Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, αφήνει ένα και μοναδικό περιθώριο στην κυβέρνηση, την αποδοχή των “μεταρρυθμιστικών” απαιτήσεων του ΔΝΤ, στις οποίες έχει ήδη βάλει την υπογραφή του ο κ. Σόιμπλε.
Χωρίς όμως η αποδοχή αυτή να εξασφαλίζει έτσι κι αλλιώς στην κυβέρνηση την συμφωνία για το χρέος που θα δρομολογούσε αυτόματα την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοστικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Η Ελλάδα “μοιάζει να είναι ένα μπαλάκι του πινγκ-πονγκ μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης” αυτή τη στιγμή, παρατήρησε αρμόδιος κοινοτικός αξιωματούχος στον οποίο απευθύνθηκε το “Κ”, “μέχρι να ξεκαθαριστεί η εικόνα του τι πρόκειται να καταληχθεί ως συμφωνία μεταξύ του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης” για το χρέος.
Και αυτό δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει πριν από την Εαρινή Σύνοδο του Ταμείου στις 21-23 Απριλίου, όταν με τα οριστικά στοιχεία της Eurostat στα χέρια όλες οι πλευρές θα μπορούν να καταλήξουν στο τι είναι δυνατό για την Ευρωζώνη και τι είναι αποδεκτό για το ΔΝΤ, όσο αφορά το ελληνικό χρέος.
Αλλά η συζήτηση αυτή θα μπορεί να γίνει μόνο με την προϋπόθεση ότι η Αθήνα έχει αποδεχθεί και συμφωνήσει στο “ασφυκτικό” μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που απαιτεί το ΔΝΤ, στη βάση των αποφάσεων για στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% “βραχυ-μεσοπρόθεσμα”.
“Η Ευρωζώνη έχει θέσει τα δικά της όρια στη συμφωνία του Μαΐου (σ.σ. πρωτογενή πλεονάσματα και χρέος) του 2016 και το ΔΝΤ στην βάση αυτών των ορίων καταθέτει τις δικές του απαιτήσεις…”.
Και σ’ αυτήν τη βάση, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει μόνο το ΔΝΤ γιατί απαιτεί τόσο σκληρά μέτρα και τόσο μακράς διάρκειας δεσμεύσεις.
Άλλωστε, όπως αναφέρουν διασταυρωμένες πληροφορίες του “Κ”, στις Βρυξέλλες υπάρχει έγγραφο που εκθέτει τις απόψεις της νέας κυβέρνησης Τραμπ, στο πλαίσιο των οποίων όσον αφορά το ΔΝΤ, υποστηρίζεται οτι ΗΠΑ και Ευρωζώνη έχουν κάνει μέσω του ΔΝΤ ό,τι μπορούσε να γίνει για την υποστήριξη της Ελλάδα και τώρα η Ελλάδα πρέπει να κλείσει την αξιολόγηση το ταχύτερο δυνατό….
Οι επόμενες εξελίξεις
Το “σκηνικό”, πάντως, όπως έχει διαμορφωθεί για τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες και καθοδηγείται από τις θέσεις:
– Της Ευρωζώνης η οποία με κυρίαρχη τη “γραμμή” Σόιμπλε, υποστηρίζει ότι πρέπει να συμφωνηθούν όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να επιτευχθούν οι στόχοι της συμφωνίας του Μαΐου 2016 (πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για μεσοπρόθεσμη περίοδο) και να διασφαλισθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ.
– Του ΔΝΤ που επιμένει οτι για να επιτευχθούν οι στόχοι της βιωσιμότητας τους χρέους υπό τους όρους της συμφωνίας του Μαΐου θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί ολόκληρο το πλαίσιο των “μεταρρυθμίσεων” που προτείνει σε φορολογικό –ασφαλιστικό– εργασιακό.
– Της κυβέρνησης που ενώ έχει υπογράψει από τον Μάιο του 2016 τους ευρωπαϊκούς όρους της συμφωνίας καθυστερεί την εφαρμογή τους και εκ των υστέρων επιχειρεί μέσα στο πλαίσιο της συμφωνίας να “εισάγει” ρήτρες διόρθωσης της κατά γενική ομολογία –ακόμα και από τους αναλυτές του ΔΝΤ– περιοριστικής πολιτικής που δεν μπορεί να παράγει στο μέλλον (μεσοπρόθεσμα) τα ζητούμενα αποτελέσματα.
Η διαδρομή που έχει χαραχθεί και στην οποία γίνονται αργά αλλά σταθερά βήματα προσαρμογής από την κυβέρνηση, θα έχει ως καθοριστικούς σταθμούς:
– Αφενός την ολοκλήρωση της συμφωνίας για την αξιολόγηση, η οποία επιχειρείται να επιτευχθεί στο μεγαλύτερο μέρος της μέχρι το Eurogroup της 7ης Απριλίου και
– αφετέρου τη Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, όπου θα πρέπει να διαπιστωθεί το όριο ισορροπίας μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ όσον αφορά την περαιτέρω αναδιάρθωση του χρέους.
Όπως υποστηρίζεται όμως από πλευράς κοινοτικών στελεχών που δουλεύουν στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό το σημείο ισορροπίας θα βρεθεί και θα διασφαλίσει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
“Αν αυτό δεν γίνει δυνατό, τότε ασφαλώς ο ρόλος του ESM θα είναι καταλυτικός, αλλά αυτό δεν μας διασφαλίζει ομαλές εξελίξεις όσο αφορά την κατάσταση και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας…”. Και αυτό γιατί ήδη η καθυστέρηση της αξιολόγησης έχει επιδεινώσει απειλητικά την κατάσταση της οικονομίας όσον αφορά την επέκταση των “κόκκινων δανείων” και της εισροής/εκκροής των καταθέσεων από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Η χρονοκαθυστερήση της αξιολόγησης και η παρατεταμένη αβεβαιότητα έχουν οδηγήσει σε σημαντική επιδείνωση της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα με τα “κόκκινα δάνεια” και την απομείωση των καταθέσεων. Αυτό εγκυμονεί κολοσιαίους κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα το 2018 σύμφωνα με τραπεζικούς παράγοντες οι οποίοι εμφανίζονται εξαιρετικά ανήσυχοι μετά την επίσκεψη της επικεφαλής του SSM, κυρίας Νουί, στην Αθήνα. Η ανησυχία τους εδράζεται στο ότι:
– Όσες καταθέσεις επέστρεψαν το 2016 μετά την ελάφρυνση των κεφαλαιακών περιορισμών (capital controls), έχουν κάνει ήδη “φτερά” από το ξεκίνημα του 2017. Παράλληλα, αυξήθηκε η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στον ELA.
– Οι ξένες τράπεζες είναι πλέον εξαιρετικά επιφυλακτικές στον δανεισμό των ελληνικών με τις οποίες κάνουν μεν repos, αλλά πλέον μόνο σε overnight βάση. Σε περίπτωση που η έλλειψη εμπιστοσύνης από τις εξελίξεις με τη διαπραγμάτευση άρουν και αυτήν τη χρηματοδότηση από τη διατραπεζική αγορά, τότε η μόνη επιλογή για τη χρηματοδότησή τους θα είναι ο ELA.
– Οι ελληνικές τράπεζες αναθεωρούν τις εκτιμήσεις για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος στα 3-4 δισ. ευρώ, έναντι αρχικών εκτιμήσεων που διατυπώνονταν μετά το εννεάμηνο του 2016, για επιστροφή καταθέσεων 6-7 δισ. ευρώ φέτος.