Υπάρχει μια εντυπωσιακή απόκλιση στις αποδόσεις στα τραπεζικά και στα υψηλής απόδοσης ομόλογα της ευρωζώνης.
Το διάγραμμα που ακολουθεί δείχνει το εύρος με το οποίο η πιο επισφαλής τάξη των τραπεζικών ομολόγων, γνωστή ως Cocos, έχει αποδόσεις υψηλότερες από τα παρόμοιου βαθμού εταιρικά ομόλογα υψηλής απόδοσης.
Μία πιθανή εξήγηση για αυτή την απόκλιση είναι πως τα Cocos απουσιάζουν από τους βασικούς δείκτες επειδή αποτελούν πρόσφατη ρυθμιστική καινοτομία. Συνεπώς, οι θεσμικοί επενδυτές μπορεί να μην έχουν την εντολή από τους πελάτες τους να επενδύσουν στον τομέα.
Επίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγοράζει εταιρικά ομόλογα, κάτι που έχει χαμηλώσει τις αποδόσεις του χρέους με επενδυτικό βαθμό, όμως δεν αγοράζει ανασφάλιστο τραπεζικό χρέος. Αυτό έχει συμβάλει στην υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων υψηλής απόδοσης. Όμως οι επενδυτές δε δείχνουν να έχουν στραφεί στα Cocos, δεδομένης της εμφανούς απουσίας συμπίεσης απόδοσης σε σύγκριση με τα ομόλογα υψηλής απόδοσης.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο αυτά είδη ομολόγων. Τα Cocos είναι επί της αρχής αδιάκοπα, αλλά μπορούν να γίνουν απαιτητά μετά από μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Εάν δε γίνουν απαιτητά, το επιτόκιό τους επαναφέρεται σε ένα ορισμένο επίπεδο. Η μέτρηση των αποδόσεών τους δεν είναι ξεκάθαρη. Μπορεί να υπολογιστεί ως προς την πρώτη ημερομηνία απαίτησης, ή προς το «χείριστο» σενάριο, το οποίο μπορεί να είναι μια συγκεκριμένη ημερομηνία στο απώτερο μέλλον (τα δύο μέτρα φαίνονται στο σχεδιάγραμμα).
Τα ομόλογα είναι ειδικά σχεδιασμένα για να δέχονται απώλειες, οι οποίες προκύπτουν όταν το ποσοστό κεφαλαίου μίας τράπεζας πέφτει σε συγκεκριμένο επίπεδο. Τα ομόλογα υψηλής απόδοσης, αντίθετα, αφορούν πιστωτική έκθεση σε επιχειρήσεις του κατώτερου άκρου του φάσματος ρίσκου.
Η απόδοση των δεκαετών γερμανικών κρατικών ομολόγων έχει ισχυρή σχέση με την επίδοση των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών.
Επειδή οι τράπεζες συνήθως δανείζονται χρήματα βραχυπρόθεσμα, και δανείζουν πιο μακροπρόθεσμα, τα υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον ενισχύουν τα κέρδη.
Αυτή τη στιγμή, τα επιτόκια καταθέσεων στην ΕΚΤ είναι αρνητικά, όμως οι εμπορικές τράπεζες διστάζουν να χρεώσουν στους πελάτες λιανικής αρνητικά επιτόκια για τους καταθετικούς λογαριασμούς τους. Αυτό σημαίνει πως μια μερίδα περιουσιακών στοιχείων των εμπορικών τραπεζών χάνει χρήματα, και αυτές οι απώλειες δεν μπορούν να καλυφθούν από μια αυξημένη επιστροφή από το πιο σημαντικό κομμάτι των υποχρεώσεών τους. Οι τράπεζες, ωστόσο, μπορούν και έχουν χρεώσει τους εταιρικούς πελάτες για τις καταθέσεις τους.
Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες αποτιμούν τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις τους, και πώς αυτό επιδρά με το ανταγωνιστικό περιβάλλον σε έναν συγκεκριμένο εθνικό τραπεζικό κλάδο. Σε χώρες με μεγάλες ποσότητες στεγαστικών με κυμαινόμενα επιτόκια – με βάση ένα βραχυπρόθεσμο επιτόκιο αναφοράς, ας πούμε τριών μηνών – η επιστροφή για τις τρέχουσες συναλλαγές ανεβαίνει αυτόματα καθώς αυξάνονται τα επιτόκια.
Από την πλευρά των υποχρεώσεων, ο τόκος που πληρώνεται για τις καταθέσεις αυξάνεται όσο ανεβαίνουν τα σχετικά επιτόκια, όμως επηρεάζεται σημαντικά από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις τράπεζες. Σε λιγότερο ανταγωνιστικά περιβάλλοντα, οι τράπεζες μπορεί να μη χρειάζονται να αυξάνουν τα επιτόκια τόσο γρήγορα όσο αυξάνεται η έκθεσή τους σε κυμαινόμενα επιτόκια. Άλλες τραπεζικές υποχρεώσεις, όπως τα ομόλογα, συχνά πωλούνται με σταθερό επιτόκιο.
Ένας σημαντικός παράγοντας τα τελευταία χρόνια ήταν οι αυξήσεις των μερισμάτων που πληρώνονται από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το 2008, ήταν κοντά στα 60 δισεκατομμύρια ευρώ και έπεσαν στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του 2010. Για το 2016 ο αριθμός ήταν στα 40 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι σημαντικές αυξήσεις στα μερίσματα που πληρώνονται αντικατοπτρίζουν την καλύτερη υγεία στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, παρά την εξαιρετική μεταβλητότητα τόσο στις μετοχές όσο και στα ομόλογα που σημειώθηκε στις αρχές του περασμένου έτους, ως μέρος ξεπουλήματος που προκλήθηκε από τα αρνητικά επιτόκια.
Η απόδοση των μερισμάτων στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, όπως μετράται από τον δείκτη Euro Stoxx 600, έχει επίσης ανέβη μέσα στον τελευταίο χρόνο, παρ’ ότι οι τιμές αυξήθηκαν επίσης.