Θα μπορούσε η ευρωζώνη να γίνει επιτέλους μια πραγματικά οικονομικά ενοποιημένη περιοχή; Εάν γίνει αυτό, οι παραγωγοί στην περιοχή θα μπορούν να εκμεταλλευτούν καλύτερα οικονομίες κλίμακας που έχουν ήδη δημιουργηθεί από το ελεύθερο εμπόριο μέσα στην περιοχή, και μέσω της κινητικότητας του κεφαλαίου και του εργατικού δυναμικού.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα για την ευελιξία των μισθών με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, ξεκίνησαν στη Γερμανία το 2003 από τον τότε καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, και παραμένουν το στήριγμα των καλύτερων οικονομικών προοπτικών σε σύγκριση με άλλες χώρες της περιοχής. Η Γαλλία και η Ιταλία, η δεύτερη και η τρίτη μεγαλύτερη χώρα της ευρωζώνης, έμεναν συνεχώς πίσω. Η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση στις επιχειρήσεις για την κάλυψη των κοινωνικών παροχών, και οι δύσκολες εργασιακές διαπραγματεύσεις σε σχέσει με τους μισθούς και τις απολύσεις, έχουν κάνει τις επιχειρήσεις να το σκέφτονται διπλά προτού εγκατασταθούν στις δύο χώρες.
Η επιτυχία του «La République en Marche» του Μακρόν είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή δεδομένου πως το κίνημά του ξεκίνησε μόλις πριν έναν χρόνο, και η νίκη του είναι η μεγαλύτερη κόμματος των τελευταίων 25 ετών. Εξίσου εντυπωσιακό το ότι ο Μακρόν πήρε το ρίσκο και εκστράτευσε με μια πλατφόρμα υπέρ της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της μείωσης των επιχειρηματικών κοστών στη Γαλλία μέσω μείωσης των φόρων. Με τη σημαντική πλειοψηφία που απολαμβάνει το REM στο γαλλικό κοινοβούλιο, αναμένει να έχει αρκετό διαπραγματευτικό περιθώριο στις δύσκολες συζητήσεις με τα συνδικάτα που πιθανότατα θα ακολουθήσουν. Ο Μακρόν ελπίζει να περάσει κάποια από τα μέτρα για να ενισχύσει την κερδοφορία ακόμη και τον επόμενο μήνα.
Από την άποψη των επενδυτών, τα μέτρα του Μακρόν, εάν εφαρμοστούν, θα επιτρέψουν στη Γαλλία να συνεργαστεί με τη Γερμανία σε κινήσεις υπέρ των αγορών. Ιδιαίτερα κατά την προεδρία του προκατόχου του Μακρόν Φρανσουά Ολλάντ, η δυνατότητα της Γαλλίας να δρα ως συν-αρχιτέκτονας της ευρωζώνης ήταν περιορισμένη λόγω των αντι-επιχειρηματικών πολιτικών και της χαμηλής δημοτικότητας της κυβέρνησης.
Αίτιο αισιοδοξίας είναι και τα αποτελέσματα τοπικών εκλογών στην Ιταλία στις 11 Ιουνίου. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων δεν κατάφερε να φτάσει στον δεύτερο γύρο σε καμία από τις 25 περιφερειακές πρωτεύουσες, με το κόμμα να χάνει ακόμη και τη Γένοβα, τη γενέτειρα του αρχηγού του κόμματος Μπέπε Γκρίλο. Η κακή επίδοση θεωρήθηκε θετικό σημάδι από τους επενδυτές που περιμένουν τις εθνικές εκλογές που θα πρέπει να διεξαχθούν μέχρι τον Μάιο του 2018.
Η αντίδραση της αγοράς στις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία και την Ιταλία εκφράστηκε καλύτερα μέσα από τη διαφορά απόδοσης των δεκαετών ομολόγων των δύο χωρών σε σχέση με αυτά της Γερμανίας, το μέτρο «ασφαλούς» χρέους της περιοχής. Η διαφορά του γαλλικού χρέους (λευκή γραμμή στο παρακάτω διάγραμμα) έπεσε κάτω από τις 35 μονάδες βάσης στις 19 Ιουνίου, ύστερα από τη νίκη του κόμματος του Μακρόν. Αυτή είναι η μικρότερη διαφορά από τον περασμένο Νοέμβριο. Στην Ιταλία, η διαφορά 167 μονάδων βάσης ήταν η μικρότερη από τον Ιανουάριο.
Προφανώς, υπάρχουν περιθώρια για μεγαλύτερη πρόοδο. Όμως ύστερα από μια άνοιξη με τις αγορές να φοβούνται την άνοδο του Εθνικού Μετώπου στην προεδρία της Γαλλίας, και με το σταθερό προβάδισμα του Κινήματος Πέντε Αστέρων στις δημοσκοπήσεις στην Ιταλία, οι πρόσφατες εξελίξεις θεωρούνται ευχάριστες εκπλήξεις. Επιπλέον, οποιαδήποτε θετική αντίδραση στη γαλλική οικονομία στα μέτρα του Μακρόν θα μπορούσε να ενισχύσει τις δυνάμεις υπέρ των αγορών στην Ιταλία πριν από τις εκλογές.
Εάν οι τρεις μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης μπορέσουν να συνεργαστούν, θα υπήρχε ουσιαστική προοπτική για τις χρηματιστηριακές αγορές να σημειώσουν σημαντική άνοδο. Πρώτον, η κεφαλαιοποίηση και των τριών χωρών – Γερμανία, 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, με τη λευκή γραμμή στο παρακάτω διάγραμμα, Γαλλία, 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, με τη διακεκομμένη κίτρινη γραμμή, και Ιταλία, 0,6 τρισεκατομμύρια δολάρια με την πράσινη γραμμή – είναι σημαντική χαμηλότερη από τα 27,1 τρισεκατομμύρια δολάρια των ΗΠΑ, κάτι που δείχνει πως υπάρχει σημαντικό περιθώριο ανόδου εάν οι κυβερνήσεις εισάγουν ευνοϊκούς φορολογικούς και εργασιακούς νόμους.