Οι ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν τελειοποιήσει την τέχνη του να κουνάνε το δάχτυλό τους, πιο πρόσφατα στον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Δυστυχώς, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τη δυνατότητά τους να βρίσκουν πολιτικές λύσεις και να εφαρμόζουν κοινές πολιτικές.
Η προσφυγική κρίση έχει συνταράξει την Ευρώπη ως τα θεμέλιά της καθώς, αντί να αναλάβουν συλλογική ευθύνη για την αντιμετώπιση της εισροής των μεταναστών και των προσφύγων στην Ευρώπη, οι πολιτικοί της έχουν κατά κύριο λόγο μεταθέσει το βάρος στις χώρες της πρώτης γραμμής. Αυτό έχει διαβρώσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Παρομοίως, η αδυναμία τους να σταματήσουν τα εγκλήματα πολέμου του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Ασάντ εναντίον του ίδιου του τού λαού έχει αφήσει ένα κενό που έχουν καλύψει ο Πούτιν και το Ιράν.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες πολύ συχνά φωνάζουν από τις πλάγιες γραμμές ενώ θα έπρεπε να είναι μέσα στο γήπεδο, ενεργώντας για να υπερασπιστούν τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Και σαν να μην αρκούσε η αποτυχία στην εξασφάλιση σταθερότητας στη δική μας γειτονιά, έχουν επιτρέψει την ανάδειξη δεξιών λαϊκιστικών και εθνικιστικών κινημάτων μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά τα κινήματα, με την ενεργή ενθάρρυνση της Ρωσίας, έχουν δημιουργήσει ντόπιους πολιτικούς ηγέτες που θυμίζουν τον Πούτιν και τον Ερντογάν.
Ο ουσιαστικός ηγέτης της Πολωνίας, ο Γιαροσλάβ Κατσίνσκι, και ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, συγκεκριμένα, προσπαθούν επιτακτικά να δημιουργήσουν ανελεύθερα κράτη μέσα στην ΕΕ. Από τη στιγμή που ανήλθε στην εξουσία το 2010, ο Όρμπαν έχει χρησιμοποιήσει τη μεγάλη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να αλλάξει το σύνταγμα της Ουγγαρίας προς το δικό του συμφέρον. Προφανώς, η νίκη στις εκλογές δεν είναι αρκετή. Τώρα θέλει να αποτινάξει τις φιλελεύθερες αξίες που κάποτε υποστήριζε ως νέος κεντρώος πολιτικός και να στερεώσει τον έλεγχό του επί της πολιτικής διαδικασίας της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια, έχει προσπαθήσει να το πετύχει αυτό με διαφορετικούς, αδίστακτους τρόπους. Η κυβέρνηση παρενοχλεί τακτικά ή εισβάλει σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς της κοινωνίας των πολιτών. Μέσα ενημέρωσης που προωθούν την προπαγάνδα του Όρμπαν λαμβάνουν φορολογικές ελαφρύνσεις, ενώ αυτά που τον επικρίνουν φορολογούνται τόσο βαριά που τελικά αναγκάζονται να τα παρατήσουν. Αυτό σημαίνει πως τα χρήματα της ΕΕ χρησιμοποιούνται ουσιαστικά για να προωθήσουν τον ευρωσκεπτικισμό.
Στην τελευταία της απαράδεκτη κίνηση, η κυβέρνηση του Όρμπαν προσπαθεί να κλείσει το Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο στη Βουδαπέστη. Παρ’ ότι το ΚΕΠ, το οποίο ιδρύθηκε από τον ουγγρο-αμερικανό επενδυτή και φιλάνθρωπο Τζορτζ Σόρος και διοικείται από τον ειδικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρώην αρχηγό της καναδικής αντιπολίτευσης Μάικλ Ιγκνάτιεφ, είναι μόλις 26 ετών, πολλά από τα τμήματά του ήδη βρίσκονται στα κορυφαία 50 του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, ο Όρμπαν έχει αρνηθεί να συνομιλήσει με τον Ιγκνάτιεφ, με αποτέλεσμα το πανεπιστήμιο πιθανώς να αναγκαστεί να κλείσει μέχρι το τέλος του έτους.
Με δεινό, απολυταρχικό τρόπο, ο Όρμπαν έχει προσπαθήσει να δυσφημίσει το ΚΕΠ με υστερικές αναφορές για την ξένη χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου. Και επειδή θέλει να παρουσιάσει το ΚΕΠ ως «αντι-ουγγρικό», συνήθως ξεχνά να αναφέρει πως και ο ίδιος είχε λάβει υποτροφία χρηματοδοτημένη από τον Σόρος για να σπουδάσει στην Οξφόρδη, λίγο μετά την κατάρρευση του ουγγρικού κομμουνιστικού καθεστώτος.
Η επίθεση του Όρμπαν κατά του ΚΕΠ είναι κάτι περισσότερο από παραβίαση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τώρα που έχει αποδυναμώσει το συνταγματικό δικαστήριο και την ελευθεροτυπία της Ουγγαρίας, θέλει να υπονομεύσει και την ίδια την κριτική σκέψη. Εάν τα καταφέρει, θα έχει απομακρύνει έναν ακόμη έλεγχο στην εξουσία του. Και, κλείνοντας έναν τόσο επιφανή, στηριζόμενο από τις ΗΠΑ, θεσμό, θα έχει δείξει πως κανείς που του αντιστάθηκε δεν τα κατάφερε.
Δεσπότες σε όλη την ιστορία έχουν χρησιμοποιήσει τις ίδιες τακτικές. Όμως ο Όρμπαν το κάνει στην ΕΕ το 2017. Αξίζει να θυμηθούμε πως, για να μπει στην ΕΕ, η Ουγγαρία έπρεπε να εκπληρώσει αυστηρά κριτήρια ένταξης, μεταξύ άλλων να έχει αξιόπιστους δημοκρατικούς θεσμούς και υπακοή στους κανόνες δικαίου. Το γεγονός πως αυτά τα υψηλά στάνταρ διαβρώνονται συστηματικά έχει δημιουργήσει ένα παράδοξο στην ΕΕ. Μόλις μια χώρα μπει στην ένωση, ελάχιστα μπορούν να γίνουν για να εξασφαλιστεί πως θα διατηρήσει τα δημοκρατικά στάνταρ και θα στηρίξει τις ευρωπαϊκές αξίες.
Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν μπορεί να ξεκινήσει όσες «διαδικασίες παραβίασης» θέλει κατά της Ουγγαρίας. Ο Όρμπαν απλά θα τις αγνοήσει χαμογελώντας με ικανοποίηση. Ύστερα από μήνες συζήτησης με αξιωματούχους της ουγγρικής κυβέρνησης, η μόνη επιλογή της ΕΕ είναι να επικαλεστεί το Άρθρο 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας, το οποίο θα μπορούσε να αφαιρέσει το δικαίωμα ψήφου της Ουγγαρίας στην ΕΕ.
Η ενεργοποίηση του Άρθρου 7 δεν είναι μια «πυρηνική επιλογή», όπως έχουν υποστηρίξει κάποιοι. Αντίθετα, είναι η λογική αντίδραση σε μια κυβέρνηση μέλους κράτους που παραβιάζει συστηματικά τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και τις αξίες της ΕΕ. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, τα βαθιά ανήσυχα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ύστερα από δύο προηγούμενες προσπάθειες, ενέκριναν επιτέλους μια απόφαση που θα ανοίξει τον δρόμο των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ουγγαρίας.
Από την πλευρά των ευρωβουλευτών, δεν υπάρχει λόγος να μην ενεργοποιηθούν άμεσα οι κυρώσεις. Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν έχει ήδη συλλέξει τα στοιχεία της υπόθεσης κατά της Ουγγαρίας, πλήρη με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Εάν δύο τρίτα των ευρωβουλευτών εγκρίνουν τις κυρώσεις, η υπόθεση θα προωθηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών δε θα έχουν άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσουν το ζήτημα.
Η αξιοπιστία της Ευρώπης ήδη υποφέρει επειδή κάποιοι ηγέτες της έχουν αμφίβολη συμπεριφορά προς τον Ερντογάν, τον Τραμπ και τον Πούτιν. Όμως αν συνεχίσει να διστάζει να αντιμετωπίσει τις παραβάσεις του Όρμπαν, αυτό θα έχει πιο σοβαρό μακροπρόθεσμο κόστος. Οι ευρωπαίοι θα πρέπει να φιλοδοξούν να είναι κάτι περισσότερο από μέλη μιας εσωτερικής αγοράς. Πρέπει να αποκαταστήσουν τη βασισμένη σε αξίες κοινότητα που τους βοήθησαν κάποτε να αντιμετωπίσουν δικτάτορες όπως ο Φρανσίσκο Φράνκο, ο Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ, και η ελληνική στρατιωτική χούντα, και που ένωσε την Ευρώπη μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού.
Μια βασισμένη σε αξίες κοινότητα δεν έχει χώρο για κυβερνήσεις όπως αυτές που διοικούν την Ουγγαρία και την Πολωνία σήμερα. Η ΕΕ πρέπει να ενεργοποιήσει το Άρθρο 7 το συντομότερο δυνατό, και με τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία. Και μετά τον Όρμπαν, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στον Κατσίνσκι.