Με την εκλογή του μεταρρυθμιστή κεντρώου προέδρου στη Γαλλία, και την επανεκλογή της γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ να φαίνεται ακόμη πιο πιθανή, υπάρχει ελπίδα για το παγωμένο σχέδιο του κοινού νομίσματος στην Ευρώπη;
Ίσως, όμως μια ακόμη δεκαετία αργής ανάπτυξης, στιγματισμένη από περιοδικούς σπασμούς σχετικούς με το χρέους, συνεχίζει να μοιάζει πιο πιθανή. Με μια αποφασιστική κίνηση προς τη δημοσιονομική και τραπεζική ένωση, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα. Ωστόσο, απουσία πολιτικών που θα ενίσχυαν τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα, οι πιθανότητες μιας τελικής κατάρρευσης είναι πολύ μεγαλύτερες.
Είναι αλήθεια πως βραχυπρόθεσμα υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας. Τον τελευταίο χρόνο, η ευρωζώνη απολαμβάνει μια σταθερή κυκλική ανάκαμψη, ξεπερνώντας τις προσδοκίες περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη προηγμένη οικονομία. Και αναμφίβολα η εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν είναι ένα γεγονός ορόσημο, δημιουργώντας ελπίδες πως η Γαλλία θα κινητοποιήσει την οικονομία της αρκετά ώστε να γίνει πλήρης και ίσος εταίρος της Γερμανίας στη διοίκηση της ευρωζώνης. Ο Μακρόν και η οικονομική του ομάδα είναι γεμάτοι πολλά υποσχόμενες ιδέες, και θα έχει μια σημαντική πλειοψηφία στο εθνικό κοινοβούλιο για να τις εκπληρώσει (αν και θα βοηθούσε εάν οι γερμανοί του έδιναν περιθώριο στα δημοσιονομικά ελλείμματα σε αντάλλαγμα για μεταρρυθμίσεις). Και στην Ισπανία η οικονομική μεταρρύθμιση μεταφράζεται σε ισχυρότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Όμως δεν είναι όλα καλά. Η Ελλάδα συνεχίζει να αναπτύσσεται ελάχιστα, αφού γνώρισε μία από τις χειρότερες υφέσεις της ιστορίας, παρ’ ότι όσοι κατηγορούν τη γερμανική λιτότητα για αυτό προφανώς δεν έχουν κοιτάξει τους αριθμούς: με την ενθάρρυνση αριστεριστών αμερικανών οικονομολόγων, η Ελλάδα κακομεταχειρίστηκε ίσως το ηπιότερο πακέτο διάσωσης της σύγχρονης ιστορίας. Η Ιταλία τα πήγε πολύ καλύτερα από την Ελλάδα, όμως αυτή είναι μια υπαινικτική φιλοφρόνηση. Το πραγματικό εισόδημα είναι πολύ χαμηλότερο απ’ ότι πριν από μια δεκαετία (αν και είναι δύσκολο να είναι κανείς σίγουρος, δεδομένης της τεράστιας παραοικονομίας της χώρας). Για τη νότια Ευρώπη ως σύνολο, το κοινό νόμισμα έχει αποδειχθεί χρυσό κλουβί, επιβάλλοντας περισσότερη δημοσιονομική και νομισματική εντιμότητα αλλά αφαιρώντας τη συναλλαγματική ισοτιμία ως κρίσιμο μαξιλαράκι ενάντια σε αναπάντεχα σοκ.
Πράγματι, ένας από τους λόγους που η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου έχει αντέξει τόσο καλά (ως τώρα) μετά το περσινό δημοψήφισμα του Brexit είναι πως η λίρα έπεσε απότομα, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα. Το Ηνωμένο Βασίλειο, φυσικά, είναι γνωστό ότι είχε (σωστά) εξαιρεθεί από το κοινό νόμισμα, παρ’ ότι τώρα βαδίζει (όχι τόσο σωστά) προς την πλήρη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την κοινή αγορά.
Είναι τώρα αρκετά εμφανές πως το ευρώ δεν ήταν απαραίτητα επιτυχία για την ΕΕ και έχει αντί αυτού αποδειχθεί σημαντικό εμπόδιο, όπως είχαν προβλέψει αρκετοί οικονομολόγοι. Οι ευρωκράτες συγκρίνουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση με το ποδήλατο: πρέπει κανείς να συνεχίσει να κινείται ή θα πέσει κάτω. Εάν ειναι έτσι, η πρόωρη υιοθέτηση του κοινού νομίσματος μπορεί να παρομοιαστεί με πέρασμα από παχύρρευστο, υγρό τσιμέντο.
Η ειρωνεία είναι πως ο κύριος λόγος που η υιοθέτηση του ευρώ ήταν αρχικά τόσο δημοφιλής στη νότια Ευρώπη ήταν πως τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 ο απλός κόσμος επιθυμούσε τη σταθερότητα των τιμών που απολάμβαναν οι γερμανοί με το μάρκο. Όμως παρ’ ότι το ευρώ έχει συνοδευτεί από μια μεγάλη πτώση του πληθωρισμού σε όλη την ευρωζώνη, οι περισσότερες υπόλοιπες χώρες έχουν καταφέρει να μειώσουν τον πληθωρισμό και χωρίς αυτό.
Πολύ πιο σημαντική για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών ήταν η έλευση της σύγχρονης ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, ένα εργαλείο που συνέβαλε στη δραματική μείωση των επιπέδων του πληθωρισμού παγκοσμίως. Μπορεί κάποια μέρη, όπως η Βενεζουέλα, να συνεχίζουν να έχουν τριψήφια ποσοστά ανάπτυξης τιμών, όμως αποτελούν τώρα εξαιρέσεις. Είναι πολύ πιθανό πως αν αντί να μπουν στο ευρώ η Ιταλία και η Ισπανία είχαν απλά δώσει μεγαλύτερη αυτονομία στις κεντρικές τους τράπεζες, και εκείνες θα είχαν χαμηλό πληθωρισμό σήμερα. Η Ελλάδα είναι ομολογουμένως μια λιγότερο προφανής περίπτωση. Όμως με δεδομένο πως πολλές φτωχές αφρικανικές χώρες έχουν καταφέρει να κρατήσουν τον πληθωρισμό σε μονοψήφια επίπεδα, μπορεί κανείς να υποθέσει πως θα το κατάφερνε και η Ελλάδα. Πράγματι, εάν οι χώρες της νοτίου Ευρώπης είχαν διατηρήσει τα συναλλάγματά τους, μπορεί ποτέ να μην είχαν σκάψει τόσο βαθύ λάκκο χρέους, και θα είχαν την επιλογή της μερικής χρεοκοπίας μέσω πληθωρισμού.
Το ερώτημα τώρα είναι πως θα ξεφύγει η ΕΕ από το υγρό τσιμέντο. Παρ’ ότι πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί δε θέλουν να το παραδεχτούν, το status quo μάλλον δεν είναι βιώσιμο. Εν τέλει, θα πρέπει να υπάρξει είτε σημαντικά μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση, είτε μια άτακτη διάσπαση. Είναι εξαιρετικά αφελές να πιστεύουμε πως το ευρώ δε θα αντιμετωπίσει νέες δοκιμασίες μέσα στα επόμενα 5-10 χρόνια, αν όχι νωρίτερα.
Εάν το status quo είναι τελικά μη βιώσιμο, γιατί οι αγορές είναι τόσο ήρεμες, με τα δεκαετή ιταλικά κρατικά ομόλογα να έχουν αποδόσεις λιγότερο από 2% υψηλότερες από τα γερμανικά;
Ίσως η μικρή διαφορά να αντικατοπτρίζει την πεποίθηση των επενδυτών πως θα γίνουν τελικά ξεκάθαρες διασώσεις, όσο κι αν αντιστέκονται οι γερμανοί πολιτικοί. Οι αγορές του χρέους των περιφερειακών χωρών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήδη αποτελούν έμμεση επιδότηση, και η συζήτηση για τα ευρωομόλογα έχει αναπυροδοτηθεί με τη νίκη του Μακρόν.
Ή ίσως οι επενδυτές πιστεύουν πως ο νότος έχει φτάσει πολύ μακριά μέσα στο τσιμέντο για να βγει. Η Γερμανία απλά θα συνεχίσει να πιέζει τους προϋπολογισμούς τους για να εξασφαλίσει πως θα αποπληρωθούν οι τράπεζές της.
Σε κάθε περίπτωση, οι ηγέτες της ευρωζώνης πρέπει να δράσουν τώρα, αντί να περιμένουν την επόμενη ημέρα της κρίσης του κρίσης του κοινού νομίσματος. Το πόσο θα διαρκέσει η σημερινή αισιοδοξία είναι στο χέρι του Μακρόν και της Μέρκελ να το αποφασίσουν.