Οι επενδυτές εγκατέλειψαν την Πέμπτη τις μετοχές και το νόμισμα της Βραζιλίας, καθώς το συνεχώς επεκτεινόμενο σκάνδαλο διαφθοράς έφτασε έως τον πρόεδρο Μικέλ Τεμέρ.
Αυτή η πιο πρόσφατη εξέλιξη σε ένα φαινομενικά ατελείωτο δράμα όχι μόνο απειλεί να παγώσει τις ζωτικής σημασίες οικονομικής μεταρρυθμίσεις, αλλά πλησιάζει να αποδείξει πως η διαφθορά στην κυβέρνηση της Βραζιλίας είναι κυριολεκτικά εκτός ελέγχου.
Για να αποδειχθεί το αντίθετο, θα χρειαστούν δραστικά μέτρα. Οι εν ενεργεία ομοσπονδιακοί βουλευτές έχουν τοποθετήσει τον εαυτό τους, ουσιαστικά, πάνω από τον νόμο, και αυτό θα πρέπει να αλλάξει. Η Βραζιλία χρειάζεται επίσης εκλογικές μεταρρυθμίσεις, για να διορθώσει ένα διασπασμένο νομοθετικό σώμα όπου μιλά το χρήμα και σχεδόν τίποτα άλλο. Τίποτα από αυτά δε θα είναι εύκολα, και τίποτα άλλο δε θα είναι αρκετό.
Οι εισαγγελείς της τριετούς έρευνας για τις δωροδοκίες και τα λαδώματα στη χώρα στρέφουν τα βλέμμα τους στον Τεμέρ, ο οποίος φέρεται να ενέκρινε δωροδοκία προς τον πρώην εκπρόσωπο του κάτω σώματος του κοινοβουλίου που έχει φυλακιστεί. Μέλη του υπουργικού συμβουλίου του Τεμέρ έχουν ήδη μπλεχτεί στην έρευνα. Τα σκάνδαλα συνέβαλαν στην εξασφάλιση της αμφισβήτησης τον περασμένο Αύγουστο της πρώην προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ, η οποία παρέκαμψε το Κογκρέσο για να χρηματοδοτήσει κυβερνητικές δαπάνες. Ο πρώην πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα έχει επίσης κατηγορηθεί για διαφθορά, μαζί με αμέτρητους πολιτικούς και εταιρικά στελέχη.
Ο Τεμέρ έχει αρνηθεί τις κατηγορίες, οι οποίες προέκυψαν από επιχείρηση «κεντρί», με τη συμμετοχή στελεχών της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής κρέατος του κόσμου και ενός από τους κύριους πολιτικούς δωρητές της Βραζιλίας. Αυτή παγίδευσε αρκετούς άλλους πολιτικούς και, το πιο σημαντικό, έλαβε χώρα τους τελευταίους δύο μήνες – δείχνοντας πως η τεράστια και εκτενής υπόθεση Carwash (έχοντας πάρει το όνομά της από το συνηθέστερο μέσο ξεπλύματος χρήματος) δεν έχει αποτρέψει αυτού του είδους το έγκλημα.
Οι εν ενεργεία ομοσπονδιακοί βουλευτές μπορούν να δεχθούν δίωξη μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έχει αμέτρητες υποθέσεις σε εκκρεμότητα και δεν έχει σχεδιαστεί για να διαχειρίζεται ποινικές υποθέσεις. Από το 2011 μέχρι το 2016, μόλις 1% των βουλευτών που έφτασα στο δικαστήριο καταδικάστηκε, και 30% αυτών των υποθέσεων βρίσκονταν σε αναμονή για τουλάχιστον 10 χρόνια. Ακόμη και μετά την καταδίκη, οι εφέσεις καθυστερούν ακόμη περισσότερο, και συχνά ισχύουν καταστατικά παραγραφής.
Η σχεδόν ασυλία που απολαμβάνουν οι ομοσπονδιακοί βουλευτές έχει ενθαρρύνει την ασυδοσία. Θα έπρεπε να χάνουν την ειδική νομική τους θέση μπροστά στο Ανώτατο Δικαστήριο. Οι διευθετήσεις των εφέσεων θα πρέπει να εξορθολογιστούν, τα καταστατικά παραγραφής να παραταθούν και οι ποινές να αυξηθούν.
Ευρύτερα, η Βραζιλία χρειάζεται να διορθώσει ένα εκλογικό σύστημα που έχει κάνει τις προεκλογικές εκστρατείες εξαιρετικά ακριβές και έχει μετατρέψει το νομοθετικό του σώμα σε ένα πολυκομματικό παζάρι, όπου η πολιτική στήριξη είναι διαθέσιμη προς πώληση. Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά προφανές: οι πολιτικοί της χώρας θα πρέπει να δράσουν για να περιορίσουν τα δικά τους προνόμια.
Ο Τεμέρ λέει πως δεν έχει σκοπό να παραιτηθεί και διαμαρτύρεται πως οι κατηγορίες θα κάνουν πιο δύσκολο να περάσει δύσκολες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αναμφίβολα. Έχει επίσης δίκιο πως η περικοπή των συντάξεων και η χαλάρωση των κανόνων της αγοράς εργασίας θα είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της επίδοσης της οικονομίας. Ωστόσο, ασχέτως της ενοχής ή της αθωότητας του ίδιου του Τεμέρ, οι απλοί βραζιλιάνοι δύσκολα θα δεχτούν να κάνουν τέτοιου είδους θυσίες τη στιγμή που οι βουλευτές τους πλουτίζουν παράνομα χωρίς τον φόβο κυρώσεων. Εάν αυτό δεν αλλάξει, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα είναι μια χαμένη υπόθεση, και το ίδιο και η Βραζιλία.