Οι πρόεδροι των ΗΠΑ και της Τουρκίας είναι και οι δύο εθνικιστές που υποσχέθηκαν να κάνουν τις χώρες τους μεγάλες ξανά. Και οι δύο έχουν μετατρέψει τη διακυβέρνηση σε οικογενειακή επιχείρηση και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στους γαμπρούς τους, Τζάρεντ Κούσνερ και Μπεράτ Αλπμαϊράκ, αντίστοιχα. Και οι δύο είναι αντιπαθείς στις μητροπολιτικές ελίτ αλλά συχνά λατρεύονται μακριά από τις μεγάλες πόλεις. Και οι δύο έχουν κατηγορήσει την κυρίαρχη γραφειοκρατία των χωρών τους για συνωμοσία εναντίον τους.
Ωστόσο, είναι οι ομοιότητες του Τραμπ και του Ερντογάν στην προσέγγισή τους στον Τύπο και τα δικαστήρια που θα πρέπει να ανησυχούν περισσότερο τους αμερικανούς. Ο κ. Τραμπ είναι γνωστός για τους χαρακτηρισμούς κατά των κατεστημένων ΜΜΕ ως «τους πιο ανειλικρινείς ανθρώπους του κόσμου» και τις καταγγελίες του για «ψευδείς ειδήσεις». Ο κ. Ερντογάν βρίσκεται σε πόλεμο με μεγάλο μέρος του τουρκικού Τύπου. Ο κ. Τραμπ κατήγγειλε έναν «λεγόμενο δικαστή» που αποφάσισε κατά της απαγόρευσης εισόδου στους πρόσφυγες. Ο κ. Ερντογάν περιφρονεί το τουρκικό συνταγματικό δικαστήριο και συνέλαβε δύο τρίτα των μελών του πέρυσι.
Η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στον τούρκο και τον αμερικανό πρόεδρο, ωστόσο, είναι πως ο κ. Ερντογάν έχει καταφέρει να οδηγήσει τη χώρα του σε έναν μακρύ δρόμο προς τον απολυταρχισμό. Ο τούρκος πρόεδρος έχει καταβάλει τον Τύπο και την δικαιοσύνη με τρόπους που δε θα έπρεπε να είναι δυνατοί στις ΗΠΑ.
Έτσι, ενώ ο κ. Τραμπ έχει περιοριστεί σε κατηγορίες κατά τηλεοπτικών παρουσιαστών που τον αντιπαθούν, η κυβέρνηση του Ενρτογάν έχει συλλάβει περίπου 120 δημοσιογράφους. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ογκούζ Γκουβέν, εκδότης της Cumhuriyet, επιφανούς εφημερίδας της αντιπολίτευσης, ήταν ο τελευταίος που οδηγήθηκε στη φυλακή. Παρομοίως, ενώ ο πρόεδρος Τραμπ απέλυσε τον Τζέιμς Κόμι, τον επικεφαλής του FBI, και πριν από αυτό εκτόπισε τη Σάλι Γιέιτς, την ενεργία γενική εισαγγελέα, και τον Πριτ Μπαράρα, επιφανή εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, η κυβέρνηση του Ερντογάν έχει εκτοπίσει περισσότερους από 4.000 δικαστές και εισαγγελείς από την προκήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης το περασμένο καλοκαίρι.
Υπάρχουν δύο πιθανά συμπεράσματα για αυτές τις διαφορές ανάμεσα στην Αμερική του Τραμπ και την Τουρκία του Ερντογάν. Το πρώτο και πιο καθησυχαστικό για τους Αμερικανούς είναι πως τα συστήματα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις προσωπικότητες. Ο κ. Τραμπ μπορεί να έχει τα ένστικτα ενός απολυταρχικού ηγέτη. Όμως το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών της Αμερικής και οι θεμελιώδεις δημοκρατικές παραδόσεις της, θα τον αποτρέψουν από το να εφαρμόσει τις χειρότερες τάσεις του. Η Τουρκία είναι μια χώρα με ιστορία στρατιωτικών πραξικοπημάτων και καταστολής της δημοκρατίας, κάτι που κάνει τους θεσμούς πολύ λιγότερο ισχυρούς από αυτούς των ΗΠΑ.
Το δεύτερο πιθανό συμπέρασμα είναι λιγότερο καθησυχαστικό για τους αμερικανούς. Και αυτό είναι ότι έχοντας αρκετό χρόνο, οποιοδήποτε δημοκρατικό σύστημα είναι ευάλωτο σε επιθέσεις από έναν αποφασισμένο, απολυταρχικό ηγέτη. Ο κ. Ερντογάν έγινε πρωθυπουργός το 2003 και, με τον καιρό, τελικά άλλαξε τη χώρα του. Όπως το έθεσε μέλος του πνευματικού κόσμου της Κωνσταντινούπολης, «Πράγματα που κάποτε θεωρούσα αδύνατα τώρα συμβαίνουν σε καθημερινή βάση».
Κάποιοι από τους τρόπους με τους οποίους ο κ. Ερντογάν κατέστειλε ελευθερίες θα πρέπει να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στην Αμερική. Η βαθειά κομματική πολιτική της Τουρκίας εξασφάλισε για τον κ. Ερντογάν μια σταθερή πηγή στήριξης για τις ενέργειές του, όσο εξωφρενικές κι αν είναι. Όπως ο γερουσιαστής Μιτς Μακ Κόνελ και άλλοι επιφανείς Ρεπουμπλικάνοι φαίνονται έτοιμοι να υπερασπιστούν κάθε απόφαση του προέδρου Τραμπ (όπως την πιο πρόσφατη απόλυση του κ. Κόμι), και οι πιστοί του κόμματος AKP του Ερντογάν δικαιολογούν κάθε απόφαση του ηγέτη τους.
Μια δεύτερη προειδοποίηση αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο κ. Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει την απειλή της τρομοκρατίας για να δικαιολογήσει την καταστολή των αντιπάλων του. Η Τουρκία έχει παραμείνει σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο. ο κ. Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει την καταστολή του γράμματος του νόμου για να απομακρύνει υποτιθέμενους εχθρούς του κράτους από τον στρατό, τον Τύπο, τα πανεπιστήμια και τον δημόσιο τομέα. Τίποτα σαν κι αυτό δε θα ήταν δυνατό στις ΗΠΑ, δεδομένων των προβλέψεων του συντάγματος. Ωστόσο, εάν η Αμερική γνώριζε ένα μεγάλο τρομοκρατικό χτύπημα, μπορούμε να φανταστούμε τον κ. Τραμπ να ζητά την εφαρμογή κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, και να την παίρνει.
Δεδομένων των ομοιοτήτων στην ιδιοσυγκρασία τους, είναι αναμενόμενο ο κ. Τραμπ και ο κ. Ερντογάν να τα πάνε καλά. Υπάρχει, ωστόσο, ένα σημαντικό γεωπολιτικό εμπόδιο στον δρόμο για την πιθανή φιλία τους. Την περασμένη εβδομάδα, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν πως σκοπεύουν να οπλίσουν κούρδους μαχητές στη Συρία: οι αμερικανοί ελπίζουν πως οι κούρδοι θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στη νίκη επί της Isis. Η απόφαση εξόργισε την τουρκική κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται σε πόλεμο με κούρδους αυτονομιστές στη χώρα της. Όπως είπε ο Μπιναλί Γιλντιρίμ, ο τούρκος πρωθυπουργός, την περασμένη εβδομάδα στους Financial Times: «Έχουμε κάνει ξεκάθαρο πως για να εξαλείψεις ένα τρομοκρατικό δίκτυο, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα άλλο τρομοκρατικό δίκτυο».
Το Πεντάγωνο μάλλον έπραξε σωστά να περάσει την απόφαση εξοπλισμού των κούρδων πριν από την άφιξη του τούρκου προέδρου στο Οβάλ Γραφείο. Ο κ. Τραμπ, άλλωστε, έχει αποδειχθεί δεκτικός στις ενημερώσεις από άλλους αυταρχικούς ηγέτες – ευχαριστώντας τον Σι Τσινπίνγκ της Κίνας για το μάθημα για τη Βόρεια Κορέα και προσκαλώντας στον Λευκό Οίκο τον Ροντρίγκο Ντουτέρτε των Φιλιππίνων. Η γεωπολιτική συζήτηση ανάμεσα στον κ. Ερντογάν και τον κ. Τραμπ σίγουρα θα ήταν ενδιαφέρουσα.
Όμως οι αμερικανοί θα πρέπει να ελπίζουν πως οι δύο πρόεδροι δεν έφτασαν να συγκρίνουν τα σχέδιά τους για την εσωτερική πολιτική.