«Οι συνέπειες ενός κακού αποτελέσματος μπορούν να είναι σοβαρές.»
Κάποιοι θα θεωρούσαν αυτή τη φράση υποτίμηση της κατάστασης.
Ο Μάρκο Βάλι, επικεφαλής οικονομολόγος ευρωζώνης στη UniCredit στο Μιλάνο, αναλογιζόταν τις πιθανότητες μιας έκπληξης σε μία από τις τρεις κρίσιμες εκλογές φέτος στην Ευρώπη.
Οι αναμετρήσεις κρύβουν την πραγματική – αν και όχι τόσο πιθανή – προοπτική να αναδείξουν τουλάχιστον έναν ηγέτη αποφασισμένο να βγάλει τη χώρα του τόσο από το κοινό νόμισμα όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακολουθώντας τις αναπάντεχες νίκες για τον Ντόναλντ Τραμπ και της εκστρατείας υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, αυτό δημιουργεί μια νέα σειρά προκλήσεων για τους επενδυτές.
Δημιουργεί επίσης τον κίνδυνο, στην προσπάθειά τους να μη βρεθούν προ εκπλήξεως από ένα νέο «Brexit» ή μια αναπάντεχη εκλογική νίκη, οι επενδυτές να καταναλωθούν υπερβολικά από τα πολιτικά δρώμενα και να αγνοήσουν μια σειρά τοπικών οικονομικών στοιχείων που έχουν δώσει κάποια δείγματα ανάκαμψης. Στοιχεία που δημοσιεύτηκαν τη Δευτέρα, για παράδειγμα, έδειξαν πως οι μηνιαίες εργοστασιακές παραγγελίες στη Γερμανία έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερο άνοδο σε δυόμισι χρόνια. Ο δείκτης DAX έπεσε κατά 1,2% εκείνη την ημέρα, με τις ευρωπαϊκές μετοχές να υπόκεινται σε ξεπούλημα.
«Δεν ήταν ποτέ πιο δύσκολο να υποστηρίξει κανείς την επένδυση σε περιουσιακά στοιχεία της ευρωζώνης» έγραψε σε σημείωμα προς πελάτες ο Αλμπέρτο Γκάλο, επικεφαλής μακροοικονομικής στρατηγικής στην Algebris Investments. «Εξοπλισμένοι με ενδελεχή μακροοικονομικά μοντέλα, αλλά μερικές φορές χωρίς εμπιστοσύνη στις πολιτικές περιπλοκές της ΕΕ, οι επενδυτές συχνά αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη ολοσχερώς. Εμείς όχι.»
Αντίθετα, ο Γκαλό βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς που εξετάζουν τις ιδιοτροπίες του γαλλικού εκλογικού συστήματος και τις ιδιαιτερότητες της βρετανικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Με τους γάλλους, τους ολλανδούς, τους γερμανούς και πιθανώς τους ιταλούς ψηφοφόρους να καλούνται στις κάλπες μέσα στο 2017, και με τις διαπραγματεύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου για την έξοδό του από την ΕΕ να αναμένεται να ξεκινήσουν επίσημα, τα πάνω και τα κάντω της κεντρικοτραπεζικής πολιτικής που καθόρισαν το κλίμα τα τελευταία χρόνια έχουν αντικατασταθεί από την πολιτική ως τη βασική κινητήρια δύναμη των αγορών.
Αυτό μπορεί να σημάνει περισσότερη μεταβλητότητα καθώς οι επενδυτές θα αναγκαστούν να αντιδράσουν σε σχετικά άγνωστα εναύσματα. Η λίρα έχει ήδη ταλαντευτεί βίαια ύστερα από τις φαινομενικά ακίνδυνες εξελίξεις στη διαδικασία του Brexit του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ τα γαλλικά ομόλογα έχουν δεχτεί σοβαρό χτύπημα από τη διαμάχη για τον προεδρικό υποψήφιο Φρανσουά Φιγιόν, παρ’ ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ο αντίπαλός του Εμανουέλ Μακρόν έχει καλύτερες ελπίδες να επικρατήσει της Μαρίν Λε Πεν.
Η λίρα ανέβηκε στις 12 Οκτωβρίου όταν η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι δέχτηκε πως το κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει λόγο για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, παρ’ ότι οι παρατηρητές επισήμαναν πως μια τέτοια κίνηση είναι απίθανο να αλλάξει τα σχέδιά της. Η διαφορά της απόδοσης των γαλλικών και των γερμανικών δεκαετών ομολόγων ανέβηκε κατά 10 μονάδες βάσης, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδό της από το 2012, τη Δευτέρα, όταν ο Φιγιόν είπε πως θα παραμείνει στην προεδρική κούρσα.
Οι ξαφνικές κινήσεις μοιάζουν με τις μεταβολές που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, όταν οι λεγόμενοι τιμωροί των ομολόγων περιφέρονταν στην αγορά επιβάλλοντας δημοσιονομική πειθαρχία ανεβάζοντας τα κόστη δανεισμού σε χώρες που θεωρούσαν ότι ξέφευγαν από τον σωστό δρόμο.
Παρ’ ότι η κεντρικοτραπεζική πολιτική έχει σχεδόν εκμηδενίσει τη δύναμή τους, ή τουλάχιστον έχει στρέψει την προσοχή τους στη συναλλαγματική αγορά, οι εικασίες πως το πρόγραμμα ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να φτάνει στο τέλος του κάνουν την αγορά ομολόγων πιο ευάλωτη στα πολιτικά ρίσκα.
«Είναι μια εξαιρετικά σημαντική τάση και είναι μέρος της ευρύτερης μεταβολής στην εποχή στην οποία βρισκόμαστε» είπε ο Λουκ Χίκμορ, διαχειριστής επενδύσεων στην Aberdeen Asset Management στο Εδιμβούργο, η οποία επιβλέπει 374 δισεκατομμύρια δολάρια. «Βρισκόμαστε πολύ κοντά στο τέλος μιας τεράστιας αποπληθωριστικής τάσης στον κόσμο, προκληθείσας από την παγκοσμιοποίηση, τις δημογραφικές αλλαγές, την ανάληψη της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Εάν βρισκόμαστε στο τέλος αυτού, τότε η πολιτική γίνεται απόλυτα κρίσιμη, ως μία από τις κινητήριες δυνάμεις της μεταβλητότητας στις αγορές.»
Προς το παρόν, οι μεταβολές δεν εκφράζονται σε όλα τα μέρη της αγοράς. Η διαφορά ανάμεσα στον δείκτη μεταβλητότητας CBOE – μέτρο της ανησυχίας των επενδυτών, κοινώς γνωστό ως VIX – και τον δείκτη αβεβαιότητας παγκόσμιας οικονομικής πολιτικής βρίσκεται σε πρωτοφανή υψηλά, υπογραμμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι κεφαλαιαγορές έχουν ξεπεράσει την άνοδο των πολιτικών κινδύνων. Παρ’ όλα αυτά, το open interest για τα γαλλικά και τα ιταλικά futures ομολόγων έχει φτάσει σε νέα υψηλά, σηματοδοτώντας μια αύξηση στο hedging.
«Το πολιτικό ρίσκο είναι ξεκάθαρα η κινητήρια δύναμη των αγορών της ευρωζώνης αυτή τη στιγμή» είπε ο Βάλι της UniCredit. Ακόμη και με τις πιθανότητες μιας δυσάρεστης έκπληξης σε φετινές εκλογές να βρίσκονται κάτω από το 50%, «ο κίνδυνος πτώσης είναι μεγάλος» συμπλήρωσε.