Δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά τη χθεσινή συνάντηση, υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος δήλωνε πως για μία ακόμη φορά η ελληνική πλευρά βρέθηκε αντιμέτωπη με τις «ιδεολογικές εμμονές του ΔΝΤ», με αποτέλεσμα το εργασιακό, που συγκαταλέγεται στα εξαρχής προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, να παραμένει ανοικτό καθώς «χρειάζεται περισσότερη δουλειά» ή «πολιτική συζήτηση» όπως χαρακτηριστικά είπε ο ίδιος αξιωματούχος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το Ταμείο επιμένει σε αύξηση του ορίου των απολύσεων από το 5% στο 10%, ξαναβάζει στο τραπέζι την επαναθεσμοθέτηση του lock out, δεν αποδέχεται την απόφαση του Ευρωδικαστηρίου για τις ομαδικές απολύσεις και ζητεί αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, με αιχμή τον τρόπο λήψης αποφάσεων για απεργίες. Και βέβαια, δεν συζητά με κανέναν τρόπο την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Την ίδια στιγμή, απορρίπτει οποιαδήποτε παρέμβαση στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιμένοντας στο να προστατευθούν οι μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος αλλά και να συμπληρωθούν με επιπλέον παρεμβάσεις.
Μάλιστα, ακόμη και σχετικά με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωδικαστηρίου για τις ομαδικές απολύσεις, το Ταμείο εκτιμά ότι βρίσκει εμπόδια στις διαδικασίες ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων στη χώρα μας και για τον λόγο αυτόν πρέπει να αλλάξει η διαδικασία της προέγκρισης.
Αγεφύρωτο παραμένει το χάσμα που χωρίζει κυβέρνηση και θεσμούς και στο ασφαλιστικό, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες, οι δανειστές επιμένουν σε πακέτο μέτρων 1% του ΑΕΠ και μάλιστα με άμεση-ακαριαία εφαρμογή πιθανότατα από το 2020. Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν έχει εφαρμοστεί ασφαλιστική μεταρρύθμιση στην οποία δεν προβλέπεται μεταβατική περίοδος. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, που θα επωμιστεί και το κόστος της περικοπής των συντάξεων, διεκδικεί έστω την υλοποίηση των μειώσεων σε βάθος 3ετίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο προβληματισμός στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι μεγάλος, καθώς οι μετρήσεις βγάζουν ότι το σύνολο των «προσωπικών διαφορών» είναι κάτω από 1,8 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, η κυβέρνηση επιδιώκει να «διασώσει» ένα σημαντικό αριθμό συνταξιούχων που λαμβάνουν μεν την κατώτατη σύνταξη, θα δουν όμως σημαντικά ποσά ως “προσωπικές διαφορές” όταν οι συντάξεις τους επανυπολογιστούν. Όμως, οι δανειστές απορρίπτουν την πρόταση εκτός από τις περικοπές της συνταξιοδοτικής δαπάνης να προβλεφθούν και αυξήσεις εσόδων (π.χ. από την υπεραπόδοση των επενδύσεων της περιουσίας του ΕΦΚΑ).
Από την πλευρά των λεγόμενων αντίμετρων, φαίνεται πως προτάσεις της ελληνικής πλευράς για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής με μέτρα στήριξης των ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων, όπως τα παιδιά, η οικογένεια και οι συνταξιούχοι κοντά στα όρια της φτώχειας, δεν απορρίφθηκαν από τους δανειστές.
Στον αντίποδα, η πρόταση για μείωση των εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες αποκλείστηκε, με βασικό επιχείρημα από πλευράς Ταμείου ότι πρόκειται για την ομάδα στην οποία παρατηρείται η μεγαλύτερη φοροδιαφυγή.
Το ΔΝΤ ζητεί τον εκσυγχρονισμό του συνδικαλιστικού νόμου, που ισχύει από το 1980. Βέβαια, δεν μένει μόνο εκεί, ζητεί την επαναφορά του αμυντικού λοκ-άουτ, αλλά και αλλαγές στον τρόπο και τον χρόνο αναγγελίας των απεργιακών κινητοποιήσεων. Στην πράξη, ζητεί απαρτία των μελών του σωματείου, ώστε να λαμβάνεται πλειοψηφικά η όποια απόφαση για απεργίες.
«Το εργασιακό είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα που θα μας απασχολήσει περισσότερο», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά αμέσως μετά τη συνάντηση, με την κυβέρνηση να ελπίζει ότι θα υπάρξουν εξελίξεις σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Στην κυβέρνηση πάντως εκτιμούν ότι στόχος των Ευρωπαίων είναι να κρατήσουν στο ελληνικό πρόγραμμα το ΔΝΤ «πάση θυσία», κάτι που φάνηκε καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Χίλτον, γεγονός που δυσχεραίνει την όποια προσπάθεια εξεύρεσης συμμάχων, στο πλαίσιο του αιτήματος για εφαρμογή των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.