Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις ο πόνος της διάσωσης δε διαδόθηκε σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Το περιθώριο μπορεί να είναι ελάχιστο σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά η ικανότητα κατανομής της οδύνης των οικονομικών διαταραχών μέσω των πιστωτικών και κεφαλαιακών αγορών είναι κρίσιμη εάν το ενιαίο νόμισμα θέλει να είναι βιώσιμο.
Εργασία που κυκλοφόρησε πολύ το 2004 μέτρησε την ικανότητα απορρόφησης κραδασμών στις Ηνωμένες Πολιτείες και διαπίστωσε ότι λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο κάθε ασύμμετρου σοκ απορροφάται από την πληγείσα πολιτεία των ΗΠΑ. Το υπόλοιπό διαμοιράζεται μέσω της ομοσπονδιακής δημοσιονομικής πολιτικής (15%), των πιστωτικών αγορών (14%) και των κεφαλαιαγορών (36%). Όταν μια πολιτεία οδεύει προς ύφεση, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση γίνεται καθαρός εισφορέας στην τοπική οικονομία. Οι εξωπολιτειακές τράπεζες χάνουν από τα δάνειά τους σε επιχειρήσεις και καταναλωτές εντός τις πολιτείας. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες από όλη την επικράτεια δέχονται πλήγμα στα αποθέματα μετοχών και ομολόγων από τις εταιρείες της επηρεασμένης πολιτείας. Ο πόνος διαμοιράζεται σε αυτούς τους φορείς.
Τώρα συγκρίνετέ το αυτό με την ευρωζώνη. Μια έκθεση της Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας τον Μάιο καταδεικνύει ότι πάνω από το 80% του σοκ σε μια χώρα της ευρωζώνης θα παραμείνει στην εγχώρια αγορά, με λιγότερο από το 20% του οικονομικού πόνου να διαμοιράζεται στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Η δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλεται από τα όρια χρέους και ελλείμματος, καθώς και η έλλειψη δυνατότητας υποτίμησης, σημαίνει ότι οι οικονομικές κρίσεις δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις παραδοσιακές μακροοικονομικές πολιτικές, οπότε η διάχυση μέσω των κεφαλαίων και των πιστωτικών διαύλων είναι σημαντική.
Στο παρακάτω διάγραμμα, από την έκθεση της ΕΚΤ, η γαλάζια στήλη είναι η αναλογία των κραδασμών σε συγκεκριμένη χώρα που δεν εξομαλύνονται ή δεν κατανέμονται σε ολόκληρη την ευρωζώνη μέσω διασυνοριακής ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων (κανάλι κεφαλαίου) διασυνοριακών δανειοδοτήσεων και δανειοληψιών (πιστωτικό κανάλι) και διασυνοριακών μεταφορών (δημοσιονομικός δίαυλος).
Οι δείκτες της ΕΚΤ αποκαλύπτουν ότι το επίπεδο χρηματοπιστωτικής ενοποίησης στην ευρωζώνη είναι το ίδιο όπως ήταν πριν από 15 χρόνια. Όχι μόνο αυτό, αλλά η συγκέντρωση πιστώσεων σημαίνει ότι ένα σοκ θα μπορούσε να εξαπολύσει μια τραπεζική κρίση σε μια χώρα της ευρωζώνης. Η ειρωνεία είναι ότι το επίπεδο των εγχώριων κυβερνητικών και εταιρικών ομολόγων που τηρούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της εκδότριας χώρας είναι πλέον υψηλότερο από ό, τι κατά το ξεκίνημα του ευρώ. Στην προσπάθειά της να κερδίσει χρόνο, οι προσπάθειες ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ είχαν ως αντίκτυπο την αύξηση του οικονομικού διαχωρισμού και όχι το αντίθετο.
Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια τραπεζών των ίδιων χωρών, αντί να διασκορπίζεται σε ολόκληρη την ευρωζώνη, μια κρίση, για παράδειγμα στην Ιταλία, θα ήταν περισσότερο αισθητή στις ιταλικές τράπεζες και ούτω καθεξής. Δεν υπάρχει επίσης πολύ περιθώριο για την εξάπλωση του πόνου: η ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση, όπως μετράται από τις διασυνοριακές δραστηριότητες συγχώνευσης και εξαγοράς χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην ευρωζώνη, μειώνεται σταθερά και συγκρίνεται δυσμενώς με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ενισχύοντας το πρόβλημα, οι εξειδικευμένοι νέοι απόφοιτοι μπορούν να μεταναστεύσουν από την επηρεασμένη χώρα, αφήνοντας πίσω τους ένα υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης και εξαρτώμενων από επιδόματα. Οι χώρες που δεν είναι πλέον σε θέση να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους μέσω των παραδοσιακών οικονομικών εργαλείων, μένουν με τα προβλήματα ενώ το ανθρώπινο κεφάλαιό τους είναι μειώνεται. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία – και σε κάποιο βαθμό στη Γαλλία – μετά την οικονομική κρίση του ευρώ το 2012, αφήνοντας υψηλή ανεργία και πολιτικές αντιδράσεις.
Ίσως μια ισχυρότερη πολιτική συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και της αναζωογονημένης Γαλλίας θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες δυνατότητες φορολογικών μεταφορών και θα συμβάλει στην αντιστάθμιση του κινδύνου κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Ωστόσο, οι πιστωτικές και κεφαλαιακές αγορές παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από τις κυβερνητικές ενέργειες στις ΗΠΑ και πρέπει να κάνουν το ίδιο και στην ευρωζώνη.
Υπάρχουν δύο οχήματα που είναι απαραίτητα για τη βελτίωση αυτών των καναλιών. Το ένα είναι η ένωση κεφαλαιαγορών, η οποία εναρμονίζει τους κανόνες για τα ομόλογα και τους τίτλους. Το άλλο είναι η τραπεζική ένωση, η οποία επιδιώκει να δημιουργήσει ένα ενιαίο μηχανισμό εποπτείας και εξυγίανσης και, αμφιλεγόμενα, ένα κοινό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Η ένωση των κεφαλαιαγορών έχει σταματήσει λόγων των ανησυχιών για την κοινοποίηση της κυριαρχίας, των καθυστερήσεων και της αντίθεσης από ομάδες ειδικού συμφέροντος. Η τραπεζική ένωση έχει επίσης παγώσει. Όπως σημειώνει η έκθεση της ΕΚΤ, φαίνεται ότι η αγορά δεν έχει την πεποίθηση ότι θα ολοκληρωθεί. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των αγορών, από τις ιταλικές τράπεζες που ταλαιπωρούνται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μέχρι γερμανικές και τα προβλήματα κερδοφορίας τους, και τις αυστηρά ρυθμισμένες σκανδιναβικές τράπεζες.
Πέρασαν περισσότερα από 90 χρόνια από τη δημιουργία του δολαρίου και μέχρι την Εθνική Τραπεζική Πράξη του 1863 στις ΗΠΑ, η οποία δημιούργησε ένα εθνικό τραπεζικό σύστημα μέσα από τα ομοσπονδιακά τραπεζικά καταστατικά. Η περιοχή της ευρωζώνης έχει σίγουρα παραδείγματα για να μιμηθεί. Ωστόσο, έχει καθυστερήσει να υιοθετήσει τα διδάγματα από το σύστημα απορρόφησης κραδασμών των ΗΠΑ. Η τρέχουσα περίοδος της ισχυρής ανάκαμψης είναι η κατάλληλη στιγμή για να προωθηθεί αυτό.