Ο Harold Wilson, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου στη δεκαετία του 1960 και 1970, δήλωσε περίφημα ότι μια εβδομάδα στην πολιτική είναι πολύς καιρός. Σπανίως αυτό είναι πιο αληθινό από το πρόσφατο δράμα του Brexit.
Στις 26 Απριλίου, η Βρετανία πρωθυπουργός Theresa May συναντήθηκε με τον Jean-Claude Juncker, πρόεδρο της Κομισιόν, και τον Michel Barnier, τον κύριο διαπραγματευτή της Κομισιόν. Και οι δύο πλευρές περιέγραψαν τη συνάντηση ως “εποικοδομητική”, με τη May να ανυπομονεί για μια βαθιά και ειδική σχέση με την ΕΕ.
Μέσα σε μέρες, αυτή η εικόνα της φιλικής συνεργασίας έχει αποσυντεθεί. Η FAZ δημοσίευσε λεπτομερή στοιχεία από τη συνάντηση. Το δημοσίευμα είχε τα χαρακτηριστικά μιας σε βάθος ανάλυσης του τι συνέβη στην Downing Street, την κατοικία της πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο, από κάποιον που ξέρει. Περιέγραψε τη συνάντηση όχι ως “εποικοδομητική”, αλλά ως καταστροφική. Ο Juncker φέρεται να δήλωσε “φεύγω από τη Downing Street,10 φορές πιο προβληματισμένος από ό,τι όταν ήρθα”.
Στην αρχή, το γραφείο της May απέρριψε αυτά τα δημοσιεύματα και επέμεινε στην περιγραφή ότι η συνάντηση ήταν εποικοδομητική. Αλλά στη συνέχεια, η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel δημοσίως προειδοποίησε την May να μην έχει αυταπάτες για τις διαπραγματεύσεις του Brexit. Λίγες ημέρες μετά, ο Barnier παρουσίασε νέους αυστηρούς όρους τους οποίους ήλπιζε να επιβάλει στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τις συνομιλίες. Εκτός αυτού, αξιωματούχοι της ΕΕ άφησαν να εννοηθεί ότι το ποσό που θα έπρεπε να πληρώσει το Ηνωμένο Βασίλειο για να διευθετήσει τις υποχρεώσεις που είχε αποχωρώντας από την Ένωση, θα ήταν στα 100 δισ. ευρώ -πολύ υψηλότερα από το ποσό των 60 δισ. ευρώ που είχε εκτιμηθεί αρχικά.
Μετά από αυτές τις δηλώσεις, η May άλλαξε τον τόνο της. Ανακοινώνοντας την έναρξη της γενικής προεκλογικής της εκστρατείας στις 3 Μαΐου, έκανε μια αξιοσημείωτη καταγγελία: “Η διαπραγματευτική στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει σκληρύνει. Έχουν εκτοξευθεί απειλές εναντίον της Βρετανίας από Ευρωπαίους πολιτικούς και αξιωματούχους. Όλες αυτές οι ενέργειες έχουν σκοπίμως προγραμματιστεί για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των γενικών εκλογών που θα διεξαχθούν στις 8 Ιουνίου.
Τα βρετανικά ΜΜΕ έχουν κατηγορήσει τον Juncker και τους συναδέλφους του για πολλά πράγματα. Αλλά ποτέ δεν τον είχαν κατηγορήσει ξανά για συμπεριφορά τύπου Putin, για να επηρεάσει τη δημοκρατία ενός άλλου κράτους.
Υπάρχει μια προφανής βραχυπρόθεσμη εξήγηση για την απόφαση της May να αυξήσει την ένταση, επτά μόλις ημέρες αφότου είχε περιγράψει τις συνομιλίες με τον Juncker και τον Barnier ως εποικοδομητικές. Ξαφνιάστηκε από το μπαράζ διαρροών και ομιλιών από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους και πολιτικούς. Και μπορεί να υποθέσει κανείς ότι κρυφές δημοσκοπήσεις και έρευνες για το κόμμα των Συντηρητικών, διαπιστώνουν ότι το να “ζωγραφίζεις” τις Βρυξέλλες με ένα άσχημο φως, ταιριάζει καλά στους ψηφοφόρους στους οποίους στοχεύει το κόμμα -ιδιαίτερα τους σχεδόν 4 εκατ. που ψήφισαν το ευρωσκεπτικιστικό UKIP στις τελευταίες γενικές εκλογές του 2015. Τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Μαΐου, υποδηλώνουν ότι αυτή η στρατηγική έχει αποτέλεσμα: η στήριξη για το UKIP έχει πραγματικά καταρρεύσει.
Ωστόσο, η May δεν είναι ανόητη. Γνωρίζει ότι μόλις τελειώσουν οι εκλογές, πρέπει να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit. Θα γίνει αυτό σε μια εχθρική ατμόσφαιρα. Μέχρι ενός σημείου, η May μπορεί να το αποδώσει αυτό στους ανθρώπους που διέρρευσαν τις λεπτομέρειες από τις συνομιλίες της 26ης Απριλίου. Αλλά η κατηγορία της για εκλογική παρέμβαση, βάζει την αμοιβαία εχθρότητα σε νέο επίπεδο.
Μεσοπρόθεσμα -που σημαίνει οι 18 επόμενοι μήνες περίπου των διαπραγματεύσεων για το Brexit- δύο αποτελέσματα είναι πιθανά. Το πρώτο είναι ότι η σχέση Λονδίνου- Βρυξελλών δεν μπορεί να επιδιορθωθεί. Το χάσμα μεταξύ των δύο και η αμοιβαία δυσπιστία, θα αποτρέψουν την επίτευξη μιας συμβιβαστικής λύσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει απο την ΕΕ χωρίς νέα συμφωνία για πράγματα όπως το ελεύθερο εμπόριο ή τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ που ζουν στη Βρετανία. Σε ό,τι αφορά τον λογαριασμό για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό θα μπορούσε να είναι αντικείμενο μιας δικαστικής μάχης -με την πιθανότητα το Ηνωμένο Βασίλειο να αρνηθεί να εφαρμόσει οποιαδήποτε απόφαση, εάν το νομικό όργανο είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το εναλλακτικό αποτέλεσμα είναι πως και οι δύο πλευρές σταδιακά θα επιστρέψουν στις πολιτικές διαπραγματεύσεις για πρακτικά ζητήματα, σε αναζήτηση συμβιβασμών που να μπορούν να αποδεχτούν και οι δύο πλευρές. Αυτή η πιο αισιόδοξη άποψη υποδηλώνει ότι αυτό που βιώσαμε τις τελευταίες ημέρες είναι η υπολογισμένη σύγκρουση για βραχυπρόθεσμους σκοπούς τακτικής, όχι μια πραγματική κήρυξη διπλωματικού πολέμου.
Πραγματικά, είναι κατανοητό ότι η May ελπίζει και αναμένει να πετύχει μια συμβιβαστική συμφωνία, αλλά γνωρίζει ότι αυτό δεν θα ικανοποιήσει όλα τα μέλη του Συντηρητικού κόμματος στη Βουλή. Θα θέλει να κρατήσει την όποια μελλοντική εξέγερση του κόμματος, όσο το δυνατό πιο μικρή. Θα είναι ευκολότερο να το κάνει αυτό αν μπορέσει να τους πείσει σήμερα, προτού ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, που είναι αληθινά στην πλευρά τους (Στο δημοψήφισμα του 2016 για τη συμμετοχή στην ΕΕ, η May υποστήριξε την εκστρατεία υπέρ της παραμονής, αν και ήταν διχασμένη).
Πριν από περισσότερα από 40 χρόνια πριν, ήταν πιο εύκολο για τον Richard Nixon, έναν αντικομμουνιστή Ρεπουμπλικάνο Αμερικανό πρόεδρο, να αναγνωρίσει την Κομμουνιστική Κίνα, παρά απο ό,τι θα ήταν για οποιονδήποτε φιλελεύθερο Δημοκράτη. Με την ίδια λογική, ίσως σήμερα χρειαστεί ένας πρωθυπουργός της Βρετανίας που μιλάει σκληρά για να πείσει το κόμμα της και την ευρύτερη κοινή γνώμη να αποδεχθούν μια συμβιβαστική συμφωνία που κοστίζει στο Ηνωμένο Βασίλειο ένα σημαντικό ποσό και δεν καταφέρει να κάνει μεγάλη διαφορά στα στοιχεία της μετανάστευσης, έναν από τους δηλωμένους στόχους της May στις συνομιλίες για το Brexit.
Με την έναν ή τον άλλο τρόπο, η πιο σοφή πορεία ίσως θα ήταν να περιορίσει ό,τι μπορεί να πει στις επόμενες εβδομάδες, εν όψει των εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 8 Ιουνίου, και να περιμένει να καταλαγιάσει η σκόνη μετά.