Η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι εξέπληξα πρόσφατα τη χώρα – και τους περισσότερους από τους υπουργούς της – προκηρύσσοντας εκλογές για τις αρχές του επόμενου μήνα.
Αντιμέτωπη με προθεσμίες που επέβαλε η ίδια στον εαυτό της, και ανήσυχη να αυξήσει την πλειοψηφία της στο κοινοβούλιο, πασχίζει να καταστρώσει μια πολιτική πλατφόρμα.
Με το Brexit να παραμονεύει, αυτές δεν είναι συνηθισμένες εκλογές, και η συνηθισμένη λιτανεία των λεπτομερών προτάσεων δε θα δουλέψει αυτή τη φορά. Για τους σκοπούς αυτού του μανιφέστο και αυτών των εκλογών, όσο λιγότερα, τόσο το καλύτερο.
Η Μέι χρειάζεται να παρουσιάσει τη βασική της προσέγγιση στις συζητήσεις του Brexit, όμως δεν έχει το περιθώριο να είναι πολύ συγκεκριμένη, καθώς έχει ένα αδύναμο χέρι και θα πρέπει να υποχωρήσει σε πολλά ζητήματα. Αυτό που μπορεί να κάνει, ωστόσο, είναι να παρουσιάσει τις αρχές που θα καθοδηγήσουν την ομάδα της: η Βρετανία θα πρέπει να επιδιώξει την στενότερη σχέση που μπορεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκαθιστώντας παράλληλα τις δικαιοδοσίες της ως κυρίαρχο κράτος – συγκεκριμένα, το δικαίωμα ελέγχου των συνόρων της και τη χάραξη δικών της νόμων.
Ο έλεγχος των συνόρων, θα πρέπει να επισημάνει η Μέι, δε σημαίνει μια άδικα περιοριστική πολιτική για τη μετανάστευση. Οι εργαζόμενοι από την ΕΕ που βρίσκονται ήδη στη χώρα θα πρέπει να καθησυχαστούν πως θα μπορέσουν να μείνουν άσχετα από τη θέση της ΕΕ για τους βρετανούς εργαζόμενους στην Ευρώπη. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο σκοπεύει να γίνει πυλώνας εξωστρεφούς φιλελευθερισμού μετά το διαζύγιό του, μπορεί να ξεκινήσει με αυτό.
Η Μέι θα πρέπει επίσης να πει πως η Βρετανία μπορεί να συμφωνήσει σε μια προσωρινή μεταβατική συμφωνία, όπου θα παραμείνουν οι περισσότερες υποχρεώσεις της ως μέλος της ΕΕ. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί σημαντικό εάν οι διαπραγματεύσεις εξόδου δεν ολοκληρωθούν σε δύο χρόνια, κάτι που φαίνεται πιθανό.
Αυτές οι εκλογές, ωστόσο, δεν αφορούν μόνο την Ευρώπη. Ξανά, η πλατφόρμα των Συντηρητικών θα πρέπει να αποφύγει υποσχέσεις που η κυβέρνηση σύντομα θα μετανοιώσει. Το μανιφέστο της Μέι θα πρέπει να πάρει πίσω κάποιες από τις απερίσκεπτες υποσχέσεις του προκατόχου της Ντέιβιντ Κάμερον, όπως η «τριπλή κλειδαριά» που υποσχόταν αυξήσεις στις κρατικές συντάξεις – μια πολιτική που είναι δημοσιονομικά επισφαλής και άδικη για τους πιο άπορους που τυγχάνει να μην είναι συνταξιούχοι.
Χωρίς να προκαλέσει την τύχη της με τις υποσχέσεις της, η Μέι θα πρέπει αντίθετα να δώσει μια καλύτερη εικόνα του είδους της κεντρώας συντηρητικής πολιτικής της. Εάν είναι έξυπνη, θα διαψεύσει τις υποψίες πως υποστηρίζει μια παρεμβατική βιομηχανική πολιτική. Όμως θα πρέπει να υπογραμμίσει την αποφασιστικότητά της να κάνει την οικονομία να δουλέψει καλύτερα για τη χώρα έξω από το Λονδίνο, και για τους ανθρώπους που εργάζονται και παρ’ όλα αυτά δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.
Πολιτικές που κατευθύνουν τις δημόσιες επενδύσεις στην περιφέρεια, ενισχύουν τις τοπικές διοικήσεις με στόχο την ανάπτυξη, βελτιώνουν τη δημόσια παιδεία, και μειώνουν τη φορολογική επιβάρυνση για τους χαμηλόμισθους, θα εξυπηρετούσαν όλες αυτόν τον σκοπό.
Τα μανιφέστο των βρετανικών εκλογών σχεδόν πάντα υπόσχονται πάρα πολλά, και η απογοήτευση ακολουθεί με ανησυχητική συχνότητα. Η Μέι μπορεί να σπάσει αυτόν τον κύκλο υπερασπιζόμενη τις αξίες και τις προτεραιότητες της κυβέρνησης που σκοπεύει να ηγηθεί. Εάν το κάνει αυτό και κερδίσει, θα έχει κερδίσει την εντολή της να κυβερνήσει.