Η αναστολή της καταδίκης επίσης προσφέρει χρόνο στο ΔΝΤ και τους ευρωπαίους εταίρους του για να διευθετήσουν τις τεχνικές διαφορές τους για τις προοπτικές ανάπτυξης και προϋπολογισμού της ταλαιπωρημένης χώρας. Όμως ο κομψός συμβιβασμός του Ταμείου αφήνει την Ελλάδα κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου χρέους. Για να μειωθεί αυτό, η Ευρώπη θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να αφήσει στην άκρη την εσωτερική πολιτική και να δράσει με βάση την οικονομική λογική και ανάγκη.
Η Ευρώπη και το ΔΝΤ δεν έχουν καταφέρει να συμφιλιώσουν δύο απόψεις για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας, με τις διαφορές των δύο πλευρών να μεταφέρονται στον δημόσιο διάλογο. Οδηγούμενες κυρίως από μια ανάλυση ροής ρευστού, οι ευρωπαϊκές αρχές υποστηρίζουν πως τα χαμηλά επιτόκια και οι μακρές προθεσμίες έχουν κάνει το χρέος της χώρας βιώσιμο. Όμως το Ταμείο επισημαίνει πως, σχεδόν στο 200% του ΑΕΠ, ο σωρός χρέους της Ελλάδας αποτρέπει τις επενδύσεις και τις εισροές κεφαλαίου. Για το ΔΝΤ, η ουσιαστική μείωση του χρέους είναι κρίσιμη για τη δημιουργία εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που χρειάζεται για να βγει η Ελλάδα από την παρατεταμένη περίοδο ανέχειας.
Αυτός δεν είναι ο μόνος τομέας όπου διαφωνούν οι δύο μεγαλύτεροι πιστωτές της Ελλάδας. Διαφωνούν επίσης για τον ρεαλισμό κάποιων βασικών οικονομικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένου του σημαντικού πλέγματος μεταξύ ανάπτυξης και κρατικού προϋπολογισμού, με την Ευρώπη να υιοθετεί μια πολύ πιο αισιόδοξη προοπτική.
Για όσους παρακολουθούν την ελληνική οικονομική τραγωδία επί χρόνια, πολλές από τις απόψεις της Ευρώπης συνεχίζουν να αψηφούν την οικονομική λογική, για έναν απλό λόγο: οι ευρωπαίοι πολιτικοί ανησυχούν για τις εσωτερικές πολιτικές συνέπειες εάν προσφέρουν ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα, ιδιαίτερα πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο. Προσφέροντας ελάφρυνση χρέους, φοβούνται, θα υπονομεύσουν την αξιοπιστία των κυβερνώντων κομμάτων και θα ενισχύσουν τα ακραία κινήματα.
Αναμφίβολα, η συγχώρεση χρέους είναι περίπλοκη, δημιουργεί δύσκολα ερωτήματα δικαιοσύνης και πρωτοβουλιών. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, έρχεται μια στιγμή που η άρνηση διαγραφής χρέους είναι πιο επιζήμια. Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι γνωρίζουν πολύ καλά όπως και το ΔΝΤ πως η Ελλάδα βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό σε αυτό το στάδιο, μετατρέποντας τη χώρα σε «προστατευόμενο» μέσα σε μια ευρωζώνη που δεν ευνοεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Όμως δείχνουν ανίκανοι να δράσουν.
Με την Ευρώπη και το ΔΝΤ να αδυνατούν να συμφωνήσουν, η Ελλάδα έχει στερηθεί την επιπλέον χρηματοδότηση που χρειάζεται για να διευθετήσει εγχώριους λογαριασμούς και να καλύψει τις μάλλον μεγάλες πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους τον Ιούλιο. Την ίδια στιγμή, η ανάπτυξη είναι και πάλι αδύναμη, παρά την άνοδο της οικονομικής επίδοσης στην Ευρώπη ως σύνολο. Για να ξεπεράσει αυτό το αδιέξοδο, το ΔΝΤ έχει συμβιβαστεί αναβιώνοντας την πρακτική της έγκρισης ενός χρηματοδοτικού προγράμματος «επί της αρχής».
Μια έγκριση επί της αρχής σηματοδοτεί την στήριξη του Ταμείου στις προθέσεις οικονομικής πολιτικής μιας χώρας. Αυτό μπορεί να ξεκλειδώσει άλλη χρηματοδότηση (σε αυτήν την περίπτωση, από την Ευρώπη). Όμως το ΔΝΤ δεν εκταμιεύει δικά του δάνεια, περιμένοντας ένα πιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα στις γενικές οικονομικές εξασφαλίσεις (σε αυτήν την περίπτωση, μια κατάλληλη ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα).
Είναι ένας βραχυπρόθεσμος συμβιβασμός που αναγνωρίζει το πολιτικό ημερολόγιο και τους περιορισμούς της Ευρώπης, βοηθά την Ελλάδα να αποφύγει τη χρεοκοπία, και διαφυλάσσει τους πόρους του ΔΝΤ. Αυτή η μεταρρύθμιση θα εναποθέσει περισσότερο χρηματοδοτικό βάρος στην Ευρώπη, όπου ανήκει. Επίσης παρέχει ένα σημαντικό δείγμα ενότητας, παρά τις ουσιαστικές διαφορές που παραμένουν.
Όμως αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ακόμη προσωρινή λύση – ή για να το θέσουμε λιγότερο γενναιόδωρα, συνέχεια της προσέγγισης «παράτασης και προσποίησης». Παρ’ ότι πράγματι διευθετείται το άμεσο θέμα χρηματοδότησης, δε γίνονται αρκετά για να τεθεί η Ελλάδα σε έναν ρεαλιστικό δρόμο προς τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη και την οικονομική βιωσιμότητα. Επίσης απειλεί να εκθέσει το ΔΝΤ σε ακόμη μεγαλύτερη πολιτική πίεση, τονίζοντας δικαιολογημένα ερωτήματα για την ομοιομορφία της αντιμετώπισής του σε χώρες μέλη.
Έχοντας συμβιβαστεί, το ΔΝΤ θα πρέπει τώρα να μείνει σταθερό στις θέσεις του και να αρνηθεί να κάνει λειτουργική τη ρύθμισή του για την Ελλάδα μέχρι να ικανοποιηθούν οι υπολογισμοί του για την ελάφρυνση χρέους και οι τεχνικές εκτιμήσεις του. Και αντί να κηρύξουν τη νίκη, όπως είχαν την τάση να κάνουν στη δήλωση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στα μέσα του Ιουνίου, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτόν τον συμβιβασμό ως το επόμενο βήμα στην ελάφρυνση της όλο και πιο αστήριχτης στάσης τους για το ελληνικό χρέος.
Εν τω μεταξύ, και οι δύο πλευρές θα κάνουν καλά να πραγματοποιήσουν προσεκτική ανάλυση προηγούμενων εμπειριών με προγράμματα που είχαν εγκριθεί επί της αρχής αντί να γίνουν άμεσα λειτουργικά. Όταν είναι πλήρως καθορισμένα, συμπεριλαμβανομένης της συγκεκριμενοποίησης μιας σύντομης περιόδου για την αναμενόμενη στροφή σε πλήρη λειτουργικότητα, αυτού του είδους τα προγράμματα μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες και αγωγοί για τη χαλάρωση μιας δεσμευτικής πίεσης στην ανάπτυξη και την οικονομική βιωσιμότητα. Πρέπει να αποτελούν μέρος μιας εποικοδομητικής διαδικασίας. Δε δουλεύουν ως μεμονωμένες λύσεις.
Παρά τις αναποδιές στην πορεία, η χρήση τέτοιων προγραμμάτων τη δεκαετία του 1980 συνέβαλε στην αποφυγή καταστροφικών χρεοκοπιών, και κατέληξε σε ουσιαστικές μειώσεις χρέους και υποχρεώσεων εξυπηρέτησης χρέους, που βοήθησαν αρκετές οικονομίες της Λατινικής Αμερικής να επαναφέρουν μια υψηλή ανάπτυξη και οικονομική βιωσιμότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, η διαδικασία επαναλήφθηκε επιτυχώς σε προγράμματα μείωσης χρέους για χώρες με χαμηλό εισόδημα υπό την πρωτοβουλία HIPC (Βαριά χρεωμένες φτωχές χώρες).
Ο απρόθυμος βραχυπρόθεσμος συμβιβασμός ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ευρώπη έρχεται ύστερα από μήνες τεταμένων συζητήσεων. Για το καλό της Ελλάδας, και της αξιοπιστίας των δικών τους μελλοντικών συναλλαγών, θα πρέπει να τον δουν ως πρώτο βήμα για μια οριστική λύση για τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα της Ελλάδας. Οι έλληνες πολίτες περίμεναν και υπέφεραν ήδη αρκετά.