Τελευταία οι παραβάσεις έχουν αυξηθεί. Η στήριξη για κάποιου είδους τιμωρίας αυξάνεται επίσης, και φαίνεται να καραδοκεί κάποια σύγκρουση. Ωστόσο, η ΕΕ ανακαλύπτει πως δεν έχει καλούς τρόπους – δηλαδή πολιτικά εφικτούς – να επιβάλει το σύνταγμά της. Εκτός από την αντιμετώπιση των άμεσων επίμαχων ζητημάτων, οι ηγέτες της ένωσης θα πρέπει αργά ή γρήγορα να αντιμετωπίσουν αυτό το βαθύτερο πρόβλημα.
Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν μόλις ψήφισε για να ξεκινήσει διαδικασίες κατά της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας για την παραβίαση της συμφωνίας του 2015 της ΕΕ για τους μετανάστες. Υπό τη συμφωνία, δέχτηκαν να λαμβάνουν έναν συγκεκριμένο αριθμό προσφύγων κάθε τετράμηνο. Οι στόχοι δεν ήταν καθόλου απαιτητικοί (μόλις 1.294 άνθρωποι για την Ουγγαρία, για παράδειγμα), όμως τα σύνορα παρέμειναν κλειστά.
Η Ουγγαρία έχει απευθύνει την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας πως η συμφωνία παραβιάζει την εθνική κυριαρχία και πως δεν είναι δεσμευτική. Απόφαση αναμένεται τον Ιούλιο. Εάν η απόφαση βγει υπέρ της Κομισιόν, οι παραβάτες θα πρέπει να τηρήσουν τον λόγο τους ή διαφορετικά να αντιμετωπίσουν κυρώσεις.
Αυτός είναι καλός τρόπος διευθέτησης. Ζητά από ένα δικαστήριο τη δικαιοδοσία του οποίου αναγνωρίζουν όλες οι πλευρές να επιλύσει τη διαφορά. Όμως ας το συγκρίνουμε αυτό με μια άλλη σειρά ζητημάτων της ΕΕ.
Από τότε που ανήλθε στην εξουσία το 2015, το κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης της Πολωνίας (PiS) έχει επιδιώξει να πάρει τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και έχει προτείνει αλλαγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, κάτι που προκάλεσε επίσημη προειδοποίηση από την Ευρωπαϊκή Κομισιόν. Στην Ουγγαρία, η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν έχει επίσης επιτεθεί στα δικαστήρια και τον Τύπο. Πρόσφατα ακολούθησε το παράδειγμα του Βλαντίμιρ Πούτιν, περνώντας νόμο που επιτίθεται σε μη κυβερνητικές οργανώσεις που δέχονται χρηματοδότηση από το εξωτερικό. (Το Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης που στηρίζεται από τον Τζορτζ Σόρος ήταν ο κύριος στόχος.)
Αυτά τα μέτρα δείχνουν να περιφρονούν ξεκάθαρες δεσμεύσεις της ΕΕ σε δημοκρατικές νόρμες. Και υπάρχει διαδικασία – που περιγράφεται από το Άρθρο 7 της συνθήκης της Λισαβόνας – για την αντιμετώπισή τους. Το πρόβλημα είναι πως είναι αργή, περίπλοκη και πολιτικά φορτισμένη. Στην ουσία, ζητά από πολιτικούς και γραφειοκράτες να κρίνουν τις (εκλεγμένες) κυβερνήσεις των παραβατών χωρών.
Οι κυβερνήσεις φοβούνται σωστά πως κάτι τέτοιο θα ήταν ασύνετο: θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τις διαφωνίες. Πολλοί βλέπουν τη διαδικασία ως «πυρηνική επιλογή», πολύ επικίνδυνη και διχαστική για να χρησιμοποιηθεί. Η λύση που προτιμά η Γερμανία – την παρακράτηση βοήθειας σε χώρες που δε συμμορφώνονται με τους κανόνες της ΕΕ – θα έβλαπτε τους πιο ευάλωτους πολίτες της ΕΕ και θα δημιουργούσε νέες έχθρες.
Οι πρόσφατες τάσεις στην Ουγγαρία και την Πολωνία είναι πράγματι ανησυχητικές. Η ΕΕ χρειάζεται έναν τρόπο να επιβάλει τις δεσμεύσεις που έχουν πάρει τα μέλη της για τις δημοκρατικές νόρμες, αλλά έναν που δε θα φοβάται να χρησιμοποιήσει.
Προς το παρόν, οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να αυξήσουν τη διπλωματική πίεση στην Πολωνία και την Ουγγαρία, θυμίζοντάς τους τις υποσχέσεις που έχουν δώσει – και αν αποτύχει αυτό, επικαλούμενη την απειλή του Άρθρου 7. Ο δρόμος είναι επικίνδυνος, αναμφίβολα, όμως τουλάχιστον υπάρχει. Στο μέλλον, ωστόσο, η ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίσει πως συνταγματικά ερωτήματα όπως αυτά θα μπορούν να διευθετούνται πιο γρήγορα μέσω της δικαστικής οδού, η οποία μειώνει την πολιτική ένταση. Οι διαφωνίες για το τι προβλέπουν οι συνθήκες και τα συντάγματα αποτελούν νομικές διαφωνίες, και διευθετούνται καλύτερα σε δικαστήρια.