Μιλώντας με επικριτές της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκύπτει ένα κοινό μοτίβο: η ανησυχία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η ποσοτική χαλάρωση θεωρείται ότι δημιουργεί επικίνδυνες φούσκες περιουσιακών στοιχείων. Τα αρνητικά επιτόκια λέγονται να βλάπτουν την κερδοφορία των τραπεζών, κάνοντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα πιο ευάλωτο σε σοκ.
Αυτές οι ανησυχίες είναι εξαιρετικά εκτός τόπου. Στην πραγματικότητα, η πραγματική ανησυχία θα πρέπει να αφορά τους κινδύνους που θα προκύψουν από την πρόωρη παύση της νομισματικής ενίσχυσης. Μια πρόωρη σύσφιξη θα μπορούσε να προκαλέσει απότομη άνοδο των επιδόσεων των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, δημιουργώντας αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους στα πιο αδύναμα μέλη.
Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις έως τώρα πως τα μέτρα που έχει εφαρμόσει η ΕΚΤ για να κινητοποιήσει τον πληθωρισμό και να αναζωογονήσει την ανάπτυξη είχαν επικίνδυνες παρενέργειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η Bundesbank έχει προειδοποιήσει πως η ανορθόδοξη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει ωθήσει προς τα πάνω τις τιμές των ακινήτων στη Γερμανία, προσθέτοντας πως σε κάποιες γερμανικές πόλεις τα ακίνητα είναι υπερτιμημένα κατά 30%. Ωστόσο, παρ’ ότι οι τιμές των ακινήτων μπορεί να ανεβαίνουν γρήγορα σε κάποια σημεία της ευρωζώνης, οι αυξήσεις είναι σε συμφωνία με τις μακροπρόθεσμες αποτιμήσεις. Όταν δεν είναι – για παράδειγμα στην περίπτωση των βασικών εμπορικών ακινήτων – η αύξηση δε φαίνεται επαρκώς εκτεταμένη για να απειλήσει με χρηματοπιστωτική κρίση.
Ένας δεύτερος φόβος σχετίζεται με τα αρνητικά επιτόκια. Αντί να πληρώνει τόκους στις τράπεζες για τα επιπλέον αποθέματά τους, η ΕΚΤ πλέον χρεώνει τις τράπεζες με επιτόκιο 0,4% για να αποθηκεύει τα χρήματά τους. Κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες, όπως ο Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, κυβερνήτης της Τράπεζας της Γαλλίας, προειδοποιούν κατά αυτής της πολιτικής, η οποία φοβούνται πως διαβρώνει υπερβολικά την κερδοφορία των τραπεζών.
Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία για το ότι τα αρνητικά επιτόκια βλάπτουν τις τράπεζες είναι αβάσιμα. Πράγματι, μεταξύ Ιουνίου 2014 και Σεπτεμβρίου 2016, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μείωσε το περιθώριο ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και δανείων για τη μέση τράπεζα κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Ωστόσο, μόνο ένα τέταρτο αυτού του αποτελέσματος μπορεί να αποδοθεί στα αρνητικά επιτόκια, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της κεντρικής τράπεζας. Εν τω μεταξύ, το πακέτο χαλάρωσης της ΕΚΤ έχει αποφέρει άλλα πλεονεκτήματα, για παράδειγμα βελτιώνοντας την ποιότητα της πίστωσης μειώνοντας τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Η συνολική επίπτωση στην κερδοφορία των τραπεζών φαίνεται ασήμαντη. Μια πολύ μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες – στη Γερμανία και αλλού – είναι να προσαρμοστούν στην ψηφιακή επανάσταση, μειώνοντας τα κόστη και βρίσκοντας νέες ροές εσόδων.
Προς το παρόν, η συνέχιση της ενίσχυσης της ΕΚΤ δε δείχνει να αποτελεί συγκεκριμένο κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η πρόωρη αφαίρεσή της, ωστόσο, θα αποτελούσε. Όπως έδειξε η τελευταία έκδοση της Αξιολόγησης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΚΤ, η πίεση στην αγορά κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης αυξήθηκε κατά την αλλαγή του χρόνου. Συνολικά, το κρατικό χρέος της νομισματικής ένωσης βρίσκεται γύρω στο 90% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, το οποίο είναι υψηλό για τα ιστορικά στάνταρ. Μια αύξηση του κρατικού κινδύνου θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του χρέους για τις πιο ευάλωτες χώρες, όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία, όπου το χρέους είναι γύρω στο 130% του ΑΕΠ. Και από τη στιγμή που πολλές τράπεζες διατηρούν ακόμη μεγάλες ποσότητες εγχώριων κρατικών ομολόγων, αυτές οι εντάσεις θα μπορούσαν εύκολα να επεκταθούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αυτοί οι κίνδυνοι δείχνουν πως η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι προσεκτική με το πότε θα σταματήσει την ενίσχυση. Ευτυχώς, η κεντρική τράπεζα έχει το περιθώριο να κάνει υπομονή: το ποσοστό του πληθωρισμού στην ευρωζώνη – αφαιρώντας τα πιο μεταβλητά στοιχεία – παραμένει πολύ χαμηλότερα από τον στόχο της κεντρικής τράπεζας του μόλις κάτω από το 2%. Η ανεργία παραμένει υψηλή και η ανάκαμψη έχει ακόμη πολύ δρόμο προτού ασκήσει πίεση στους μισθούς.
Υπάρχουν, ωστόσο, κίνδυνοι που βρίσκονται εκτός του ελέγχου της ΕΚΤ. Ο πιο σημαντικός είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης. Ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, έχει κάνει ξεκάθαρο πως δε θα σταματήσει τη νομισματική ενίσχυση εκτός κι αν η άνοδος του πληθωρισμού είναι ευρέως διανεμημένη σε όλη τη νομισματική ένωση. Ωστόσο, είναι πιθανό η ανάκαμψη να είναι πιο γρήγορη σε κάποιες χώρες απ’ ότι σε άλλες. Όταν η ΕΚΤ επιλέξει να σταματήσει την ποσοτική χαλάρωση και να ανεβάσει τα επιτόκια, τα πιο ευάλωτα κράτη μέλη μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπα με μια υπερβολικά αυστηρή νομισματική πολιτική. Αυτό θα μπορούσε να τρομάξει τους επενδυτές, δημιουργώντας φόβους για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Με μια κοινή νομισματική πολιτική για όλους, η ΕΚΤ δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει πιθανές χρηματοπιστωτικές αναταραχές σε μία ή σε μια μερίδα χωρών. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κάνουν το δικό τους κομμάτι, κρατώντας τα επίπεδα του χρέους υπό έλεγχο και επιδιώκοντας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Παρ’ ότι η ΕΚΤ μπορεί να κάνει πολλά για να διατηρήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεν μπορεί να δράσει μόνη της.