Κάποιοι επενδυτές ομολόγων επιλέγουν να αποφύγουν το χρέος της χώρας, ενώ άλλοι έχουν στοιχηματίσει πως θα πέσει σε αξία καθώς τα κόστη δανεισμού θα ανέβουν. Ψάχνοντας τους λόγους ανακαλύπτει κανείς τον συνηθισμένο συνδυασμό πολιτικής, κακών χρηματοοικονομικών και σκληρής οικονομικής πραγματικότητας, όμως φαίνεται επίσης πως ο κόσμος φοβόταν για την Ιταλία εξ αρχής, ακόμη κι ενώ η προσοχή ήταν στραμμένη αλλού.
Ας ξεκινήσουμε από τους ψηφοφόρους, οι οποίοι οδήγησαν στην παραίτηση του μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι τον Δεκέμβριο όταν απέρριψαν τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του. Μια υπηρεσιακή κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, και θα πρέπει να διεξαχθούν εκλογές μέχρι τον Μάιο του επόμενου έτους.
Μια ασταθής κυβέρνηση συνεργασίας είναι ξανά πιθανή, με το αντικαθεστωτικό Κίνημα Πέντε Αστέρων πιθανώς να συγκεντρώνει την περισσότερη στήριξη, αλλά όχι αρκετή για να κυβερνήσει μόνο του.
Την ίδια στιγμή, οι πιο αδύναμες τράπεζες της χώρας παλεύουν με τις συνέπειες μιας μακράς ύφεσης και χάνουν τις δανειοδοτικές πρακτικές. Χρειάζονται νέα κεφάλαια για να αναπληρώσουν για δάνεια που πιθανότατα δε θα αποπληρωθούν, και δεν μπορούν να τα βρουν από τις χρηματιστηριακές αγορές. Τα τραπεζικά ομόλογα που πουλήθηκαν ως προϊόντα αποταμίευσης κάνουν πολύ δύσκολη την αναρρύθμισή τους χωρίς να επιβάλουν απώλειες, κάτι που θα εξέπληττε και θα ανησυχούσε μεγάλους αριθμούς πελατών, απειλώντας την εμπιστοσύνη και σε άλλες τράπεζες.
Το κράτος, όποιος κι αν βρίσκεται στην εξουσία, πιθανότατα θα χρειαστεί να εμπλακεί στην επίλυση αυτής της ακαταστασίας με τη βοήθεια δημόσιου χρήματος και μιας φιλελεύθερης ερμηνείας των ευρωπαϊκών κανόνων.
Ωστόσο, το κράτος είναι και μέρος του προβλήματος, λόγω του μεγάλου σωρού κρατικών ομολόγων της Ιταλίας, του μεγαλύτερου στην ευρωζώνη. Το εθνικό χρέος είναι περισσότερο από 1,3 φορές το μέγεθος της ετήσιας οικονομικής παραγωγής. Για να μειωθεί αυτό σταδιακά θα χρειαστεί ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης να είναι υψηλότερος από τα κόστη δανεισμού της Ιταλίας και η κυβέρνηση να δαπανά λιγότερο κάθε χρόνο από τα έσοδα που συλλέγει (εξαιρώντας τα κόστη των τόκων, το λεγόμενο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα).
Τα τελευταία πέντε χρόνια, ο πρωτογενής ισολογισμός έχει βελτιωθεί, από 2,3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε 3,8% πέρυσι, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η οικονομία, ωστόσο, δεν έχει κάνει το δικό της κομμάτι. Σε ψυχρή στατιστική που υπογραμμίζει η Bank of America Merrill Lynch: από το 2009, η Ιταλία έχει χάσει 7% του ΑΕΠ της, 12% του διαθέσιμου εισοδήματος και 20% της βιομηχανικής της παραγωγής. Η χρηματιστηριακή αγορά του Μιλάνου αξίζει λιγότερο από το μισό του ζενίθ της το 2007.
Πράγματι, κάθε βήμα προς τα εμπρός βρίσκει σε κάποιο πρόβλημα. Η ταχύτερη ανάπτυξη για την Ιταλία και την ευρωζώνη είναι πιθανό να πυροδοτήσει υψηλότερα κόστη δανεισμού, καθώς θα σημαίνει πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει το πρόγραμμα αγορών χρέους της που σχεδιάστηκε για να μειώσει τις αποδόσεις των ομολόγων.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα μια πιο ενεργή οικονομία μακροπρόθεσμα, όμως χρειάζονται περισσότερη βραχυπρόθεσμη ταλαιπωρία που ευνοεί τους λαϊκιστές και χτυπά τις τράπεζες. Μια λαϊκιστική κυβέρνηση με ελεύθερες δαπάνες μπορεί να παράξει ανάπτυξη, αλλά αυξάνοντας το ήδη τεράστιο χρέος.
Η έξοδος από το ευρώ με υποτίμηση του νομίσματος θα βοηθούσε τους εξαγωγείς, αλλά το κόστος θα είναι η καταστροφή των τραπεζών και των ασφαλιστών με υποχρεώσεις σε ευρώ και μεγάλα αποθέματα δημόσιου χρέους.
Η βοήθεια απ’ έξω από την Ιταλία, εν τω μεταξύ, προϋποθέτει αλλαγές στον τρόπο που είναι οργανωμένο η διοίκηση και το νομισματικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ιταλικό χρέος, σταματώντας να αγοράζει αυτό της Γερμανίας, δίνοντας τέλος στα ενιαία και αναλογικά μέτρα ενίσχυσης. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε κοινή υποχρέωση για μέρος ή όλο το εθνικό χρέος, ή να εκδώσουν συλλογικά ομόλογα. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να διαγράψει το κρατικό χρέος που έχει στα χέρια της.
Τα τρομοκρατημένα πρόσωπα που συνήθως υποδέχονται αυτές τις προτάσεις υποδεικνύουν πως θα ακολουθούσαν μόνο μια νέα κρίση.
Παρ’ όλα αυτά, η Ιταλία ήταν το υποκείμενο των ανήσυχων αγορών ενώ άλλες χώρες καλούνταν στις κάλπες. Η διαφορά στο κόστος δανεισμού της Γερμανίας και της Ιταλίας έφτασε το υψηλότερο σημείο της τον Απρίλιο, λίγο πριν από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, και έχει υποχωρήσει ελάχιστα ενώ ακόμη και οι γαλλικές αποδόσεις έπεσαν. Εάν η αγορά ομολόγων της Ιταλίας δε συμμορφώνεται με τον λαϊκισμό, τον ευρωσκεπτικισμό, τον πληθωρισμό ή την ανάπτυξη, για πόσο θα συμμορφώνεται με το status quo;