μία δεκαετία μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η ανάκαμψη παραμένει απογοητευτική και τίποτα – ούτε η μαζική δημοσιονομική ενίσχυση, ούτε τα πρωτοφανή χαμηλά επιτόκια, ούτε η γενναιόδωρη έγχυση ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες – δε φαίνεται να βοηθά.
Πολιτικοί παράγοντες από την Ουάσινγκτον ως το Λονδίνο και ως το Τόκιο δείχνουν να συμφωνούν πως έχει μείνει μόνο μία απάντηση: διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Παντού γίνονται συζητήσεις για διορθώσεις των φορολογικών κωδίκων, ελάττωση των ρυθμίσεων, αναβίωση της βιομηχανικής πολιτικής.
Τίποτα από αυτά πιθανότατα δε θα δουλέψει.
Ένα κύμα εντυπωσιακών μεταρρυθμίσεων τη δεκαετία του 1980 πράγματι ανανέωσε τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, μεταμορφώνοντάς τες από μικτές οικονομίες σε οικονομίες που βασίζονταν περισσότερο στην αγορά. Και οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι κάτι παρόμοιο χρειάζεται και τώρα: μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν πιο εύκολες τις προσλήψεις και τις απολύσεις στην Ινδία, που θα αυξήσουν τον αριθμό των γυναικών στο εργατικό δυναμικό στην Ιαπωνία, θα μειώσουν τις ρυθμίσεις στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, θα μειώσουν τη στήριξη σε κρατικές επιχειρήσεις στην Κίνα, και θα επενδύσουν σε υποδομές σχεδόν παντού.
Η απλή επανάληψη της επιτυχίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ, ωστόσο, δε θα είναι δυνατή. Πρώτον, οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές σήμερα. Οι κυβερνήσεις τότε απολάμβαναν πιο ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες, όπως υψηλότερη ανάπτυξη και χαμηλότερο χρέος. Είχαν επίσης πολύ υψηλότερα επίπεδα ρυθμίσεων και κρατικής ιδιοκτησίας για να μειώσουν. Όλες αυτές οι προσβάσιμες αλλαγές έχουν σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιηθεί.
Την ίδια στιγμή, η εκπλήρωση πραγματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει γίνει ευκολότερη. Οι γραφειοκράτες συνεχίζουν να αντιστέκονται όπως πάντα στην απλοποίηση των κανόνων και των ρυθμίσεων. Οι βιομηχανίες συνεχίζουν να φοβούνται την έκθεση στον ανταγωνισμό. Οποιαδήποτε προσπάθεια ελάττωσης των κοινωνικών διχτυών ασφαλείας ή μείωσης των καταναλωτικών ή περιβαλλοντικών προστασιών προκαλεί κύματα αντιδράσεων.
Τα οφέλη αυτών των μέτρων είναι αβέβαια και χρειάζεται να μετρηθούν σε μεγάλες χρονικές περιόδους, συνήθως πέραν του χρονοδιαγράμματος των επόμενων εκλογών. Αντίθετα, τα κόστη είναι συχνά άμεσα και απτά. Οι μισθοί και οι εργασιακές συνθήκες σε βιομηχανίες που εκτίθενται στον ανταγωνισμό μπορούν να επιδεινωθούν γρήγορα. Τα κόστη της αναδιάρθρωσης συχνά επιβαρύνουν τους ανειδίκευτους εργάτες και άλλες ευάλωτες ομάδες, ενώ τα κέρδη κατευθύνονται στη μικρότερη ομάδα των εξειδικευμένων εργαζομένων και των διευθυντών. Το παρόν πολιτικό περιβάλλον δεν ευνοεί τέτοιες υποχωρήσεις.
Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που συζητούνται έχουν επίσης αντικρουόμενους και ασυμβίβαστους στόχους. Οι προσπάθειες προώθησης του ελεύθερου εμπορίου και της κινητικότητας των εργαζομένων συγκρούεται με τις ανησυχίες για τον εθνικισμό και την ασφάλεια των συνόρων. Οι περιορισμοί στις εισαγωγές και οι επιδοτήσεις των βιομηχανιών θα μειώσουν την αποδοτικότητα και θα αυξήσουν τα κόστη. Οι βαθιά ιδεολογικές συζητήσεις για τον ρόλο και το μέγεθος του κράτους και την αποτελεσματικότητα των αγορών, αντί για έναν πραγματολογικό τρόπο σκέψης, κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο. Αυτό είναι πρόβλημα όταν η εκπλήρωση απαιτεί συντονισμό των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών κυβερνήσεων – όλες από τις οποίες εκλέγονται ξεχωριστά.
Και όλα αυτά εντός των συνόρων. Για να είναι αποτελεσματικές, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει επίσης να είναι συντονισμένες παγκοσμίως. Το άνοιγμα προς τα ξένα προϊόντα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον εμπορικό ισολογισμό εάν δεν υπάρχει ανταπόδοση από τους εμπορικούς εταίρους. Η απαλοιφή των επενδυτικών ελέγχων μπορεί να εκθέσει τις μικρότερες οικονομίες σε αποσταθεροποιητικές βραχυπρόθεσμες ροές κεφαλαίου. Η χειραγώγηση του νομίσματος, όταν μεγαλύτεροι ανταγωνιστές μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, θα έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας. Η μείωση των εταιρικών φόρων μπορεί να ξεκινήσει μια επιζήμια κούρσα προς τα κάτω.
Δεδομένης της πρόσφατης στροφής προς τον προστατευτισμό και τους συναλλαγματικούς πολέμους, οποιουδήποτε είδους συνεργασία θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Και η αλήθεια είναι πως, σε έναν σχετικό κόσμο, δεν απλά αδύνατον για όλους να αποκομίσουν ξεκάθαρα οφέλη από τις διαρθρωτικές αλλαγές. Δεν μπορεί κάθε κράτος να στραφεί σε προϊόντα υψηλότερης αξίας, να πρωταγωνιστήσει στις βιομηχανίες υπηρεσιών ή να κυριαρχήσει σε τεχνολογικά προηγμένη παραγωγή.
Τέλος, ακόμη κι αν οι πολιτικοί παράγοντες καταφέρουν με κάποιον τρόπο να ξεπεράσουν όλα αυτά τα εμπόδια, θα συνεχίζουν να έχουν λάθος στόχο. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι σχεδιασμένες για να βελτιώνουν την πλευρά της προσφοράς στην οικονομία, αυξάνοντας την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα. Όμως σε έναν κόσμο που μαστίζεται από πλεόνασμα σε πολλούς τομείς, η προσφορά δεν είναι το πρόβλημα: η αδύναμη ζήτηση είναι το πρόβλημα. Αυτό είναι συνάθροιση πολλών παραγόντων – στάσιμοι μισθοί για πολλούς, χρέος, δημογραφικά στοιχεία, και αβεβαιότητα για το μέλλον – όλοι τους δύσκολο να λυθούν.
Το πιο θαρραλέο πείραμα διαρθρωτικής μεταρρύθμισης ίσως ήταν αυτό της Νέας Ζηλανδίας, υπό την κεντροαριστερή κυβέρνησή της το 1984. Τα «Rogeronomics» (με το όνομα του τότε υπουργού Οικονομικών Ρότζερ Ντάγκλας) οδήγησαν σε μεγάλες δαπάνες και περικοπές φόρων, την πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων, περικοπές σε επιδοτήσεις και δασμούς, την απορύθμιση βιομηχανιών. Υπήρχαν σχέδια για ενιαίο, χαμηλό φορολογικό συντελεστή. Ύστερα από ένα κύμα καταρρεύσεων εταιρειών και τραπεζικών αποτυχιών, ωστόσο, το πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε. Η κυβέρνηση απορρίφθηκε στις κάλπες και χρειάστηκε περισσότερο από μια δεκαετία για να επιστρέψει στην εξουσία. Οι σημερινές μεταρρυθμίσεις πιθανότατα δε θα τα πάνε πολύ καλύτερα.