Αυτό είναι καλό, όμως ήταν το εύκολο κομμάτι. Ο τελικός συμβιβασμός που χρειάζονται τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση δε φαίνεται να πλησιάζει.
Τα τελευταία επτά χρόνια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι θεσμοί της ευρωζώνης έχουν στηρίξει την Αθήνα με δάνεια, σε αντάλλαγμα για δημοσιονομική λιτότητα και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή η στρατηγική δεν έχει καταφέρει να σπάσει τον φαύλο κύκλο της συρρικνωμένης οικονομίας και του υψηλότερου χρέους της Ελλάδας. Η Ευρώπη θα πρέπει να δώσει τέλος σε αυτή τη δίνη χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση – βάζοντας τα χρέη της Ελλάδας σε μια αξιόπιστη καθοδική πορεία.
Το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει πως θα λάβει μέρος στο πρόγραμμα διάσωσης μόνο εάν αυτό συμπεριλαμβάνει μια ρεαλιστική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη αλλαγή από το παρελθόν: ξανά και ξανά, οι πιστωτές έχουν κοροϊδέψει τον εαυτό τους ότι η Ελλάδα μπορεί να αποφέρει απίθανα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα για χρόνια. Ιδιαίτερα η Γερμανία θέλει να εξασφαλίσει τη συνεχή συμμετοχή του ΔΝΤ. Με λίγη τύχη, το Βερολίνο μπορεί να είναι πρόθυμο να προσαρμόσει τις προτάσεις των πιστωτών ανάλογα.
Η Ελλάδα έχει περάσει σχεδόν μια δεκαετία τιμωρητικής λιτότητας. Το ποσοστό ανεργίας της παραμένει κολλημένο κοντά στο 25%. Η συμφωνία της περασμένης εβδομάδας συμπεριλαμβάνει επιπλέον φορολογικές και ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις αξίας 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Εάν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις είναι να ξεκινήσουν να δαπανούν και να επενδύουν ξανά, θα πρέπει να δουν το τούνελ να τελειώνει. Οι οικονομικές ανάγκες και η πολιτική σκοπιμότητα οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: η αυστηρή δημοσιονομική συγκράτηση είναι απαραίτητη – αλλά όχι τόσο αυστηρή ώστε να καταλήγει αυτοκαταστροφική.
Οι πιστωτές θα πρέπει λοιπόν να υποχωρήσουν στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους. Οι ιδιώτες ομολογιούχοι έχουν ήδη αντιμετωπίσει μεγάλες απώλειες ως μέρος της αναδιάρθρωσης χρέους το 2012. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ δεν είναι πρόθυμοι να δεχτούν απώλειες καθώς αυτό θα απειλούσε το κύρος και την αξιοπιστία τους. Αυτό αφήνει τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης και τα ταμεία διάσωσής της – τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τον προκάτοχό του, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Οι άμεσες μειώσεις χρέους θα ήταν η πιο ξεκάθαρη και ευθεία επιλογή, όμως οι κυβερνήσεις φοβούνται πως θα προσβάλουν τους ψηφοφόρους τους, οι οποίοι έχουν αφεθεί να πιστεύουν πως τα χρήματα που δάνεισαν στην Ελλάδα θα επιστραφούν κάποια στιγμή. Η εναλλακτική είναι ένα πακέτο άλλων υποχωρήσεων – συμπεριλαμβανομένης μιας περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων, συν παρατάσεις στις προθεσμίες και τις περιόδους χάριτος. Ένα επαρκώς ολοκληρωμένο σχέδιο είναι ικανό να κάνει το χρέος βιώσιμο. Θα πρέπει να έχει ως προϋπόθεση η Ελλάδα να πετύχει ένα πακέτο εφικτών μεταρρυθμίσεων, αλλά όχι την επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων που κανείς δεν πιστεύει πως μπορούν να επιτευχθούν.
Δεν είναι θέμα επιείκειας προς την Ελλάδα. Η χώρα δεν μπορεί να ευημερήσει μέσα στην ευρωζώνη αν δε βελτιώσει την οικονομική της επίδοση, και αυτό προϋποθέτει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Όμως είναι εξίσου απαραίτητο η επόμενη συμφωνία με τους πιστωτές να σπάσει τον κύκλο της επικάλυψης και της προσποίησης.