Η μητέρα των κοινοβουλίων έχει μιλήσει. Στις 8 Φεβρουαρίου, μια μεγάλη πλειοψηφία βουλευτών στήριξαν το νομοσχέδιο που επιτρέπει στην κυβέρνηση να ξεκινήσει την απόσυρση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργοποιώντας το Άρθρο 50 της συνθήκης της ΕΕ.
(Μια μικρή ομάδα διαφωνούντων επιπλήχτηκε όταν άρχισε να τραγουδά την «Ωδή στη Χαρά», τον ύμνο της ΕΕ, μέσα στην αίθουσα.) Ύστερα από την έγκριση από τη Βουλή των Λόρδων, θα πρέπει να γίνει νόμος τον Μάρτιο. Ωστόσο, παραμονεύει ένας άλλος λογαριασμός του Brexit, ο οποίος θα διευθετηθεί πιο δύσκολα. Και μάλιστα, μπορεί να εκτροχιάσει ολόκληρη τη διαδικασία.
Πριν από το βρετανικό δημοψήφισμα τον περασμένο Ιούνιο, οι υποστηρικτές της εξόδου υποσχέθηκαν στους ψηφοφόρους πως το Brexit θα εξοικονομίσει στους φορολογούμενους 350 εκατομμύρια λίρες την εβδομάδα. Αυτή η υπόσχεση ήταν πάντα προκατειλημμένη. Όμως οι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες ετοιμάζουν έναν λογαριασμό για την αποχώρηση που θα μπορούσε να σημαίνει πως οι εισφορές της Βρετανίας θα μείνουν κοντά στις υποχρεώσειςς συμμετοχής της για αρκετά χρόνια μετά την έξοδο. Σε νέα έκθεση του Κέντρου Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης, ένα think-tank, ο Άλεξ Μπάρκερ, ανταποκριτής των Financial Times, τοποθετεί τον αριθμό μεταξύ 24,5 και 72,8 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο λογαριασμός αποτελείται από τρία βασικά στοιχεία. Όλα, κατά την άποψη των Βρυξελλών, πηγάζουν από τις νομικές υποχρεώσεις που συνοδεύουν τη συμμετοχή της Βρετανίας στην ΕΕ. Το πρώτο, και μεγαλύτερο, καλύπτει το κενό ανάμεσα στις πληρωμές που δόθηκαν για τον ετήσιο προϋπολογισμό της ΕΕ και τις μεγαλύτερες «δεσμεύσεις» υπό το επταετές δημοσιονομικό της πλαίσιο, που έχει εγκριθεί από τη Βρετανία και τις υπόλοιπες 27 κυβερνήσεις της ΕΕ. Αυτό το κενό αυξάνεται σταθερά. Το ποσοστό της Βρετανίας σε αυτό που οι ευρωκράτες αποκαλούν «reste à liquider» (ποσό που πρέπει ακόμη να πληρωθεί) είναι γύρω στα 29,2 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κ. Μπάρκερ.
Το δεύτερο στοιχείο καλύπτει επενδυτικές δεσμεύσεις που θα εκπληρωθούν μετά την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ το 2019. Οι περισσότερες από αυτές είναι χρηματοδότηση «συνοχής» για φτωχότερες χώρες (όπως αυτοκινητόδρομοι στην Πολωνία). Ο κ. Μπάρκερ υπολογίζει το μερίδιο της Βρετανίας στα 17,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να εξηγήσει γιατί οι ψηφοφόροι θα πρέπει να αναλάβουν πληρωμές μετά το Brexit. Όμως η Ευρωπαϊκή Κομισιόν θα ισχυριστεί πως η έγκριση της Βρετανίας για τον τρέχοντα προϋπολογισμό, ο οποίος φτάνει ως το 2020, την υποχρεώνει να συνεισφέρει.
Οι συντάξεις αποτελούν το τρίτο συστατικό. Οι υποχρεώσεις του μη χρηματοδοτούμενου προγράμματος της ΕΕ βρίσκονται στα 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Βρετανία μπορεί να είναι έτοιμη να καλύψει τους δικούς της πολίτες. Όμως οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιμένουν πως οι υποχρεώσεις αποτελούν κοινή ευθύνη, καθώς οι ευρωκράτες δουλεύουν για την ΕΕ, όχι για τις εθνικές κυβερνήσεις τους. Αυτή μπορεί να είναι η πιο σκληρή διαμάχη.
Η απαίτηση των Βρυξελλών θα συνδυάσει αυτά τα τρία στοιχεία με κάποια ποικιλόμορφα αντικείμενα, και μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα με το μερίδιο της Βρετανίας στα ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία, την έκπτωσή της στον προϋπολογισμό και τις πληρωμές που περιμένει από την ΕΕ.
Ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος θα ηγηθεί των διαπραγματεύσεων εκ μέρους της Κομισιόν, φέρεται να θεωρεί πως ο λογαριασμός βρίσκεται μεταξύ 40 και 60 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο ανώτερος αριθμός έχει πυροδοτήσει συζητήσεις στις Βρυξέλλες, αλλά προσελκύει ελάχιστους συμμετέχοντες στο Λονδίνο. Κάποιοι Brexiteers πιστεύουν πως η Βρετανία δεν έχει καμία υποχρέωση να πληρώσει οτιδήποτε μόλις αποχωρήσει. Εάν δεν μπορέσει να βρεθεί συμβιβασμός, η Βρετανία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με το Διεθνές Δικαστήριο. Οι διαπραγματεύσεις μπορεί να τελειώσουν πριν καν ξεκινήσουν.
Η σειρά αποτελεί δεύτερο πρόβλημα. Ο κ. Μπαρνιέ επιμένει πως θα πρέπει να διευθετηθεί ο λογαριασμός και άλλοι όροι χωρισμού προτού μπορέσουν να ξεκινήσουν ουσιαστικές συζητήσεις για το πολύ μεγαλύτερο θέμα των ρυθμίσεων μετά το Brexit, συμπεριλαμβανομένης μιας εμπορικής συμφωνίας. Όμως οι βρετανοί αξιωματούχοι θέλουν να διαπραγματευτούν παράλληλα, και ίσως να συνδέσουν το ποσό της εξόδου με τον βαθμό πρόσβασης που θα απολαμβάνει η Βρετανία στην κοινή αγορά της ΕΕ μόλις αποχωρήσει. Ο νόμος βοηθά ως ένα σημείο τη Βρετανία: το Άρθρο 50 λέει πως η συμφωνία εξόδου της αποχωρούσας χώρας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το «πλαίσιο της μελλοντικής της σχέσης» με την ΕΕ. Όμως οι σκληροπυρηνικοί όπως η Γαλλία επιμένουν να κρατήσουν τα δύο θέματα ξεχωριστά. Και με μόλις δύο χρόνια για την ολοκλήρωση της συμφωνίας του Άρθρου 50, η Βρετανία δεν μπορεί να χάσει χρόνο συζητώντας τις συζητήσεις.
Κάποιοι βρετανοί αξιωματούχοι επισημαίνουν πως οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της ΕΕ μπορούν να μεταβάλουν το διαπραγματευτικό πλαίσιο του κ. Μπαρνιέ εάν βρίσκουν τη γραμμή του πολύ σκληρή. Η Βρετανία μπορεί να προσπαθήσει να το εκμεταλλευτεί αυτό προσφέροντας δέλεαρ: αμυντική συνεργασία με τη Βαλτική, ίσως, ή επιδοτήσεις υποδομών στην Πολωνία. Το πρόβλημα είναι πως η μείωση του λογαριασμού της Βρετανίας θα σημαίνει περικοπές στον συνολικό προϋπολογισμό, κάτι που θα ενοχλούσε τις χώρες που ευνοούνται από αυτών, ή επιπκλέον πληρωμές από τις πλουσιότερες κυβερνήσεις για να αναπληρωθεί το έλλειμμα. Αυτό δημιουργεί μια σπάνια συμφωνία συμφερόντων ανάμεσα στους 27. «Εάν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν οι πληρωτές και οι παραλήπτες, είναι να κάνουν τον λογαριασμό της Βρετανίας όσο το δυνατόν πιο υψηλό» σύμφωνα με αξιωματούχο της ΕΕ.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν αποκλείουν τον συμβιβασμό. Γερμανοί αξιωματούχοι, για παράδειγμα, μπορούν να δεχθούν το άνοιγμα των εμπορικών συζητήσεων πριν από τη διευθέτηση του διαζυγίου, αρκεί η Βρετανία να αποδεχτεί πως έχει υποχρεώσεις που εκτείνονται πέραν της εξόδου της. Όσο για τον ίδιο τον αριθμό, όπως όλες οι δημοσιονομικές διαπραγματεύσεις της ΕΕ, θα λυθεί μέσω ολονύχτιων συνόδων κορυφής στις Βρυξέλλες. «Είναι σαν να αγοράζεις χαλί στο Μαρόκο» λέει ο Ζαν-Κλοντ Πιρί, πρώην επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου της ΕΕ. «Οι αριθμοί είναι πάντα διαπραγματεύσιμοι.»
Όμως υπάρχουν λόγοι να φοβάται κανείς μια κατάρρευση. Η Τερέζα Μέι, η πρωθυπουργός, έχει κάνει ελάχιστα για να προετοιμάσει τους ψηφοφόρους για αυτή τη διαμάχη. Ούτε οι ομιλίες της ούτε οι εκθέσεις της κυβέρνησης για το Brexit έχουν αναφέρει τίποτα για πληρωμές εξόδου. Μια τεράστια οικονομική απαίτηση θα ξεσηκώσει τις βρετανικές tabloids, περιορίζοντας τον χώρο ελιγμών της πρωθυπουργού. Το πιο ανησυχητικό, και οι δύο πλευρές πιστεύουν πως έχουν το πάνω χέρι. Οι βρετανοί αξιωματούχοι πιστεύουν πως η τρύπα που δημιουργεί το Brexit στον προϋπολογισμό της ΕΕ θα αναγκάσει τους ευρωπαίους σε συμβιβασμό, από τον φόβο πως δε θα πάρουν τίποτα εάν οι συζητήσεις εκτροχιαστούν. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ, από την πλευρά τους, είναι πεπεισμένοι πως το ενδεχόμενο μη συμφωνίας εξόδου, και κατά συνέπεια απουσία εμπορικής συμφωνίας, θα τρομοκρατήσει τη Βρετανία και θα την κάνει να υποχωρήσει. «Θα ικετεύουν γονατισμένοι στον ΠΟΕ» αναφέρει ένας από αυτούς.
Η ΕΕ είναι ικανή στο να βρίσκει συμβιβασμούς για τους προϋπολογισμούς. Ίσως αυτό να αποδειχθεί αληθές και για τις συζητήσεις του Άρθρου 50. Όμως δύο πράγματα ξεχωρίζουν τις επερχόμενες διαπραγματεύσεις. Πρώτον, δεν υπάρχει προηγούμενο. Δεύτερον, η καλή θέληση προς τη Βρετανία έχει σε μεγάλο βαθμό εξατμιστεί,. Θα διαπραγματευτεί με την ΕΕ ως τρίτη χώρα, όχι ως εταίρος. Οι ανεπίσημες συναντήσεις ανάμεσα σε βρετανούς και ευρωπαίους αξιωματούχους έχουν ήδη δει φλογισμένες αντιμαχίες. Ίσως το μόνο στο οποίο συμφωνούν και οι δύο πλευρές είναι πως ίσως να κατευθύνονται σε αδιέξοδο.