Με αυτό, η Μέι προσπαθεί να προσελκύσει κεντροαριστερούς ψηφοφόρους όπως έκανε κάποτε ο Τόνι Μπλερ με τους κεντροδεξιούς. Ακολουθεί μια ευρωπαϊκή τάση – ένα είδους υβριδίου δεξιάς και αριστεράς έχει προκύψει καθώς υποχωρούν οι παραδοσιακοί πολιτικοί διαχωρισμοί.
«Ο συντηρητισμός δεν είναι και ποτέ δεν ήταν η φιλοσοφία που περιγράφουν οι καρικατουριστές» αναγγέλλει το μανιφέστο. «Δεν πιστεύουμε στην ανεξέλεγκτη ελεύθερη αγορά. Απορρίπτουμε την τάση του εγωιστικού ατομισμού. Αποστρεφόμαστε τους κοινωνικούς διχασμούς, την έλλειψη δικαιοσύνης, την αδικία και την ανισότητα.» Μια τέτοια ιδεολογική υπόσχεση θα φαινόταν εκτός τόπου στο προεκλογικό πρόγραμμα του Ντέιβιντ Κάμερον το 2015, ένα πολύ πιο λεπτομερές που περιείχε πολλές από τις υποσχέσεις που κάνει και σήμερα η Μέι (όπως αυτή για την αύξηση του ορίου αφορολόγητου εισοδήματος στις 12.500 λίρες και υψηλότερο φορολογικό όριο στις 50.000 λίρες).
Το μανιφέστο της Μέι είναι – σε τόνο και δηλωμένες προθέσεις – ένα συγκριτικά παρεμβατικού, αναδιανεμητικού κράτους. Οι Συντηρητικοί θέλουν να ρυθμίσουν τις πληρωμές των ανώτατων εταιρικών στελεχών και τους αριθμούς των μεταναστών που μπορούν να προσλάβουν οι επιχειρήσεις. Θέλουν να παρέμβουν στις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές με βάση τη χώρα προέλευσης του πιθανού επενδυτή και να θέσουν όρια στη μετανάστευση. Το μανιφέστο υπόσχεται προστασία στους ευκαιριακούς εργαζομένους, ένα εκατομμύριο περισσότερα δέντρα στις βρετανικές πόλεις και «τη μεγαλύτερη επένδυση στους σιδηροδρόμους από τη βικτωριανή εποχή». Το 2015, ο Κάμερον μιλούσε για την εξαφάνιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέχρι το 2019. Το μανιφέστο της Μέι το αναβάλει αυτό μέχρι «τα μέσα της επόμενης δεκαετίας». Το κόμμα των Εργατικών – το οποίο έχει δημοσιοποιήσει ένα σχέδιο φόρων και δαπανών – κατηγορεί τους Συντηρητικούς ότι κάνουν 60 δεσμεύσεις για μη χρηματοδοτούμενες δαπάνες.
Όμως η Μέι δεν έχει γίνει πραγματικά σοσιαλίστρια. Οι υποσχέσεις της ακούγονται μεγαλοπρεπέστερες απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, το μανιφέστο μιλά για την αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα από τις σημερινές 7,5 λίρες την ώρα σε 60% του μέσου εισοδήματος μέχρι το 2020, και στη συνέχεια αύξησή του με ετησίως με τον ίδιο ρυθμό με τον μέσο μισθό. Δεδομένου ότι ο σημερινός μέσος μισθός είναι 27.000, αυτή η υπόσχεση θα φτάσει τον κατώτατο μισθό μόλις στα 7,8 την ώρα.
Η υπόσχεση για αύξηση των δαπανών για το σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του Ηνωμένου Συστήματος, το NHS, «κατά τουλάχιστον 8 δισεκατομμύρια λίρες σε πραγματικούς όρους τα επόμενα πέντε χρόνια», αντηχεί δέσμευση του Ντέιβιντ Κάμερον. Στην πραγματικότητα, όμως, η κυβέρνηση οπισθοχωρεί από προηγούμενο σχέδιο των Συντηρητικών να αυξήσουν τη χρηματοδότηση του NHS κατά 0,6% τον χρόνο ξεκινώντας το 2017. Τα 8 δισεκατομμύρια λίρες είναι περίπου 0,6% του φετινού προϋπολογισμού των 123,7 δισεκατομμυρίων λιρών. Η Μέι δε συγκεκριμενοποιεί τη χρηματοδοτική δέσμευση για κάθε χρόνο.
Οι άλλες υποσχέσεις της Μέι είναι εξίσου προσεκτικές. Θέλει να αυξήσει τη χρηματοδότηση των σχολείων – αλλά καταργώντας τα ζεστά γεύματα για κάποιους μαθητές (τα πιο άπορα παιδιά θα συνεχίσουν να λαμβάνουν γεύματα για μεσημεριανό και πρωινό). Θέλει να επιτρέψει στους ηλικιωμένους να κρατήσουν μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους μετά τα κόστη της περίθαλψης – αλλά και να αναγκάσει κάποιους από αυτούς να καλύψουν αυτά τα κόστη με τα σπίτια τους, τα οποία θα πουληθούν μετά τον θάνατό τους.
Είναι ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα χωρίς σοσιαλιστικές δαπάνες. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η έλλειψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων το κάνει μια ανούσια άσκηση, όμως δεν είναι. Είναι υβριδικό πρόγραμμα, όπως αυτό με το οποίο κυβερνά η μεγάλη συμμαχία της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς στη Γερμανία, ή το σχέδιο του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, που προσπαθεί να συνδυάσει τη μεγαλύτερη προστασία των εργαζομένων με μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων όπως οι περικοπές των φόρων.
Οι παραδοσιακές κατηγορίες της αριστεράς και της δεξιάς έχουν αρχίσει να γίνονται παρωχημένες, σε μεγάλο μέρος χάρη στο λαϊκιστικό ξέσπασμα του 2016 και του 2017. Ακόμη και σε χώρες όπου ο λαϊκισμός ηττήθηκε, όπως η Ολλανδία και η Γαλλία, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να συμμαχήσουν για να συγκρατήσουν το κέντρο. Αυτό δεν είναι εύκολο. Οι ολλανδοί κεντρώοι δεν έχουν καταφέρει να σχηματίσουν κυβέρνηση λόγω των διαφορών για τη μετανάστευση – ένα ζήτημα που διαμόρφωσε το εθνικιστικό κόμμα που δεν έχει κληθεί να συμμετέχει.
Η λαθροθηρία του Μακρόν από το κάποτε κυρίαρχο αλλά τώρα ετοιμοθάνατο Σοσιαλιστικό Κόμμα και το διχασμένο Ρεπουμπλικανικό κόμμα εν έχει ακόμη εξασφαλίσει μια ισχυρή στήριξη γι’ αυτόν στο κοινοβούλιο, το οποίο θα εκλέξουν οι γάλλοι τον επόμενο μήνα. Στη Γερμανία, η κεντρώα συμμαχία που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του 2013 έχει δουλέψει καλά, όμως και τα δύο κόμματα έχουν εξαντληθεί από τη συνεχή ανάγκη για διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς και θα προτιμούσαν να ξεφορτωθούν το ένα το άλλο – κάτι, ωστόσο, που μπορεί να αποδειχθεί αδύνατο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Στην Αυστρία, μια παρόμοια μεγάλη συμμαχία έχει διασπαστεί, και οι πρόωρες εκλογές αυτό το φθινόπωρο μπορεί να αναγκάσει κάποιο από τα κυρίαρχα κόμματα να επιχειρήσει να συνεργαστεί με τη λαϊκιστική εναλλακτική, το Κόμμα Ελευθερίας.
Η θέση της Μέι είναι μοναδική, καθώς δεν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους προκλήσεις. Το κόμμα της κληρονομεί τον καρπό της λαϊκιστικής νίκης στο δημοψήφισμα του Brexit, καθώς δεν υπάρχει κανείς άλλος να τον αξιοποιήσει. Το εθνικιστικό Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται σε αναταραχή από τότε που ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο άνθρωπος που το έκανε πραγματική πολιτική δύναμη, εγκατέλειψε την ηγεσία του, και από τότε που το βασικό του ζήτημα – το Brexit – τακτοποιήθηκε με το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου. Το κόμμα των Εργατικών υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν δε δείχνει να έχει καμία διάθεση να νικήσει, παρά μόνο να διατηρήσει ακραίες θέσεις.
Έτσι, το μόνο που χρειάζεται να κάνει η Μέι είναι να προσποιηθεί πως οι Συντηρητικοί είναι ένα κόμμα που αγκαλιάζει τους πάντες, καλύπτοντας τις ατζέντες και του UKIP και των μετριοπαθών Εργατικών. Κρίνοντας από το μανιφέστο, αυτό της βγαίνει εύκολα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που το τεράστιο προβάδισμά της στις δημοσκοπήσεις της επιτρέπει να μην κάνει καμία ουσιαστική δέσμευση.