Έχουμε ήδη δει πολλά παραδείγματα αυτής της αλλαγής. Η παραδοσιακή αφοσίωση των ΗΠΑ σε παγκόσμιους οργανισμούς έχει ξεπεραστεί από την ιδέα του «πρώτα η Αμερική». Συμμαχίες και εγγυήσεις ασφαλείας που κάποτε θεωρούνταν δεδομένες έχουν αρχίσει να εξαρτώνται από τις δαπάνες των συμμάχων για την άμυνα και από το κατά πόσο φαίνεται να έχουν άδικο πλεονέκτημα από το εμπόριο με τις ΗΠΑ.
Γενικότερα, το εξωτερικό εμπόριο αντιμετωπίζεται καχύποπτα – υποτίθεται πως είναι πηγή απώλειας εργασιών, και όχι μια μηχανή επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων εργασίας, ανάπτυξης και σταθερότητας. Οι μεταναστευτικές και προσφυγικές πολιτικές έχουν γίνει περισσότερο περιοριστικές. Λιγότερη έμφαση δίνεται στην προώθηση της δημοκρατίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Περισσότερα δολάρια πηγαίνουν στην άμυνα, όμως λιγότεροι πόροι αφιερώνονται στη στήριξη της παγκόσμιας υγείας ή της ανάπτυξης.
Αυτά δεν πρέπει να τα μπερδέψουμε με τον απομονωτισμό. Ακόμη κι η Αμερική του Τραμπ θα συνεχίσει να παίζει ουσιαστικό ρόλο στον κόσμο. Χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της δύναμη στη Μέση Ανατολή και το Αφγανιστάν, αυξάνει τη διπλωματική πίεση στη Βόρεια Κορέα να περιορίσει τα πυρηνικά της προγράμματα, και επαναδιαπραγματεύεται τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών με τον Καναδά και το Μεξικό. Και οι πολιτικές των πολιτειών, των πόλεων και των εταιρειών θα μεταφραστούν σε μια αμερικανική δέσμευση για την κλιματική αλλαγή, παρά την απόφαση του Τραμπ να εγκαταλείψει τη συμφωνία του Παρισιού.
Παρ’ όλα αυτά, μια μεταβολή από έναν κόσμο όπου πρωτοστατούσαν οι ΗΠΑ, με δομημένες σχέσεις και σταθερούς θεσμούς, προς κάτι άλλο, βρίσκεται σε εξέλιξη. Το ποια θα είναι αυτή η εναλλακτική, ωστόσο, παραμένει άγνωστο. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως δεν υπάρχει εναλλακτική μεγάλη δύναμη, πρόθυμη και ικανή να βγει μπροστά και να αναλάβει τον ρόλο που κατείχαν οι ΗΠΑ.
Η Κίνα αναφέρεται συχνά ως υποψήφιος, όμως η ηγεσία της εστιάζει κυρίως στη σταθεροποίηση της εσωτερικής τάξης και τη διατήρηση των τεχνητά υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης για να αποτρέψει λαϊκές αντιδράσεις. Το ενδιαφέρον της Κίνας για τοπικούς και παγκόσμιους θεσμούς φαίνεται σχεδιασμένο κυρίως για να ενισχύσει την οικονομική και γεωπολιτική επιρροή της, και όχι για να βοηθήσει στη δημιουργία κανόνων και και ευρέως ωφέλιμων συμφωνιών.
Παρομοίως, η Ρωσία είναι μια χώρα με μια οικονομία με στενές βάσεις, υπό μια κυβέρνηση που εστιάσει στην ανάκτηση εξουσίας στο εσωτερικό και στην αποκατάσταση της ρωσικής επιρροής στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Η Ινδία είναι απασχολημένη με τις προκλήσεις της οικονομικής ανάπτυξης και είναι δεσμευμένη από την προβληματική της σχέση με το Πακιστάν. Η Ιαπωνία εμποδίζεται από τον σε πτώση πληθυσμό της, τους εσωτερικούς πολιτικούς και οικονομικούς περιορισμούς, και την καχυποψία των γειτόνων της.
Η Ευρώπη, από την πλευρά της, είναι απασχολημένη με ερωτήματα που αφορούν τη σχέση μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως αποτέλεσμα, ολόκληρη η ήπειρος είναι λιγότερο από το άθροισμα των μερών της – κανένα από τα οποία δεν είναι αρκετά μεγάλο για να διαδεχθεί την Αμερική στην παγκόσμια σκηνή.
Όμως η απουσία ενός μοναδικού διαδόχου των ΗΠΑ δε σημαίνει ότι αυτό που ακολουθεί είναι χάος. Τουλάχιστον επί της αρχής, οι πιο ισχυρές χώρες της κόσμου θα μπορούσαν να συνεργαστούν και να καλύψουν τη θέση της Αμερικής. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό δε θα συμβεί, καθώς αυτές οι χώρες δεν έχουν τις ικανότητες, την εμπειρία και, πάνω απ’ όλα, τη συναίνεση, για το τι χρειάζεται να γίνει και ποιος πρέπει να το κάνει.
Μια πιο πιθανή εξέλιξη είναι η ανάδειξη ενός μείγματος τάξης και αταξίας, τόσο σε τοπικό όσο και παγκόσμιο επίπεδο. Η Κίνα θα προωθήσει διάφορους μηχανισμούς εμπορίου, υποδομών και ασφαλείας στην Ασία. Τα υπόλοιπα 11 μέλη της Δια-Ειρηνικής Συνεργασίας μπορεί να ενεργοποιήσουν την εμπορική συμφωνία τους χωρίς τις ΗΠΑ.
Λιγότερο ξεκάθαρο είναι εάν η Κίνα είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να περιορίσει τη Βόρεια Κορέα, πώς η Ινδία και το Πακιστάν θα αποφύγουν τη σύγκρουση, και η επίλυση πολλών εδαφικών διαφωνιών στην Ασία. Είναι εξαιρετικά εύκολο να φανταστούμε ένα μέλλον στην Ασία και τον Ειρηνικό με υψηλότερες δαπάνες σε κάθε είδους οπλισμό – και συνεπώς πιο ευάλωτο σε βίαιες συγκρούσεις.
Η Μέση Ανατολή ήδη υποφέρει από πρωτοφανή αστάθεια, αποτέλεσμα τοπικών αντιπαραθέσεων και πραγματικοτήτων, και των 15 ετών κατά τα οποία οι ΗΠΑ έκαναν πρώτα πάρα πολλά και μετά πολύ λίγα για να διαμορφώσουν το μέλλον της περιοχής. Ο άμεσος κίνδυνος δεν είναι μόνο η περαιτέρω επιδείνωσε σε αποτυχημένα κράτη όπως η Υεμένη, η Συρία και η Λιβύη, αλλά και η άμεση σύγκρουση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν.
Η Ευρώπη μπορεί να είναι ενός είδους εξαίρεση σε αυτές τις τάσεις, καθώς η εκλογή του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία έχει οδηγήσει σε ανάδειξη μιας κυβέρνησης που είναι πρόθυμη να μεταρρυθμίσει την ΕΕ. Όμως η ίδια η ΕΕ αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον, δεδομένου του Brexit και των αργά εξελισσόμενων κρίσεων σε Ιταλία και Ελλάδα, για να μην αναφέρουμε την πιθανότητα παρεμβάσεων από τη Ρωσία ή και χειρότερα.
Σε όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει τη Βενεζουέλα και τις γνωστές φρικαλεότητες στο Νότιο Σουδάν και τη Δημοκρατία του Κονγκό. Και μετά έχουμε την αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στις παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η διαχείριση του κυβερνοχώρου, και την προθυμία των κυβερνήσεων να συνεργαστούν για να τις αντιμετωπίσουν.
Υπάρχει μια ειρωνεία σε αυτήν την παγκόσμια στροφή των πραγμάτων. Επί δεκαετίες, πολλές χώρες κατέκριναν την πολιτική των ΗΠΑ, τόσο για αυτά που ήταν όσο και για αυτά που δεν ήταν. Αυτές οι ίδιες χώρες αντιμετωπίζουν τώρα την προοπτική ενός κόσμου όπου η αμερικανική ηγεσία θα παίζει μικρότερο ρόλο. Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο πως είναι έτοιμες για έναν τέτοιον κόσμο, ή πως θα είναι καλύτερα σε αυτόν.