Οποιαδήποτε επιπλέον καθυστέρηση στην εύρεση συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της, είπε, δημιουργεί τον κίνδυνο μιας νέας ύφεσης και μιας νέας κρίσης εμπιστοσύνης σε όλη την ευρωζώνη.
Μπορεί αυτό να είναι κινδυνολογικό, όμως έχει δίκιο σε ένα πράγμα. Αυτό το παράλογο δράμα έχει συνεχιστεί για αρκετό καιρό.
Το παρόν πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας (το τρίτο της) ήταν κατανοητό εξ αρχής πως ήταν ατελές. Δεν κατάφερε να αναγνωρίσει πως τα χρέη της Ελλάδας είναι μη διαχειρίσιμα, και επέβαλε πολύ αυστηρές μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές απαιτήσεις που δεν αφήνουν περιθώριο για ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη. Προσέφερε κάποια επιπλέον ελάφρυνση χρέους – όμως ο στόχος δεν ήταν να διορθώσει το πρόβλημα μια και καλή, αλλά μόνο να αναβάλει το αναπόφευκτο. Για μια ακόμη φορά, το αναπόφευτκο καταβάλλει την Ελλάδα και τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η νέα προθεσμία είναι ο Ιούλιος, όταν λήγουν περισσότερα από 7 δισεκατομμύρια ευρώ σε αποπληρωμές χρέους. Χωρίς επιπλέουν στήριξη από τους πιστωτές, αυτά είναι απίθανο να πληρωθούν. Πρόσφατα, οι αποδόσεις των συγκεκριμένων ομολόγων είχαν ξεπεράσει το 13%, λόγω ανησυχιών πως μια νέα δόση δε θα έλθει. Το πιο πιθανό, ως συνήθως, είναι πως θα βρεθεί κάποιου είδους συμφωνία – όμως είναι δύσκολο να δούμε ποιανού συμφέροντα εξυπηρετούνται από αυτόν τον συνεχή κύκλο κρίσης, σύγχυσης και βραχυπρόθεσμης λύσης.
Η πιο πρόσφατη διαφωνία είναι ασυνήθιστα περίπλοκη επειδή δεν είναι ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της. Οι πιστωτές – οι κυβερνήσεις της ΕΕ από τη μία πλευρά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από την άλλη – επίσης διαφωνούν.
Το ΔΝΤ επιμένει πως ο δημοσιονομικός στόχος της Ελλάδας θα πρέπει να μειωθεί από το πλεόνασμα 3,5% της παραγωγής σε ένα ακόμη υψηλό 1,5%, και πως θα πρέπει να υπάρξει διαγραφή χρέους ως ένα βιώσιμο επίπεδο. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ είναι κατά της περαιτέρω συγχώρεσης χρέους, έχοντας στο μυαλό τους πως οι ψηφοφόροι τους δε θα το αποδεχτούν, και θέλουν να κρατήσουν την πιο αυστηρή (αν και αβάσιμη) δημοσιονομική δέσμευση. Επιπλέον, η Ελλάδα μαλώνει με το ΔΝΤ για την επιμονή του σε ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα δύσκολες πολιτικά. Ολοκληρώνοντας το πιο πρόσφατο αδιέξοδο, η κυβέρνηση της Γερμανίας λέει πως πως οποιαδήποτε συμφωνία προϋποθέτει τη συμμετοχή του ΔΝΤ.
Θα ήταν καλύτερο, και σίγουρα πιο απλό, εάν το ΔΝΤ δεν είχε εμπλακεί εξ αρχής. Η ΕΕ δεν είναι μια φτωχή, αναπτυσσόμενη χώρα, άλλωστε. Έχει πληθώρα δικών της πόρων για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Έχοντας όμως επιμείνει στη συμμετοχή του ΔΝΤ στην προσπάθεια να αποφύγουν τη δική τους ευθύνη, οι κυβερνήσεις της ΕΕ θα πρέπει να αποδεχτούν την ανάλυσή του.
Ένα πιο επιεικές δημοσιονομικό καθεστώς σε συνδυασμό με αρκετή ελάφρυνση χρέους για να γίνουν τα οικονομικά της Ελλάδας βιώσιμα, πράγματι θα αποτελέσει μια πολιτική πρόκληση για κάποιες κυβερνήσεις της ΕΕ. Εάν όμως αποτύχουν να ανταποκριθούν σε αυτή τη δοκιμασία, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υποφέρει χωρίς λόγο, και η επανερχόμενη απειλή της χρηματοπιστωτικής κρίσης θα αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας της ΕΕ να διαχειριστεί τα δικά της θέματα. Πιο μακροπρόθεσμα, κάτι τέτοιο δεν ευνοεί ιδιαίτερα τις προοπτικές της Ευρώπης.