Καθώς το κόμμα της απικράτησε σε μία ακόμη κρίσιμη τοπική εκλογική αναμέτρηση, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται έτοιμη να εδραιώσει την κυριαρχία τις στις γενικές εκλογές του Σεπτεμβρίου από πολύ νωρίς.
Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου άφησε μια υπόνοια ίντριγκας τον Ιανουάριο όταν αποφάσισε να αντιμετωπίσει τη Μέρκελ ως ο κορυφαίος υποψήφιος του SPD, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που είναι αυτή τη στιγμή κυβερνητικός εταίρος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Μέρκελ (CDU). Φάνηκε για λίγο πως κάποιος του δικού του βεληνεκούς, της πεποίθησης και προεκλογικών ικανοτήτων, θα μπορούσε να αποτελέσει μια πειστική εναλλακτική. Μάλιστα το SPD ξεπέρασε τη CDU σε κάποιες δημοσκοπήσεις, προκαλώντας άρθρα για το αν οι γερμανοί έχουν βαρεθεί τη Μέρκελ και αν η ίδια η καγκελάριος έχει βαρεθεί τις εκστρατείες – άλλωστε, αυτή είναι η τέταρτη κούρσα της ως κορυφαία υποψήφια του κόμματός της. Χάρη στο «φαινόμενο Σουλτς», το SPD τον εξέλεξε αρχηγό του με ένα πρωτοφανές 100% των ψήφων, αποδίδοντάς του το πρωσονύμιο «100% Σουλτς».
Όταν ήρθε η ώρα για πραγματικές εκλογές, ωστόσο, η CDU αποδείχθηκε πιο δύσκολος αντίπαλος απ’ ότι περίμεναν οι Σοσιαλδημοκράτες. Πρώτα, κέρδισε αποφασιστικά στο Σάαρλαντ τον Μάρτιο, ξεσηκώνοντας τους ψηφοφόρους με την πιθανότητα συμμαχίες του SPD με πιο ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις. Και την Κυριακή, θριάμβευσε στο βόρειο κρατίδιο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, όπου το SPD κυβερνούσε σε συμμαχία με τους Πράσινους και κόμμα που εκπροσωπεύει τη δανέζικη μειονότητα του κρατιδίου. Το κόμμα της Μέρκελ ξεπέρασε τα αποτελέσματά του 2012, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν χειρότερη επίδοση – και έχασαν το κρατίδιο ύστερα από 12 χρόνια ως κυβερνόν κόμμα. Η CDU θα κυβερνήσει τώρα, πιθανότατα σε συμμαχία με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα και τους Πράσινους, εκτοπίζοντας το SPD.
Είναι απόδειξη της πολιτικής δυνότητας της Μέρκελ το γεγονός πως δεν είναι ξεκάθαρο για τους εξωτερικούς παρατηρητές πώς πετυχαίνει αυτές τις νίκες. Φαίνεται να εξασκεί κάποιου εξαιρετικά αποτελεσματικού είδους πολιτικό ζεν.
Τόσο στο Σάαρλαντ όσο και στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, οι δημοσκοπήσεις έδειναν τα κύρια κόμματα σε μικρή απόσταση λίγες εβδομάδες πριν από την ημέρα των εκλογών. Στη συνέχεια, το SPD έκανε ένα μικρό λάθος, το οποίο δε φαινόταν καταστροφικό. Στο Σάαρλαντ, ο αρχηγός του έδειξε ίσως υπερβολικό ζήλο να διώξει τη CDU από την κυβέρνηση, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε μια πιο επισφαλή συμμαχία. Στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, ο Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός του κρατιδίου Τόρστεν Άλμπιγκ έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό Bunte, μπαίνοντας σε λεπτομέρειες του διαζυγίου. Θεωρήθηκε γενικά λάθος για τον πολιτικό να συζητά προσωπικά ζητήματα με αυτόν τον τρόπο, και η περιγραφή της γυναίκας του από τον Άλμπιγκ ως κάποια πολύ απασχολημένη με τις μητρικές υποχρεώσεις της και το νοικοκυριό άφησε κακή εντύπωση στις γυναίκες ψηφοφόρους. Επίσης ενόωλησε τους κυβερνητικούς εταίρους του Άλμπιγκ. Το SPD μπορεί να κατηγορήσει τον πρωθυπουργό πως ήταν πολύ εφησυχασμένος και απρόσεκτος για να αποτρέψει την ήττα. Ωστόσο, και η CDU θα μπορούσε να έχει σκοντάψει, όμως δεν το έκανε, κερδίζοντας το επιθυμητό αποτέλεσμα για δεύτερη διαδοχική φορά.
«Είμαι εξαιρετικά ενοχλημένος» είπε ο Σουλτς για την ήττα. Αυτό ωστόσο δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα αισθανθεί σε μια εβδομάδα εάν το SPD δε βγει πρώτο στο πιο πολυπληθές κρατίδιο της Γερμανίας, τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Οι Σοσιαλδημοκράτες θρίαμβευσαν επί της CDU το 2012, με 39% έναντι 26%, και διακυβέρνησαν το κρατίδιο σε μια άνετη συμμαχία με τους Πράσινους. Μέχρι τώρα, απολάμβαναν μεγάλο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Η Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός του κρατιδίου Χανελόρε Κραφτ, είναι μια από τα κορυφαία ομοσπονδιακά στελέχη του κόμματος και δημοφιλής πολιτικός σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Βρίσκεται στη δεύτερη θητεία της, και έχει πολύ μεγαλύτερο πολιτικό βάρος και απήχηση στους ψηφοφόρους από τον αντίπαλό της στη CDU, Αρμίν Λάσετ – όμως τελευταία εκείνος κερδίζει υποστήριξη ενώ εκείνη χάνει. Και πάλι, η CDU έχει πλησιάσει το SPD και η κούρσα θα είναι πιο αμφίρροπή από του 2012. Το κόμμα της Μέρκελ έχει μάλιστα πιθανότητες να κερδίσει.
Η ήσυχη επάνοδος της CDU, παρά την απουσία εντυπωσιακών προεκλογών τακτικών του κόμματος, σημαίνει πως οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν κάτι υπέρ τους που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί ακόμη και χωρίς τα λάθη. Αυτό το κάτι είναι η ήρεμη απήχηση της Μέρκελ. Έχει υπομείνει το «φαινόμενο Σουλτς» και η CDU έχει τώρα ένα ξεκάθαρο προβάδισμα για τις εθνικές εκλογές. Παρ’ ότι τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο πολλοί παρατηρητές την ξέγραψαν ως εξαντλημένη δύναμη, κανείς δεν αμφισβητεί την ικανότητά της να διατηρεί τη γερμανική οικονομία σε ανάπτυξη υπό αντίξοες συνθήκες. Θα πρέπει να υπάρξει ισχυρός λόγος ώστε οι γερμανοί ψηφοφόροι να την ανταλλάξουν με κάποιον άλλον. Ο Σουλτς δεν έχει βρει έναν τέτοιον λόγο. Όσο για τα μικρότερα κόμματα, υπάρχουν ολοένα λιγότερες ελπίδες μιας ισχυρής επίδοσης από τις αντιμεταναστευτικές ή τις ακροαριστερές δυνάμεις. Οι γερμανοί βλέπουν πόσο ανασφαλή αισθάνονται τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, και στρέφονται προς τη σταθερότητα της τακτικής, σιωπηλής σιγουριάς της Μέρκελ.
Στο τελευταίο τηλεοπτικό debate προτού χάσει στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, η εθνικίστρια υποψήφιος Μαρίν Λε Πεν ειρωνεύτηκε πως η Γαλλία θα κυβερνηθεί από μια γυναίκα σε κάθε περίπτωση – είτε από εκείνη είτε από τη Μέρκελ. Η παρουσία της γερμανίδας καγκελάριου είναι ξεκάθαρα αισθητή ακόμη και στις εκλογές που δε συμμετέχει, εντός και εντός Γερμανίας. Αυτό δεν είναι κάτι που θα αγνοήσουν οι γερμανοί ψηφοφόροι. Ήταν κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της Μέρκελ που η Γερμανία επωφελείθηκε από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, και η εγκατάλεψη της ηγεσίας σε τόσο χρήσιμες οργανώσεις απλά για να αναταράξουν λίγο τα πράγματα, δεν είναι ο γερμανικός τρόπος σκέψης.