Η υποψήφια για τη γαλλική προεδρία Μαρίν Λε Πεν αναστάτωσε τους επενδυτές με την υπόσχεσή της να βγάλει τη Γαλλία από το ευρώ και να μετατρέψει όλο το γαλλικό χρέος σε φράγκα. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η Λε Πεν δε θα έχει την ευκαιρία: αναμένεται να χάσει στον δεύτερο εκλογικό γύρο.
Ακόμη κι αν οι δημοσκοπήσεις είναι σωστές αυτή τη φορά, αυτό δε σημαίνει ότι το ευρώ είναι ασφαλές.
Στην πραγματικότητα, η πολιτική στήριξη για το κοινό νόμισμα έχει υποχωρήσει – ιδιαίτερα στους δύο μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας στην ευρωζώνη.
Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, υπάρχει μια πλειονότητα στήριξης προς υποψηφίους που υποστηρίζουν την αποχώρηση από το ευρώ, με τους υποψηφίους υπέρ του ευρώ να συγκεντρώνουν λιγότερο από 30% στις δημοσκοπήσεις. Στη Γαλλία, οι αντιευρωπαϊστές υποψήφιοι – η Λε Πεν και ο Σοσιαλιστής Ζαν-Λουκ Μελανσόν – συγκεντρώνουν αθροιστικά 40% υποστήριξης. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι υποστηρικτές της Λε Πεν, ή του Μελανσόν, αντιτίθενται στο ευρώ. Οι περισσότεροι γάλλοι ψηφοφόροι συνεχίζουν να λένε στις δημοσκοπήσεις πως είναι υπέρ του ευρώ, όμως είναι ξεκάθαρο πως αυτή η αποδοχή φθίνει, όπως έδειξε η τελευταία δημοσκόπηση Ευρωβαρόμετρου. Το κατά του ευρώ αίσθημα, άλλοτε στα περιθώρια της κοινής γνώμης, είναι τώρα πιστευτό και έχει βρει τον δρόμο του ως τις πολιτικές πλατφόρμες.
Οι συμμετέχοντες ρωτιούνται αν θεωρούν πως το ευρώ είναι καλό ή κακό για τη χώρα τους. στην Ιταλία, το ευρώ έχει λιγότερη στήριξη κι από την Ιταλία, με 47% να λένε πως είναι κάτι «κακό» για τη χώρα τους. Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη Γερμανία, όπου υπάρχει μια ξεκάθαρη πλειοψηφία υπέρ του ευρώ. Αυτό το σχεδιάγραμμα δείχνει την αλλαγή απόψεων με την πάροδο του χρόνου:
Αυτή είναι μια δραματική ανατροπή απόψεων: ένας γερμανικός πληθυσμός που ήταν αρχικά διστακτικός να εγκαταλείψει το γερμανικό μάρκο είναι τώρα στενά συνδεδεμένος με το ευρώ, ενώ η στήριξη στη Γαλλία και την Ιταλία έχει πέσει (ιδιαίτερα απότομα στην περίπτωση της Ιταλίας). Όμως αυτή η αλλαγή είναι ένα λογικό αποτέλεσμα των διαρθρωτικών ελλειμμάτων του ευρώ. Η γερμανική βιομηχανία, η παραγωγικότητα της οποίας αυξάνεται περισσότερο απ’ ότι των ευρωπαίων ομολόγων της, πλέον κυριαρχεί στην οικονομία της ηπείρου. Ενώ η γερμανική ανεργία μειωνόταν και η οικονομία της ανέκαμπτε από τη χρηματοπιστωτική κρίση, η Ιταλία ήταν στάσιμη με την ανεργία σε άνοδο. Ήδη επιβαρυμένη από ένα μεγάλο δημόσιο χρέος (πλέον πάνω από το 130% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της), η Ιταλία δεν μπορούσε ούτε να αναθερμάνει την οικονομία της, ούτε να διασώσει τις τράπεζές της, ενώ ολόκληρα τμήματα της βιομηχανίας της, ιδιαίτερα σε χαμηλού και μεσαίου κόστους προϊόντα, έχουν εξαφανιστεί.
Η Γαλλία επίσης είχε δυσκολίες στην ανταγωνιστικότητα και τις έχει αντιμετωπίσει αυξάνοντας το δημόσιο χρέος και αποδεχόμενη υψηλά ποσοστά ανεργίας. Το ευρώ έκανε αδύνατη την προσαρμογή των ενδοευρωπαϊκών συναλλαγματικών ισοτιμιών ώστε να αντικατοπτρίζουν τη σχετική ελκυστικότητα των οικονομικών της ευρωζώνης. Και δεν υπάρχουν αμερικανικού τύπου ομοσπονδιακές δημοσιονομικές μεταφορές για να εξομαλύνουν τις ανισότητες.
Το αποτέλεσμα ήταν η υψηλή ανεργία, η αργή ανάπτυξη και η επιτάχυνση της φυγής κεφαλαίων από τις περιφερειακές χώρες. Το Target 2, που μετρά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διασυνοριακές πληρωμές ανάμεσα στις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, δείχνουν πολύ μεγάλες ανισότητες για την Ισπανία και την Ιταλία. Εάν το ευρώ διασπαζόταν, η ΕΚΤ θα επέμενε πως της οφείλεται ένα μεγάλο χρέος από το νότιο τμήμα, όπως ξεκαθάρισε πρόσφατα ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Πολιτικά, ωστόσο, η δυναμική είναι ξεκάθαρη. Ενθαρρυμένα από την επιτυχία των λαϊκιστικών κινημάτων στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, τα αντικαθεστωτικά κόμματα κάνουν όλο και περισσότερο το ευρώ στόχο τους. μια νομισματική ένωση είναι επίσης ένα πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο. Όταν οι τοπικές πολιτικές πλειοψηφίες δε δέχονται πλέον τους όρους τους, η ένωση βρίσκεται σε κίνδυνο.
Το ευρώ μπορεί ακόμη να επιβιώσει από το φετινό κύμα εκλογών και λαϊκιστικών εκκλήσεων για επιστροφή στα εθνικά νομίσματα. Όμως χωρίς μεταρρυθμίσεις, οι διαρθρωτικές ανισότητες μόνο θα μεγαλώνουν, και η πολιτική αντίσταση θα αυξάνεται. Ακόμη κι αν η Λε Πεν δεν πετύχει αυτό που θέλει, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση που η υπόλοιπη Ευρώπη δε θα μπορεί πλέον να αγνοήσει.