Θετική στάση ως προς την επιχειρηματικότητα έχουν τα 2/3 των Ελλήνων, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα παγκόσμιας έρευνας της AMWAY.
Συγκεκριμένα, ποσοστό 64% των Ελλήνων έχουν μία γενική θετική στάση απέναντι στην επιχειρηματικότητα, σε σχέση με το 69% του 2015 και σε σχέση με το παγκόσμιο ποσοστό (77%), αλλά και το ευρωπαϊκό (74%) .
Παράλληλα, η δυναμική του επιχειρείν, όπως αποτυπώνεται στη θέση «μπορώ να φανταστώ ότι ξεκινώ τη δική μου επιχείρηση» είναι επίσης χαμηλότερη συγκριτικά με το 2015 με 46%, αλλά παραμένει υψηλότερη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (39%).
Ο καθηγητής του ΕΜΠ, Γιάννης Καλογήρου, διευθυντής του Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας, επιστημονικός υπεύθυνος της Μονάδας καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας (ΜοΚΕ) του ΕΜΠ και ακαδημαϊκός σύμβουλος για την έρευνα AGER στην Ελλάδα, παρουσίασε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, τα αποτελέσματα της έρευνας αναφορικά με την Ελλάδα, τα οποία προέκυψαν από έρευνα πεδίου σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 πολιτών (ανδρών και γυναικών) άνω των 18 ετών, οι οποίοι συμπλήρωσαν το σχετικό δομημένο ερωτηματολόγιο.
Όπως ανέφερε ο κ. Καλογήρου, αξιοσημείωτη είναι η πτώση στο ενδεχόμενο της ανάληψης επιχειρηματικής δραστηριότητας, που μετριέται με το ποσοστό του πληθυσμού που μπορεί να φανταστεί ότι θα ξεκινήσει μία επιχείρηση. Αν και το ποσοστό είναι υψηλότερο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αυτό το αποτέλεσμα καταδεικνύει μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Το επιχειρηματικό περιβάλλον έχει γίνει πιο δύσκολο και παρόλο που τα επίπεδα της ανεργίας παραμένουν άνω του 23% υπάρχουν λιγότεροι άνθρωποι που βλέπουν τον εαυτό τους με τη δική τους επιχείρηση. Επιπλέον, υπάρχει μια αύξηση στην επιθυμία να γίνει κανείς επιχειρηματίας για ένα δεύτερο εισόδημα. Αυτό είναι μια ένδειξη ότι η επιχειρηματικότητα προς το παρόν θεωρείται από ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μια συμπληρωματική δραστηριότητα και όχι η βασική απασχόληση.
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έρευνας, σχετικά με τα προσωπικά κίνητρα, συνολικά για τους Έλληνες ερωτηθέντες, η «ανεξαρτησία από τον εργοδότη, όντας το αφεντικό του εαυτού μου» (42%) και η «αυτοεκπλήρωση, η δυνατότητα να πραγματοποιήσω τις δικές μου ιδέες» (38%) είναι τα πιο συνηθισμένα. Άλλα κίνητρα, κατατάσσονται κατά σειρά: πιθανή «επιστροφή στην αγορά εργασίας, ως εναλλακτική της ανεργίας» (34%), «καλύτερη προοπτική για δεύτερο εισόδημα» (33%) και «καλύτερη εξισορρόπηση (συμβατότητα) μεταξύ της οικογένειας, του ελεύθερου χρόνου και της σταδιοδρομίας» (23%).
Σε σχέση με τα περυσινά αποτελέσματα υπήρξαν δύο σημαντικές αλλαγές, καθώς η σημασία της «οικογένειας» αυξήθηκε κατά 7% και η «προοπτική για δεύτερο εισόδημα» κατά 9%.
Σε σύγκριση με το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι Έλληνες ερωτηθέντες έχουν ίδια άποψη για τις δύο πιο ελκυστικές πτυχές του να ξεκινήσει κάποιος μια επιχείρηση. Ωστόσο, κατηγοριοποιούν την «επιστροφή στην αγορά εργασίας» πιο σημαντική συγκριτικά με τις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές απαντήσεις.
Στην ερώτηση για το πως η αυτοαπασχόληση θα εξελιχθεί τα επόμενα πέντε χρόνια στην Ελλάδα, το 24% πιστεύει πως είναι πιο πιθανό να είναι αυτοαπασχολούμενοι, το 18% πιστεύει πως η αυτοαπασχόληση θα παραμείνει ως έχει σήμερα, ενώ το 55% πιστεύει πως είναι λιγότερο πιθανό να είναι αυτοαπασχολούμενοι απ’ ότι σήμερα.
Στο ερώτημα πως θα αισθάνονταν οι ερωτώμενοι αν αναγκάζονταν να αναζητήσουν και να αποκτήσουν πελάτες ως αυτοαπασχολούμενοι, οι μισοί (48%) απάντησαν ότι θα αισθάνονταν άνετα να το πράξουν και οι άλλοι μισοί (49%) άβολα. Σημειώνεται ότι λιγότεροι Έλληνες είναι διατεθειμένοι στο να αναζητήσουν και να αποκτήσουν πελατολόγιο, απ’ ότι ο μέσος όρος των ερωτηθέντων παγκοσμίως.
Η έρευνα επίσης, παρουσιάζει τον δείκτη του επιχειρηματικού πνεύματος της Amway [Amway Entrepreneurial Spirit Index (AESI)]. Ο δείκτης AESI, πρωτοπαρουσιάστηκε το 2015 και ενσωματώνει τρεις διαστάσεις της επιχειρηματικότητας, οι οποίες επηρεάζουν την πρόθεση του ατόμου να ξεκινήσει μια επιχείρηση: την επιθυμία, τη σκοπιμότητα (ετοιμότητα) και την ανθεκτικότητα (σταθερότητα) απέναντι στην κοινωνική πίεση να τους αποτρέψει. Ο δείκτης προκύπτει από το μέσο όρο των απαντήσεων για τις τρεις διαστάσεις, οι οποίες σταθμίζονται με την ίδια βαρύτητα.
Η βαθμολόγηση του AESI (στην κλίμακα 0 έως 100) για την Ελλάδα είναι 51, στο ίδιο επίπεδο με πέρυσι (2015: 52), αλλά και στο ίδιο επίπεδο με τον παγκόσμιο μέσο όρο (50%) και σε υψηλότερο επίπεδο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (45%). Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες είναι πιο «ανθεκτικοί» απέναντι στην κοινωνική πίεση να τους αποτρέψει, επιθυμούν περισσότερο να ξεκινήσουν μια επιχείρηση από ότι ο μέσος όρος των άλλων Ευρωπαίων, ενώ είναι σίγουροι πως κατέχουν τις απαραίτητες ικανότητες (ετοιμότητα) για να ξεκινήσουν και πως δεν θα παρατούσαν το όνειρό τους, στην περίπτωση που η οικογένεια τους στέκονταν εμπόδιο.