Με την Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις εμπλέκονται στη Συρία σε μια σπάνια εκστρατευτική αποστολή. Αν και γεωγραφικά περιορισμένη (δεν υπάρχει στρατός ή άρματα σε απόσταση μεγαλύτερη των 19 μιλίων από τα τουρκικά σύνορα, που σημαίνει ότι όλος ο ανεφοδιασμός, η συντήρηση και οι επιχειρήσεις διάσωσης ολοκληρώνονται μέσα σε ώρες), η αποστολή έχει ήδη σημαντικό τίμημα σε στρατιώτες και εξοπλισμό.
Η Ασπίδα του Ευφράτη είναι επισήμως σχεδιασμένη για να πολεμήσει τους στρατιώτες του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους και να τους διώξει μακριά από τα τουρκικά σύνορα. Αυτός ο στόχος έχει εν μέρει επιτευχθεί, συμπεριλαμβανομένης και της κατάληψης από την Τουρκία, της συριακής πόλης al-Bab στις 24 Φεβρουαρίου. Αλλά ο πραγματικός στόχος της αποστολής είναι να αποτρέψει στις κουρδικές δυνάμεις της Συρίας (Λαϊκές Μονάδες Προστασίας, YPG), από το να επανενώσουν την επαρχία τους Κομπάνι, ανατολικά του Ποταμού Ευφράτη, με την δυτικότερη περιοχή Afrin, καθώς αυτό θα έδινε στους Κούρδους της Συρίας τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των συνόρων Συρίας-Τουρκίας. Η αφήγηση της Άγκυρας είναι πως και τα δύο παρακλάδια της κουρδικής οργάνωσης της Συρίας -η Ένωση Δημοκρατικού Κόμματος (PYD) και το YPG, το στρατιωτικό της όχημα- είναι απλές θυγατρικές του κουρδικού αυτονομιστικού κινήματος της Τουρκίας, του ΡΚΚ.
Εδώ είναι που η εξωτερική πολιτική αναμειγνύεται με την εσωτερική πολιτική. Για να πετύχει στην τρέχουσα εγχώρια στρατηγική της σύνθλιψης του φιλοκουρδικού πολιτικού κόμματος στην Τουρκία, του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP) και τους αντάρτες του ΡΚΚ για να κερδίσει το επικείμενο δημοψήφισμα, δεδομένης της αντίδρασης των Κούρδων στο προτεινόμενο σύνταγμα, η ηγεσία της Άγκυρας χρειάζεται διεθνή στήριξη. Αυτό σημαίνει να πείσει τη Ρωσία και τις δυτικές δυνάμεις, να σταματήσουν την στήριξή τους προς τους Κούρδους της Συρίας.
Αλλά η πραγματικότητα στο διεθνές σκηνικό είναι πολύ διαφορετική. Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την YPG και την προώθησή της στην Ράκκα, την αποκαλούμενη συριακή πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους. Οι στρατιώτες του YPG είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί και έχουν δεχθεί στρατιωτικές προμήθειες και επιχειρησιακή υποστήριξη από τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες. Υποστηρίζονται επίσης από τη Μόσχα.
Το πιο σημαντικό, στον τωρινό proxy πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, οι δυνάμεις της YPG είναι μακράν οι πιο ετοιμοπόλεμες και οι πιο επιτυχημένες στην μάχη. Η ανακατάληψη της Ράκκα χωρίς την YPG, όπως απαιτεί η Τουρκία, είναι σχεδόν αδύνατη. Ούτε η Ουάσιγκτον ούτε η Μόσχα είναι πιθανό να ρισκάρουν να αναμείξουν τις κουρδικές δυνάμεις της Συρίας με τουρκικά στρατεύματα -συνταγή για αναπόφευκτα προβλήματα και πιθανές αποτυχίες επί του εδάφους.
Η Άγκυρα αναπαράγει το αίτημά της στο πολιτικό μέτωπο και θέλει να αφαιρεθούν από τις διεθνείς συνομιλίες για τη Συρία, οι οποίες μόλις ξανάρχισαν στη Γενεύη, οι Κούρδοι της Συρίας. Αυτό πάλι, είναι σχεδόν αδύνατο, καθώς η Ουάσιγκτον έχει με συνέπεια τεθεί υπέρ της εμπλοκής των κουρδικών δυνάμεων για χάρη της βιώσιμης ειρήνης στη Βόρεια Συρία. Η Άγκυρα πιθανώς ποντάρει σε μια αντιστροφή της πολιτικής από την κυβέρνηση Trump -αν και, όπως και με τις άλλες επιλογές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η επόμενη κίνηση του Λευκού Οίκου είναι απρόβλεπτες.
Επιπλέον, η Τουρκία θα αντιμετωπίσει την αντίθεση της Ρωσίας διότι ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin δήλωσε ξεκάθαρα τον Σεπτέμβριο του 2015 την επιθυμία της Ρωσίας να δει τους Κούρδους της Συρίας ως έναν από τους πυλώνες της πολιτικής λύσης. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα αντιμετωπίζει δύο μεγάλες προκλήσεις στην Συρία: μία στρατιωτική και μία πολιτική.
Ωστόσο, η Τουρκία καυχιέται επανειλημμένως για την στρατιωτική της επιχείρηση στο συριακό έδαφος και την συμμετοχή της στις απευθείας συνομιλίες για την Συρία με την Ρωσία και το Ιράν. Η Τουρκία έχει σταθερά στόχο την αποκατάσταση της στενής συνεργασίας με την Ρωσία, μετά από την κατάρριψη ενός ρωσικού αεροσκάφους το Νοέμβριο του 2015 και μετά από τη δολοφονία του Ρώσου πρέσβη στην Άγκυρα από έναν Τούρκο αστυνομικό εκτός υπηρεσίας, τον Δεκέμβριο του 2016. Αυτή η συμφιλίωση έχει επιτευχθεί εν μέρει, επιτρέποντας στην Τουρκία να σπάσει την διπλωματική απομόνωση που ακολούθησε την εκτεταμένη καταστροφή μετά από την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και να υιοθετήσει ένα υπερήφανο εθνικιστικό αφήγημα στο εσωτερικό.
Ωστόσο, όπως φαίνεται από το εξωτερικό, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στο εξωτερικό και οι διπλωματικές της επιτυχίες, είναι μάλλον περιορισμένες και αντισταθμίζονται από τους κινδύνους που παρουσιάζονται στην πορεία. Συγκεκριμένα, προκύπτει το ερώτημα του εάν η Άγκυρα έχει γίνει ένα πιόνι στο τεράστιο παιχνίδι σκάκι της Ρωσίας με στόχο την συστηματική υπονόμευση τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ, ιδιαίτερα στην άμυνα και στην ενέργεια.
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας δήλωσε στις 22 Φεβρουαρίου ότι οι συζητήσεις για την εξαγορά ρωσικών πυραύλων S400 για την αντιπυραυλική άμυνα της Τουρκίας, προχωρούσαν καλά, κάτι που αποκάλυπτε το αίνιγμα της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Εάν η Άγκυρα θέλει να χτίσει όλη την αρχιτεκτονική της αντιπυραυλικής της άμυνας γύρω από ρωσικά συστήματα, θα συνεταιριζόταν με την Μόσχα και να κατάφερνε δυο μεγάλα πλήγματα στις πολιτικές του ΝΑΤΟ: πρώτον, εισάγοντας ρωσικής κατασκευής συστήματα και συνοδούς εμπειρογνώμονες στην δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ. Και δεύτερον, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην ίδια την αντιπυραυλική ασπίδα του ΝΑΤΟ, στην οποία η Τουρκία έχει επανειλημμένως δεσμευτεί.
Μπορεί κανείς να κατανοήσει εύκολα την όρεξη της Άγκυρας για μια τέτοια κίνηση, αλλά οι στρατηγικές της επιπτώσεις θα ήταν ανυπολόγιστες, ιδιαίτερα εάν μετά το επικείμενο δημοψήφισμα, ο Τούρκος πρόεδρος Erdogan αποκτούσε απεριόριστες εξουσίες μέχρι το 2029.
Σε σχέση με αυτά τα στρατηγικά διακυβεύματα, η σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ μοιάζει τώρα σχεδόν παιδική, αν και σε μεγάλο βαθμό σημαντική, από το μέτωπο της οικονομίας και του κράτους δικαίου. Με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης να έχει επιβληθεί μετά από την απόπειρα πραξικοπήματος, η τουρκική αρχιτεκτονική του κράτους δικαίου έχει υποβαθμιστεί τόσο που δεν μπορεί να αναμένεται ρεαλιστική, καμία πρόοδος στις συνομιλίες ένταξης στην ΕΕ. Παρομοίως, τα βήματα προς την απελευθέρωση της βίζας -ένας αμοιβαίως επιθυμητός στόχος- εμποδίζεται από την σταθερή προτεραιότητα της Τουρκίας να διατηρήσει ως έχει τον αντιτρομοκρατικό νόμο.
Και πάλι, ένα “ναι” στο δημοψήφισμα είναι πιθανό να καταλήξει σε ένα σχεδόν μόνιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης και σε ελάχιστα πρότυπα κράτους-δικαίου. Αυτό δεν είναι κάτι που θα απασχολούσε ιδιαίτερα την Μόσχα, αλλά θα έφερνε την σχέση ΕΕ-Τουρκίας σε σταυροδρόμι αντί σε στρατηγικό επίπεδο. Μια εκσυγχρονισμένη τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας είναι πιθανό να γίνει το μόνο εμβληματικό έργο μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ.
Όλες οι πολιτικές είναι τοπικά υποκινούμενες: οι σημερινές επιλογές εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας υπαγορεύονται από τις εγχώριες πολιτικές επιταγές. Οι διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις της Άγκυρας και οι προκλητικές δηλώσεις, καθώς και μια κρίσιμη αμυντική απόφαση και η σκόπιμη υπαναχώρηση στην πρόοδο προς την συμμετοχή στην ΕΕ, είναι μέρη μόνο μιας εσωτερικής πολιτικής κίνησης. Ο πιθανός νικητής; Ο Putin, περισσότερο από τον Erdogan.