Πέρα από την επιβεβαίωση της ανάγκης λήψης μέτρων αξίας ίσης με το 2% του ΑΕΠ από το 2019 και μετά, το ΔΝΤ καταγράφει και απόκλιση 1,5% του ΑΕΠ (περίπου 2,5 δισ. ευρώ) από τον μνημονιακό στόχο του 2018.
Μένει πλέον να φανεί πως αυτή η πρόβλεψη θα αξιοποιηθεί, στις διαπραγματεύσεις για το νέο μνημόνιο (MEFP). Δηλαδή, αν θα οδηγήσει σε πιέσεις για νέα μέτρα από το 2018, αλλά και πως θα μετρήσει στις ρήτρες που θα τεθούν από το Ταμείο στην υπεραξιολόγηση του 2018 η οποία θα “κρίνει” την ταυτόχρονη ή όχι εφαρμογή από το 2019 των μέτρων και των αντίμετρων.
Ταχύτερη η αποκλιμάκωση χρέους
Πάντως, το ΔΝΤ στην έκθεσή του έχει βελτιώσει σημαντικά τις προβλέψεις του εν συγκρίσει με την προηγούμενη ανακοίνωση, αυτή του προηγούμενου Φθινοπώρου.
Τότε προέβλεπε για το 2016 οριακό πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ και για το 2017 πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ. Εκτιμούσε επίσης πρωτογενές πλεόνασμα 1,6% του ΑΕΠ για τα έτη 2019-2020 και 1,5% του ΑΕΠ για το 2021.
Ανάλογα έχουν προσαρμοστεί οι προβλέψεις για το χρέος. Πλέον εκτιμάται ταχύτερη αποκλιμάκωσή του από το 181,3% το 2016 στο 165% το 2021 και στο 162,8% το 2022, ενώ τον Οκτώβριο του 2016 υπολογιζόταν ότι από το 183,4% του ΑΕΠ το 2016 θα υποχωρήσει στο 169,2% το 2021.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η αποκλιμάκωση του χρέους έως το 2022 θα είναι της τάξης του 18,5% του ΑΕΠ, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά την Κύπρο. Υπολογίζει σε αποκλιμάκωση των επιτοκίων κατά 1,6% έως το 2022, σχετικά χαμηλότερη σε σχέση με άλλα κράτη αλλά και δεδομένου του σημερινού τους ύψους.
Τα στοιχεία για τα πλεονάσματα, όπως αναφέρεται και στην έκθεση για το ΑΕΠ και τις μακροοικονομικές επιδόσεις που ανακοινώθηκε χθες, έχουν βασιστεί στις προβλέψεις που έστειλε το ΥΠΟΙΚ στις 15 Φεβρουαρίου και τελούν υπό την αίρεση των στοιχείων που θα ανακοίνωση η ΕΛΣΤΑΤ την Παρασκευή 21 Απριλίου. Επίσης βασίζονται στην υπόθεση της πλήρους εφαρμογής του πακέτου μέτρων του μνημονίου με την ΕΕ.
Μείωση εσόδων – δαπανών
Στα στοιχεία για τα έσοδα γενικής κυβέρνησης καταγράφεται μείωση από το 50,3% του ΑΕΠ το 2016, στο 48,9% του ΑΕΠ φέτος, στο 47,3% του ΑΕΠ το 2018 και συνεχίζεται η μείωση έως το 44,7% του ΑΕΠ το 2022. Οι δαπάνες εμφανίζονται στο 50,3% του ΑΕΠ το 2016, στο 50,5% του ΑΕΠ φέτος, στο 48,3 του ΑΕΠ το 2018 και στο 47,2% του ΑΕΠ το 2022.
Σε επίπεδο πλεονάσματος μαζί με τόκους, από μηδενικό το 2016 “γυρνά” στη συνέχεια σε ελλειμματικό. Καταγράφεται έλλειμμα γενικής κυβέρνησης 1,5% του ΑΕΠ φέτος και 2,5% του ΑΕΠ το 2022.
Επιδείνωση υπάρχει και στις κυκλικά προσαρμοσμένες επιδόσεις (προσαρμοσμένες με βάση την φάση ανάκαμψης/ύφεσης της οικονομίας). Από κυκλικά προσαρμοσμένο πλεόνασμα το 2016 στο 2,3% του ΑΕΠ το ΔΝΤ καταλήγει σε κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα 2,5% του ΑΕΠ το 2022 (με τα υφιστάμενα πάντα μέτρα).
Σε επίπεδο κυκλικά προσαρμοσμένου πρωτογενούς πλεονάσματος, από το 5,5% του ΑΕΠ το 2016 καταγράφεται υποχώρηση έως το 1,5% του ΑΕΠ το 2022. Και τούτο όταν -όπως αναφέρεται στην έκθεση- η “σύσταση” του ΔΝΤ είναι να υπάρχει χαλάρωση της ασκούμενης πολιτικής σε περίοδο ύφεσης αλλά και ενίσχυσή της σε περίοδο ανάκαμψης.
Μάλιστα, το ΔΝΤ σε διάγραμμά του καταγράφει την Ελλάδα ως ένα κράτος με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία εν συγκρίσει με άλλα κράτη, αλλά όχι με την… υψηλότερη. Υπολογίζει το “βάρος” στο 40% περίπου του εργατικού κόστους έναντι 50% περίπου σε Γαλλία και Ιταλία αλλά και 55% στο Βέλγιο. Παρ’ όλα αυτά παραδέχεται την αντίστροφη σχέση μεταξύ φορολογικού “βάρους” στην απασχόληση και αύξηση ποσοστού απασχόλησης σε ένα κράτος.