Οι ειδήμονες των οικονομικών παραδοσιακά προσφέρουν τις (παραδοσιακά ανακριβείς) προβλέψεις τους για το νέο έτος στο ξεκίνημα του Ιανουαρίου.
Όμως οι παγκόσμιες συνθήκες φέτος είναι κάθε άλλο παρά παραδοσιακές, συνεπώς φαίνεται σωστό να περιμένουμε την είσοδο του νέου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο προτού εξετάσουμε κάποιες από τις κύριες εκπλήξεις που μπορούν να αναταράξουν την παγκόσμια οικονομία και της χρηματοπιστωτικές αγορές υπό την επίβλεψή του. Κρίνοντας από τις σημερινές κινήσεις και συνθήκες στην αγορά, ο κόσμος μπορεί να πιαστεί απροετοίμαστες από τρεις δυνητικά ανατρεπτικές εξελίξεις.
Για αρχή, οι οικονομικές πολιτικές του Τραμπ είναι πιθανό να προκαλέσουν πολύ υψηλότερα αμερικανικά επιτόκια και πληθωρισμό απ’ ότι περιμένουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Η εκλογή του Τραμπ έχει σχεδόν αναμφίβολα δώσει τέλος σε μια 35ετή τάση αποπληθωρισμού και μείωσης των επιτοκίων, η οποία ξεκίνησε το 1981 και που αποτελούσε τη βασική επιρροή στις οικονομικές συνθήκες και τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως. Όμως οι επενδυτές και οι πολιτικοί παράγοντες δεν το έχουν πιστέψει ακόμη. Οι δημοσιευμένες προβλέψεις του διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ δείχνουν μόνο τρεις τριμηνιαίες αυξήσεις επιτοκίου φέτος, ενώ οι προθεσμιακές αγορές έχουν αποτιμήσει μόλις δύο τέτοιες κινήσεις.
Καθώς ο Τραμπ θα ξεκινήσει τις πολιτικές του, ωστόσο, η Fed πιθανότατα θα αυστηροποιήσει τη νομισματική της πολιτική περισσότερο απ’ ότι σχεδίαζε πριν από την ορκωμοσία, όχι λιγότερο, όπως περιμένουν οι αγορές. Το πιο σημαντικό, καθώς οι πολιτικές του Τραμπ θα ενισχύουν τόσο την πραγματική οικονομική δραστηριότητα όσο και τον πληθωρισμό, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, τα οποία επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία πολύ περισσότερο από τα προσωρινά επιτόκια που θέτουν οι κεντρικές τράπεζες, είναι πιθανό να αυξηθούν απότομα.
Η λογική πίσω από αυτό το σενάριο είναι ξεκάθαρη. Τα σχέδια του Τραμπ για τη φορολογία και τις δαπάνες θα ανατρέψει απότομα τη συρρίκνωση του προϋπολογισμού που επέβαλε το Κογκρέσο και η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, και οι δανεισμοί των νοικοκυριών θα επεκταθούν δραματικά εάν ο Τραμπ κρατήσει την υπόσχεσή του να αντιστρέψει τις τραπεζικές ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Καθώς όλη αυτή η επιπλέον ενίσχυση θα πυροδοτεί μια οικονομία που βρίσκεται ήδη κοντά στην πλήρη απασχόληση, ο πληθωρισμός φαίνεται αναπόφευκτο να επιταχύνει, με τους προστατευτικούς εμπορικούς δασμούς και τον πιθανό «συνοριακό φόρο» να αυξάνει τις τιμές ακόμη περισσότερο για τα εισαγόμενα αγαθά.
Η μόνη αβεβαιότητα είναι πώς θα αντιδράσει η νομισματική πολιτική σε αυτόν τον τραμπικό πληθωρισμό. Είτε, όμως, η Fed προσπαθήσει να τον αντισταθμίσει αυξάνοντας τα επιτόκια πιο δραστικά απ’ ότι υποδεικνύουν οι σημερινές της προβλέψεις, είτε αποφασίσει να κινηθεί πιο προσεκτικά, εάν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια μείνουν πολύ πίσω από την ανοδική καμπύλη της ανάπτυξης των τιμών, οι επενδυτές της αγοράς ομολόγων θα υποφέρουν. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των δεκαετών αμερικανικών ομολόγων θα μπορούσαν να ανέλθουν από 2,5% σε 3,5% ή και περισσότερο μέσα στον επόμενο χρόνο – και εν τέλει, πολύ υψηλότερα.
Στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, αντίθετα, οι νομισματικές συνθήκες θα παραμείνουν χαλαρές, καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν να στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη με μηδενικά επιτόκια και ποσοτική χαλάρωση. Και αυτή η διαφορά πολιτική υποδεικνύει ένα δεύτερο πιθανό σοκ, για το οποίο οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνονται ανέτοιμες.
Το αμερικανικό δολάριο μπορεί να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα σε σχέση με νομίσματα αναδυόμενων αγορών, παρά τη δηλωμένη επιθυμία του Τραμπ να κινητοποιήσει τις αμερικανικές εξαγωγές. Ο καταλύτης για την αποτίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών δε θα είναι μόνο τα υψηλότερα επιτόκια στις ΗΠΑ, αλλά και η πίεση του δολαρίου στις αναδυόμενες αγορές, όπου τα εξωτερικά χρέη έχουν αυξηθεί κατά 3 τρισεκατομμύρια δολάρια από το 2010. Η σύμπτωση του δυνατού δολαρίου με τους υπερβολικούς εξωτερικούς δανεισμούς προκάλεσε τις κρίσεις χρέους στη Λατινική Αμερική και την Ασία τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Αυτή τη φορά, ο προστατευτισμός του Τραμπ μπορεί να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, ιδιαίτερα για χώρες όπως το Μεξικό και η Τουρκία, οι οποίες έχουν βασίσει τη στρατηγική ανάπτυξής τους στη γρήγορη εξάπλωση των εξαγωγών και έχουν χρηματοδοτήσει την εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα με χρέη σε δολάρια.
Αυτά είναι τα άσχημα νέα. Ευτυχώς, μια τρίτη σημαντική εξέλιξη που δεν έχει αποτιμηθεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πιο ευνοϊκή για τις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες: η Ευρωπαϊκή Ένωση – μια αγορά πιο σημαντική και από τις ΗΠΑ για σχεδόν κάθε χώρα που εμπορεύεται εκτός από το Μεξικό και τον Καναδά – μπορεί να τα πάει πολύ καλύτερα απ’ ότι αναμένεται το 2017.
Οι οικονομικοί δείκτες άρχισαν να βελτιώνονται γρήγορα στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από τις αρχές του 2015, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σταμάτησε τη διάσπαση της ευρωζώνης ξεκινώντας ένα πρόγραμμα αγορών ομολόγων μεγαλύτερο και από το QE που εφάρμοσε η Fed. Όμως αυτή η οικονομική ανάκαμψη καλύφθηκε τον τελευταίο χρόνο από τους φόβους της πολιτικής αποσύνθεσης. Ενώ η Ολλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία αντιμετωπίζουν λαϊκιστικές εξεγέρσεις – με τις πρώτες τρεις να προγραμματίζουν εκλογές για αυτόν τον χρόνο – το σοκ του Brexit και του Τραμπ έχει όπως είναι φυσικό δημιουργήσει άγχος πως το επόμενο ντόμινο που θα πέσει θα είναι ένα από αυτά τα ιδρυτικά μέλη της ΕΕ, ακολουθούμενο πιθανώς από ολόκληρη την ΕΕ.
Αυτές οι προσδοκίες δημιουργούν το ενδεχόμενο της μεγαλύτερης έκπληξης του 2017: αντί να αποσυντεθεί, η ΕΕ σταθεροποιείται, διευκολύνοντας μια οικονομική ανάκαμψη και μια περίοδο ισχυρής χρηματοπιστωτικής επίδοσης, παρόμια με των ΗΠΑ από το 2010 ως το 2014, όταν η οικονομία ανέκαμψε με έναν ρυθμό που δεν ήταν ούτε υπερβολικά καυτός ούτε υπερβολικά ψυχρός. Το κρίσιμο γεγονός θα είναι οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, οι οποίες θα αποφασιστούν πιθανότατα στον δεύτερο γύρο στις 7 Μαΐου. Εάν νικήσει είτε ο Φρανσουά Φιγιόν είτε ο Εμανουέλ Μακρόν, η Γαλλία θα ξεκινήσει μια διαδικασία οικονομικής μεταρρύθμισης παρόμοια με της Γερμανίας το 2003, υπό τον τότε καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Ακόμη και μια μικρή γεύση αυτών των μεταρρυθμίσεων θα ενθάρρυνε τη χαλάρωση των όρων λιτότητας που θα απαιτήσει η νέα γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις γενικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Μια πιο συνεργατική και εποικοδομητική γαλλογερμανική σχέση θα διάβρωνε με τη σειρά της τη στήριξη προς το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων στην Ιταλία.
Το ρίσκο σε αυτό το θετικό σενάριο είναι, φυσικά, η νίκη της Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία. Σε αυτήν την περίπτωση, η διάσπαση της ΕΕ θα γίνει μια ρεαλιστική προοπτική, δημιουργώντας πανικό στις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές και οικονομίες. Κάθε δημοσκόπηση και σοβαρή ανάλυση της γαλλικής πολιτικής δείχνει πως μια πρόεδρος Λε Πεν είναι μια ανέφικτη φαντασίωση. Όμως τον ίδιο δεν έλεγε κάθε δημοσκόπηση και σοβαρή ανάλυση της αμερικανικής πολιτικής πέρυσι για τον πρόεδρο Τραμπ;