Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως φαίνεται σαν μία αγορά, σαν ένας φορέας επιδοτήσεων και ένα πείραμα διακυβέρνησης. Αλλά στον πυρήνα της η Ευρώπη είναι ακόμη σε αναζήτηση για την ειρήνη –απλώς της πήρε 60 χρόνια για μια παράκαμψη.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έθεσε τις βάσεις για να καταστεί αδύνατος ένας νέος Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αρνούμενη στην αυταρχική και ρατσιστική ιδεολογία την ευκαιρία να επιστρέψει στην εξουσία ή να κατορθώσει να πάρει την ηγεμονία του ευρωπαϊκού κρατικού συστήματος. Η ενοποίηση ξεκίνησε να παίρνει από τα χέρια των εθνικών φορέων χάραξης πολιτικής τις πολεμικές βιομηχανίες –χάλυβα, άνθρακα και πυρηνικά. Ήταν σχεδιασμένη να βγάλει το κεντρική της εθνικής ταυτότητας με το να ενώσει το πλήθος των εθνικισμών, των εθνικών τεχνών και των πολιτισμών, των εθνικών ιστοριών και των εθνικών χαρακτήρων της Ευρώπης. Η ενοποίηση προσπάθησε να αυξήσει την ευαισθητοποίηση για την ισχύ της ευρωπαϊκής πολυμορφίας. Στην πραγματικότητα, οι πολλές διασυνδέσεις μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων και λαών, που αλληλεπιδρούν και συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο, ήταν ο μοχλός του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σχεδιάστηκε για να σταματήσει και να αντιστρέψει τις κρίσεις που βίωσε η Ευρώπη στους δύο παγκόσμιους πολέμους, και να το κάνει αυτό με τη δημιουργία μιας τάξης τόσο ισχυρής που θα μπορούσε να στηρίξει την δημιουργική πλευρά της διαφορετικότητας και να απομακρύνει τις καταστροφικές επιρροές.
Η δημιουργία μιας νέας Ευρώπης ξεκίνησε με την αποπολιτικοποίηση των πολεμικών βιομηχανιών και συνέχισε με την έννοια της κοινής άμυνας και ενός ευρωπαϊκού στρατού στη θέση των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Για να ελέγχει πόρους και να δρα ως ένα εργαλείο πολέμου από μόνο του, η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα σχεδιάστηκε, διαπραγματεύθηκε και τέθηκε σε συνθήκη. Και τότε, λιγότερο από μια δεκαετία ύστερα από τον πιο καταστροφικό πόλεμο που έχει δει η Ευρώπη, αυτό το μεγάλο ευρωπαϊκό project κατέρρευσε όταν απέτυχε στη διαδικασία επικύρωσης.
Όταν οι Συνθήκες της Ρώμης υπεγράφησαν τον Μάρτιο του 1957, αυτό σηματοδότησε την δεύτερη προσπάθεια δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής τάξης. Αντί να αντιμετωπίσουν την αιτία της παρακμής της Ευρώπης απευθείας, οι φορείς χάραξης πολιτικής επέλεξαν ένα διαφορετικό δρόμο για να φθάσουν στον στόχο. Η Ευρώπη ήταν τώρα σχεδιασμένη για να αναπτυχθεί μέσω οικονομικής ολοκλήρωσης, αξιοποιώντας την άνθιση της δεκαετίας του 1950 και την προφανή δυναμική για ευημερία ως ένα όχημα να ενθαρρύνει την βαθύτερη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Η κοινότητα προοριζόταν να διαλύσει τον εθνικισμό και τον ανταγωνισμό για την εξουσία, με το να βοηθήσει όλους να ευημερήσουν, αντικαθιστώντας την λογική μηδενικού αθροίσματος με την υπόσχεση της κοινής λήψης αποφάσεων.
Αυτή η Ευρώπη έχει μιλήσει πολύ για την ειρήνη, αλλά τα έχει πει με το ΑΕΠ και τις επιδοτήσεις. Η πρόοδος της ήταν εντυπωσιακή σε ό,τι αφορά την ενοποίηση της αγοράς, αλλά αργή σε πολιτικό μέτωπο. Όταν εισήχθη η πλειοψηφία στο Συμβούλιο των Υπουργών το 1966, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Charles de Gaulle άφησε την γαλλική προεδρία κενή για να επιβάλει την επιμονή του για ένα εθνικό βέτο έναντι του υπέρ-εθνικισμού, μέχρι να συμφωνηθεί ένας διακυβερνητικός μηχανισμός για να αξιοποιήσει την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία και να διατηρήσει το εθνικό βέτο την ίδια στιγμή.
Στην δεκαετία του 1970, στη διάρκεια κρίσεων για την ενέργεια, την απασχόληση και την τρομοκρατία, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έμεινε στάσιμη. Η διάδοση από την ενοποίηση της αγοράς στην πολιτική ενοποίηση δεν φάνηκε να λειτουργεί. Οι διακυμάνσεις των νομισμάτων προκάλεσαν μεγάλη πολιτική αναταραχή αλλά δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί καμία συναίνεση σχετικά με το πώς θα διαχειριζόταν από κοινού οι νομισματικές πολιτικές. Οι υπουργοί Εξωτερικών συναντήθηκαν στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και στη συνέχεια μετέβησαν αεροπορικώς σε διαφορετικά μέρη για να συναντηθούν ως υπουργοί Εξωτερικών για να προωθήσουν τη συνεργασία τους στην εξωτερική πολιτική, η οποία θα έπρεπε να τηρείται αυστηρά μακριά από οποιαδήποτε κοινοτική δραστηριότητα, μετά από επιμονή ορισμένων κρατών-μελών. Στη δεκαετία του 1980, αυτή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα άρχισε να χωλαίνει, προσπαθώντας άτυπους τρόπους δημιουργίας πολιτικής συναίνεσης, ελπίζοντας σε νέα μέλη και σε ακόμη περισσότερα στο μέλλον.
Στην ηλικία των 40, οι συνθήκες της Ρώμης φαινόταν εξαντλημένες. Η λογική της συνεργασίας είχε λειτουργήσει αλλά μόνο μέχρι στιγμής, και φαινόταν να έχει χάσει το momentum της. Οι πολιτικές εντάσεις αυξήθηκαν καθώς οι κυβερνήσεις διαφώνησαν για την οικονομική συνεισφορά και την κατανομή αυτής. Το πνεύμα της ενοποίησης μετατοπίστηκε σε αυτού του μοντέλου κόστους/οφέλους. Η ένταξη στους κόλπους της ΕΕ τριών μεσογειακών χωρών που είχαν με επιτυχία ξεπεράσει δικτατορίες, δεν αντέστρεψε αυτή την διάθεση, αλλά φάνηκε να τροφοδοτεί τις συγκρούσεις για την κατανομή. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Margaret Thatcher, ως ένα τελεσίγραφο, εξασφάλισε έκπτωση 66% του χάσματος μεταξύ συνεισφορών και πιστώσεων, αλλά αυτό που ήθελε στα αλήθεια ήταν 100% επιστροφή μετρητών. Στη σύνοδο κορυφής της Fontainebleau, η Thatcher ήταν απλώς η ακραία περίπτωση. Όλοι ήθελαν λεφτά πίσω, και περισσότερα. Στην παράκαμψή του, το project ειρήνης αναπαρήγαγε συγκρούσεις.
Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε όταν ο Jacques Delors πρότεινε την εκ νέου εισαγωγή της οικονομικής οδού για την επίτευξη ειρήνης. Περισσότερη ανάπτυξη θα βοηθούσε να ξεπεραστούν οι διαπληκτισμοί, ήταν η σκέψη, και η μείωση του κόστους συναλλαγών όλων των ειδών, ήταν η στρατηγική. Η ενιαία αγορά (κωδική ονομασία Europe ’92) ήταν ένα τεράστιο project απελευθέρωσης, για να εξαλειφθούν οι μη δασμολογικοί φραγμοί και να επιτευχθεί μια πλήρως ενοποιημένη αγορά. Μαζί με αυτό, ο Delors πρότεινε να καθιερωθεί μια Νομισματική Ένωση που θα μπορούσε σταθερά να θεσμοθετήσει το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομίσματος που θα διέπονταν από μια ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα. Αυτό που αποφασίστηκε μετά από έντονη συζήτηση και συνοδεύτηκε από αντικρουόμενες αντιλήψεις για τους μελλοντικούς νικητές και χαμένους, βρισκόταν σε εξέλιξη όταν το Νοέμβριο του 1989, έπεσε το Τείχος του Βερολίνου.
Ξαφνικά, η παράκαμψη άρχισε να μοιάζει σαν τον κύριο δρόμο. Η οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης έμοιαζε σαν ένα σχέδιο ιδιοφυές που κανείς δεν το είχε σκεφτεί πριν. Η Σοβιετική Ένωση και ο στρατιωτικός της συνασπισμός δεν είχαν ηττηθεί στο πεδίο της μάχης και σοφά, δεν τόλμησε να ξεκινήσει μια στρατιωτική επίθεση εναντίον του ΝΑΤΟ υπο αμερικανική ηγεσία. Αντιθέτως, την είχαν ξεπεράσει οικονομικά. Η ΕΕ είχε κερδίσει την COMECON. Τώρα, ι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να εφαρμόσουν την λογική της ενοποίησης στις αλληλεπιδράσεις τους αντί να εξοπλίζονται σαν αστακοί. Η διαδικασία διεύρυνσης και εμβάθυνσης της ενοποίησης δέχτηκε ταυτόχρονα μια ώθηση. Η Συνθήκη του Μάαστριχ για την Ευρωπαϊκή ¨Ενωση σηματοδότησε την πρώτη μεγάλη αναθεώρηση των Συνθηκών της Ρώμης ενώ τα κριτήρια της Κοπεγχάγης καθόρισαν τα απαραίτητα για την ένταξη, για τις νέες δημοκρατίες της Ευρώπης.
Λίγα χρόνια μετά, η εμπιστοσύνη χάθηκε. Η έλλειψη συμφωνίας για μια πολιτική ένωση, καθιστούσε τη Συνθήκη του Μάαστριχ ελλιπή, και επίσης δυσκολευόταν να περάσει τη διαδικασία επικύρωσης. Αυτές οι δυναμικές έχουν γίνει μια σταθερά των ζητημάτων της ΕΕ μετά το Μάαστριχ: συνεχείς επαναδιαπραγματεύσεις και αναθεωρήσεις των συνθηκών για την επίτευξη βαθύτερης πολιτικής ενοποίησης, και συνέχιση της αβεβαιότητας για την επικύρωση και τα δημοψηφίσματα. Ενώ η ήπειρος είχε δηλωθεί ολόκληρη και ελεύθερη, οι συγκρούσεις μειοψηφίας ξέσπασαν σε πολλά μέρη της νέας Ευρώπης. Η Τσεχοσλοβακία χωρίστηκε ειρηνικά, αλλά η Γιουγκοσλαβία έσπασε σε πολλά ακανόνιστα κομμάτια, επαναφέροντας τα εγκλήματα πολέμου και την εθνοκάθαρση. Το μοντέλο της οικονομικής ειρήνης δεν ήταν σε θέση να αποτρέψει τη βία.
Τα παρακάτω δεν είναι ιστορία, είναι το παρών. Στα 60 της, η ΕΕ δεν έχει ακόμη πετύχει την αποστολή της να φέρει ειρήνη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η αυταπάτη του “κύριου δρόμου” έχασε το μαγικό της. Οι αγορές και τα λεφτά έχουν προχωρήσει αρκετό δρόμο τους Ευρωπαίους, αλλά το αποφασιστικό βήμα για την πολιτική ενοποίηση πρέπει ακόμη να ληφθεί. Η υπεροχή της εθνικής πολιτικής έχει αμφισβητηθεί αλλά εφαρμόζεται ακόμη, και ο εθνικισμός έχει γυρίσει για τα καλά στον πολιτικό λόγο. Πολλοί θεωρούν τη συγκέντρωση της κυριαρχίας ως ένα βασικό πρόβλημα. Η αρχική ιδέα πίσω από τις Συνθήκες της Ρώμης για την ανάκτηση της επιρροής στο πεπρωμένο του άλλου με το μοίρασμα της εξουσίας, έχει φέρει τα πάνω κάτω στον λαϊκιστικό λόγο. Οι ιδρυτικοί πατέρες ήθελαν να κερδίσουν τον έλεγχο μέσω της οικοδόμησης μιας κοινωνίας, αλλά πολλοί στις εθνικές πρωτεύουσες απαιτούν να “πάρουν πίσω τον έλεγχο” με την εκ νέου εθνικοποίηση της εξουσίας.
Η προσέγγιση της ΕΕ στην εξάλειψη των ένοπλων συγκρούσεων από το πολιτικό ρεπερτόριο μέσω της οικονομικής ενοποίησης, έχει γεννήσει μια ευρεία αμέλεια για την ανάγκη της ειρήνης. Τώρα, η σταθερότητα και ακόμη και η ακεραιότητα της Ευρώπης αμφισβητούνται, καθώς και η εσωτερική και η εξωτερική της ασφάλεια. Αλλά οι Ευρωπαίοι φαίνεται ότι είναι πολύ διχασμένοι για να απαντήσουν δυναμικά. Δεν υπάρχει άλλη παράκαμψη για να εξερευνήσουν.
Κοιτώντας παράλληλα τα τελευταία 60 χρόνια από τις Συνθήκες της Ρώμης, οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει να κοιτάξουν κατά πρόσωπο την ανεκπλήρωτη απλή αποστολή τους. Η Ευρώπη χρειάζεται πολιτική ενοποίηση, συμπεριλαμβανομένης και μιας ένωσης για την ασφάλεια, για να ενισχύσει τη συνεκτικότητα της. ΤΑ κλαδιά της παγκόσμιας τάξης εξασθενούν ενώ οι φυγόκεντρες δυνάμεις στην ευρωπαϊκή πολιτική γίνονται πιο ισχυρές.
Το τι είναι η ευρωπαϊκή ενοποίηση για τους Ευρωπαίους και τι θα μπορούσε να είναι για τον κόσμο, χρειάζεται περισσότερα από τον εορτασμό επετείων. Εναπόκειται σε αυτούς που πιστεύουν στο project ειρήνης, να αναλάβουν την πρωτοβουλία και να προχωρήσουν μπροστά.