Οι ελεγκτές του προγράμματος της Ελλάδας ετοιμάζουν μια λίστα πολιτικών που θα πρέπει να εκπληρώσει η χώρα για να ξεκλειδώσει επιπλέον χρήματα διάσωσης, καθώς προετοιμάζονται για τη συνέχιση των συζητήσεων με την Αθήνα την Τρίτη, σύμφωνα με δύο πηγές με γνώση του ζητήματος.
Η Ελλάδα έχει ζητήσει από τους ευρωπαίους δανειστές να προσχεδιάσουν ένα Συμπληρωματικό Μνημόνιο Κατανόησης και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ένα Μνημόνιο Οικονομικών Χρηματοπιστωτικών Πολιτικών, καθώς ετοιμάζεται για τις λεπτομέρειες των απαιτήσεων των πιστωτών, σύμφωνα με της πηγές. Η κυβέρνηση περιμένει μια συμφωνία τον Μάρτιο ή στις αρχές του Απριλίου, όμως η κλίμακα των άλυτων ζητημάτων δημιουργεί ανησυχία πως θα είναι δύσκολο να προωθηθούν στο εσωτερικό.
Η κυβέρνηση του έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα συμφώνησε την περασμένη Δευτέρα να νομοθετήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί το ΔΝΤ και θα χαμηλώσει το όριο του αφορολόγητου εισοδήματος και θα επιδιορθώσει το ασφαλιστικό σύστημα μέχρι το 2019, στην ουσία διαπερνώντας αυτό που χαρακτηριζόταν άλλοτε ως κόκκινη γραμμή. Η κυβέρνηση λέει πως η συμφωνία δε θα αυξήσει τη λιτότητα από τη στιγμή που η νέα νομοθεσία θα συμπεριλαμβάνει μέτρα ενίσχυσης επιπλέον των μεταρρυθμίσεων λιτότητας.
Ο Τσίπρας είπε στους βουλευτές την Παρασκευή πως η αξιολόγηση του προγράμματος μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι τις 20 Μαρτίου, όταν είναι προγραμματισμένο να συναντηθούν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες. Μπορεί να παραταθεί μέχρι την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup στις 7 Απριλίου, δεδομένου του αριθμού των άλυτων ζητημάτων που θα πρέπει να λυθούν, σύμφωνα με τις πηγές. Η Ελλάδα προσβλέπει σε μια «καθολική συμφωνία» μέχρι τον Μάιο, η οποία θα συμπεριλαμβάνει επίσης πιθανές αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης χρέους και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς χρέους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αυτό που πιθανότατα θα χρειαστεί είναι μια «σημαντική» παράταση των προθεσμιών των ελληνικών δανείων και μια «σημαντική μείωση των επιτοκίων», είπε η διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ την Τετάρτη στο ARD. «Αυτό θα πρέπει να συζητηθεί με περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα» και «η εκπλήρωση της αναδιάρθρωσης του χρέους θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στο τέλος του προγράμματος».
Η πρόταση των ελεγκτών θα αναπτύξει τα μέτρα που απαίτησαν οι πιστωτές από τον έλληνα υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο στη συνάντηση στις Βρυξέλλες στις 10 Φεβρουαρίου.
Αφότου οι δύο πλευρές φτάσουν σε μια συμφωνία σε επίπεδο προσωπικού για το τι πρέπει να γίνει, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα συζητήσουν στη συνέχεια τις επιλογές επιπλέον ελάφρυνσης χρέους, η οποία απαιτείται από το ΔΝΤ ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στην ελληνική διάσωση. Το ταμείο με έδρα στην Ουάσινγκτον θα ζητήσει πιθανότατα μια πιο λεπτομερή περιγραφή των «μεσοπρόθεσμων εργαλείων» που θα υιοθετηθούν μετά το 2018, για να εξασφαλίσει πως οι υποχρεώσεις της Ελλάδας θα επανέλθουν σε μια βιώσιμη πορεία.
«Περισσότερη πρόοδος θα χρειαστεί για να γεφυρωθούν οι διαφορές σε άλλα σημαντικά ζητήματα, και είναι πολύ νωρίς να κάνουμε υποθέσεις για την προοπτική μιας συμφωνίας σε επίπεδο προσωπικού κατά τη διάρκεια αυτής της αποστολής» είπε το ΔΝΤ την περασμένη εβδομάδα.
Απαιτείται από την Ελλάδα να εκπληρώσει φιλόδοξες δημοσιονομικές, εργασιακές και ενεργειακές μεταρρυθμίσεις. Οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια γρήγορη συμφωνία εάν υπάρχει η πολιτική βούληση στην Αθήνα και μια ρεαλιστική προσέγγιση από τους δανειστές, σύμφωνα με μία από τις πηγές. Σε αντίθετη περίπτωση, η αποστολή των ελεγκτών θα είναι μάλλον σύντομη και θα χρειαστεί νέος γύρος συναντήσεων για να επιτευχθεί συμφωνία.
Οι δανειστές έχουν ζητήσει νέα μέτρα λιτότητας ύψους μέχρι και 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, τα οποία θα ενεργοποιηθούν μέχρι το 2019 εάν η Ελλάδα δεν πιάσει τους δημοσιονομικούς της στόχους. Η Αθήνα πιστεύει πως αυτός ο αριθμός μπορεί να πέσει στο 1,7% με 1,8%, λόγω της βελτιωμένης δημοσιονομικής επίδοσης το 2016 και τις επιδράσεις της στα επόμενα χρόνια.
Οι θεσμοί διάσωσης έχουν ζητήσει τα μέτρα να προέλθουν από μια μείωση του αφορολόγητου ορίου αντίστοιχης του 0,75% του ΑΕΠ, με άλλα 0,75% του ΑΕΠ από τη μείωση των συντάξεων, και 0,5% από άλλες ακαθόριστες πολιτικές. Όλα αυτά τα μέτρα θα πρέπει να νομοθετηθούν εκ των προτέρων. Το κοινοβούλιο θα τα ψηφίσει τώρα, και θα ισχύσουν από την 1η Ιανουαρίου του 2019.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να συμφωνήσει με τους πιστωτές για τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα ενεργοποιηθούν εάν ξεπεράσει τους δημοσιονομικούς της στόχους. Η Αθήνα περιμένει από τους πιστωτές να ζητήσουν αυτές οι πολιτικές να επικεντρωθούν στις φορολογικές περικοπές για τις επιχειρήσεις και τις μειώσεις των κοινωνικών εισφορών. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να πιέσει για κάποια πιο λαϊκιστικά μέτρα.
Η Ελλάδα θα πρέπει επίσης να κλείσει ένα προβλεπόμενο δημοσιονομικό κενό για το 2018, καθώς οι πιστωτές αμφιβάλουν ότι θα μπορέσει να πιάσει τον συμφωνηθέντα στόχο για δημοσιονομικό πλεόνασμα πριν από τις πληρωμές των τόκων ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει επιπλέον μέτρα για 500 από τα 700 εκατομμύρια ευρώ του αναμενόμενου κενού που υπολογίζουν οι ευρωπαίοι ελεγκτές. Η Αθήνα λέει πως μπορεί να συγκεντρώσει τα υπόλοιπα 200 εκατομμύρια ευρώ χάρη στην καλύτερη δημοσιονομική επίδοση του 2016.
Η αγορά εργασίας είναι ένα ακόμη πεδίο ναρκών στις διαπραγματεύσεις. Η κυβέρνηση θέλει να επαναφέρει τις καταργηθείσες προηγουμένως συλλογικές συμβάσεις, ενώ οι ελεγκτές έχουν ξεκαθαρίσει πως δε θέλουν από την Ελλάδα να κάνει βήματα προς τα πίσω στην απορύθμιση της αγοράς εργασίας. Για τις συλλογικές απολύσεις, οι δανειστές μπορεί να είναι περισσότερο ευέλικτοι και να μη ζητήσουν από την κυβέρνηση να διπλασιάσει το όριο των μαζικών απολύσεων στο 10%, σύμφωνα με τις πηγές. Αυτό θα γίνει μόνο εάν η κυβέρνηση αλλάξει το νομικό πλαίσιο κάνοντας πιο εύκολο για τις επιχειρήσεις να απολύσουν εργαζομένους.
Στο θέμα της αγοράς ενέργειας, κυβέρνηση και πιστωτές διαφωνούν για τον τρόπο που δουλεύουν οι δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλο ένα σημείο διαφωνίας είναι το πλαίσιο εξωδικαστικών διακανονισμών των επισφαλών δανείων, το οποίο βρίσκεται υπό δημόσια διαβούλευση. Οι συζητήσεις βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη για τις προσδοκίες που θα πρέπει να συμπεριληφθούν και ποια θα πρέπει να είναι τα επίπεδα κουρέματος χρέους. Υπάρχουν και άλλα, λιγότερο σημαντικά ζητήματα που περιμένουν για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του προγράμματος, όπως το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή, στο οποίο αντιτίθεται η κυβέρνηση.
«Είμαστε βέβαιοι πως μπορούν να βρεθούν λύσεις, όπως γινόταν πάντα, για να ολοκληρώσουμε την αξιολόγηση και να εξασφαλίσουμε τη συνεχή πρόοδο στην εκπλήρωση των μεταρρυθμίσεων στο ελληνικό πρόγραμμα» είπε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν Μαργαρίτης Σχοινάς σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες τη Δευτέρα.
Τι επιδιώκει η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση
Κεντρικό θέμα για την ελληνική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις που τώρα ξεκινούν, είναι «ο προσδιορισμός του ύψους των μέτρων, θετικών και αρνητικών», επισημαίνει κυβερνητική πηγή σε επικοινωνία που είχε με το ΑΠΕ -ΜΠΕ.
Πρόκειται για τις διαρθρωτικές αλλαγές και τα μέτρα ελάφρυνσης που αφορούν την περίοδο μετά το 2019 και τα οποία θα ψηφιστούν ταυτόχρονα όπως έχει διαβεβαιώσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Από εκεί και πέρα, στη διαπραγμάτευση προκειμένου να επιτευχθεί το staff level agreement, συναντά κανείς τα γνωστά θέματα, δηλαδή τα ενεργειακά και τα εργασιακά.
Όμως, από την κυβέρνηση δίδεται «ιδιαίτερο βάρος και στο αναπτυξιακό πακέτο, για τις θέσεις εργασίας, το οποίο δεν θα συνυπολογίζεται στα πρωτογενή πλεονάσματα», δήλωνε η ίδια πηγή στο ΑΠΕ -ΜΠΕ. Πρόκειται για δέσμη μέτρων που, όπως αποφασίστηκε στο πρόσφατο Eurogroup, αφορά 100.000 θέσεις εργασίας και το ύψος χρηματοδότησης ανέρχεται ως τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Θέλουμε να κλείσουμε όσο το δυνατόν συντομότερα» είναι ο στόχος και η επιθυμία της κυβέρνησης. Παράλληλα επιδιώκει να κλείσει η συζήτηση για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα, θέματα που αποτελούν τη μεγάλη πολιτική διαφωνία μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Βερολίνου.
Με τα θέματα αυτά κλεισμένα, «θα μπει η Ελλάδα στο QE και θα εμπεδωθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στη χώρα, κλίμα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας», σημείωναν εν κατακλείδι πηγές της κυβέρνησης στο ΑΠΕ -ΜΠΕ.