Ο στενός δεσμός μεταξύ των οικονομικών των κυβερνήσεων και των τραπεζικών συστημάτων ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της κατάρρευσης στην Ισπανία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν κάνει πολύ λίγα για να διαρρήξουν αυτό το δεσμό. Σε έκθεση που δημοσίευσε πρόσφατα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δικαίως σύστησε να δοθεί προσοχή στην κίνδυνο αυτό:
Εφόσον αυτή η σύνδεση εξακολουθεί να υφίσταται, η Ευρώπη θα συνεχίσει να αποτελεί απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλο τον κόσμο.
Ο δεσμός μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζών έχει δύο πλευρές. Όταν οι επενδυτές θεωρούν ότι η κυβέρνηση θα διασώσει μια αδύναμη τράπεζα, τότε τα προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να δώσουν ώθηση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων. Αντίθετα, όταν οι τράπεζες διακρατούν μεγάλη ποσότητα δημόσιου χρέους, οι αμφιβολίες για τη δημοσιονομική υγεία μιας χώρας είναι πιθανό να εξαπλωθούν στις τράπεζες.
Για να είμαστε δίκαιοι, η ευρωζώνη έχει κάνει κάποια βήματα για να κόψει αυτό το δεσμό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει σε εφαρμογή νέους κανόνες που αναγκάζουν τους ομολογιούχους να δέχονται απώλειες προτού μια κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να διασώσει μια τράπεζα. Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν επίσης αναγκάσει τις τράπεζες να αντλούν περισσότερα κεφάλαια, μειώνοντας τον κίνδυνο νέων παρεμβάσεων διάσωσης.
Ωστόσο αυτές οι προσπάθειες δεν έχουν προχωρήσει αρκετά. Η Ιταλία εκμεταλλεύεται μια τεχνική λεπτομέρεια στους κανόνες για να σώσει τρεις τράπεζες, απαλλάσσοντας τους ομολογιούχους υψηλής διαβάθμισης και δείχνοντας ότι η εποχή των κρατικών πακέτων διάσωσης δεν έχει παρέλθει. Στο μεταξύ, οι τράπεζες σε δημοσιονομικά αδύναμες χώρες συνεχίζουν να συσσωρεύουν κυβερνητικό χρέος.
Η ευρωζώνη θα έπρεπε να είναι πιο δυναμική στο σπάσιμο αυτής της σύνδεσης. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα μεγάλο παζάρι ανάμεσα στις πιο ευάλωτες χώρες όπως η Ιταλία και στις ισχυρότερες οικονομίες, όπως η Γερμανία.
Οι πρώτες θα πρέπει να αποδεχθούν ότι πρέπει να τεθούν όρια στο πόσο δημόσιο χρέος μπορούν να διακρατούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, παρότι αυτή η διαδικασία θα πρέπει να γίνει σταδιακά για να ελαχιστοποιηθεί η αστάθεια. Επιπλέον, οι υφιστάμενοι κανόνες επί της διάσωσης των τραπεζών πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρότερα, έτσι ώστε να είναι πιο δύσκολο να διασωθούν τράπεζες που εγείρουν συστημικό κίνδυνο. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της Γερμανίας πρέπει να καταλάβει ότι τα ασθενέστερα κράτη-μέλη δεν μπορούν να επιλύσουν τα τραπεζικά τους προβλήματα δίχως βοήθεια. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, το ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης, παρεμβαίνει κυρίως με τη χορήγηση δανείων στις κυβερνήσεις –φορτώνοντάς τες με περισσότερο χρέος. Ο ESM θα έπρεπε αντ’αυτού να μπορεί να παρεμβαίνει απευθείας.
Αυτά τα μέτρα θα είναι πολιτικά δύσκολα για όλες τις πλευρές, αλλά είναι αναγκαία για να ενισχυθεί η ευρωζώνη προτού ξεσπάσει επόμενη κρίση.