Το ερώτημα είναι αν αυτός ο συναισθηματικός μετασχηματισμός θα αναδιοργανώσει τελικά την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και ενδεχομένως στον κόσμο.
Οι εξελίξεις που βρίσκονται καθ’ οδόν στη Βρετανία και τη Γαλλία θα αποδειχθούν καθοριστικές. Παραμένει να δούμε πώς οι βρετανοί θα αποκαταστήσουν τη ζημιά που προκαλούν στον εαυτό τους μέσω του τέλματος του Brexit. Και είναι ακόμα ασαφές αν οι γάλλοι μπορούν να εκμεταλλευτούν την ισχυρή και θετική ενέργεια του νέου προέδρου τους, Εμανουέλ Μακρόν, για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν τόση ανάγκη.
Ωστόσο, ακόμη και με αυτές τις αβεβαιότητες, οι δύο χώρες συμμετέχουν σε ένα είδος μεταφοράς συναισθημάτων μηδενικού αθροίσματος, η οποία είναι αδύνατο να αγνοηθεί. Στο παρελθόν, ταξιδεύοντας στο Λονδίνο από το Παρίσι, θα μπορούσε κανείς εύκολα να αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ των δύο πόλεων. Το Λονδίνο ξεχείλιζε με δυναμισμό, και ήταν υπερήφανο που μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της πολυπολιτισμικότητας. Το Παρίσι, αν και αναμφισβήτητα πιο όμορφο, κινδύνευε να γίνει μια νέα Ρώμη, αιχμάλωτος της παλιάς δόξας, στην καλύτερη περίπτωση ένα μέρος για να επισκεφτεί κανείς, αλλά όχι ένα μέρος για να μείνει.
Σήμερα, η εμπιστοσύνη έχει εξαφανιστεί στη Βρετανία λόγω των κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών, της τρομοκρατίας και της αβεβαιότητας για το μέλλον της χώρας. Σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις, ενώ εκείνοι που ψήφισαν υπέρ του Brexit υποστηρίζουν την απόφασή τους, το συναίσθημα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει υποχωρήσει, και η επιθυμία εγκατάλειψης της ΕΕ έχει μειωθεί. Οι ψηφοφόροι φαίνεται να παλεύουν με το πώς η αναχώρησή τους θα κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο ασφαλέστερο ή θα αντιμετωπίσει τις ανάγκες των φτωχότερων και πιο ευάλωτων.
Στη Γαλλία, αντιθέτως, αισθάνεται κανείς μια νέα και θετική ενέργεια. Η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον έχει επιστρέψει, αντανακλάται στη συντριπτική υποστήριξη του γαλλικού κοινού για την προσπάθεια του Παρισιού να φιλοξενήσει τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024. Η φιλοξενία των αγώνων, ένα παγκόσμιο σύμβολο θετικών προσδοκιών, βελτίωσε το κλίμα στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από 12 χρόνια, τον Ιούλιο του 2005, όταν ανατέθηκαν στο Λονδίνο οι θερινοί Ολυμπιακοί του 2012. (Οι εορτασμοί, ωστόσο, σταμάτησαν απότομα, όταν τρομοκράτες επιτέθηκαν την επόμενη ημέρα στο σύστημα μεταφορών του Λονδίνου).
Φυσικά, η γαλλική αισιοδοξία δεν σημαίνει ότι όσοι ηττήθηκαν στην κάλπη δεν θα βγουν στους δρόμους, ειδικά για να αντιταχθούν στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στη γαλλική εργασιακή νομοθεσία. Όμως η αντιπολίτευση είναι τώρα μια μειονότητα σε μια χώρα όπου η διάθεση είναι ελαφρύτερη, ακόμη και χαρούμενη. Αυτό ισχύει ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.
Η τρέχουσα διάθεση θυμίζει την ατμόσφαιρα που επικράτησε για λίγο στη Γαλλία τον Ιούλιο του 1998, όταν η “Les Tricolores” θριάμβευσε τη Βραζιλία στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου. Αλλά αυτή τη φορά, το συναίσθημα της ισχύος μπορεί να φτάσει βαθύτερα και να διαρκέσει περισσότερο. Το οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη είναι πιο ευνοϊκό, και η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των γαλλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων μετατοπίζεται προς όφελος της μεταρρυθμιστικής Confédération française démocratique du travail (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας) και μακριά από την πιο ιδεολογική Confédération générale du travail (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών).
Ένας συνδυασμός δεξιοτήτων ηγεσίας και συνεχούς τύχης σημαίνει ότι, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες στη Γαλλία, μπορεί να δικαιολογηθεί μια συνετή αισιοδοξία. Για να παραφράσουμε τον ιταλό πολιτικό θεωρητικό Αντόνιο Γκράμσι, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για δικαιολογημένη «αισιοδοξία του πνεύματος» στη Γαλλία.
Ως αποτέλεσμα της εκλογής του Μακρόν και του αποτυχημένου στοιχήματος της βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι με τις πρόωρες γενικές εκλογές που προκήρυξε νωρίτερα αυτό το μήνα για να αποκτήσει θέση ισχύος στις διαπραγματεύσεις του Brexit, η Γαλλία τώρα επηρεάζει την κατεύθυνση της Ευρώπης πολύ περισσότερο από ό,τι η Βρετανία . Η μόνη χώρα των “Μεγάλων Τριών” της ΕΕ που έχει παραμείνει σταθερή είναι η Γερμανία, εν αναμονή της επανεκλογής της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ τον Σεπτέμβριο.
Η Ιταλία θα επιθυμούσε να αντικαταστήσει το Ηνωμένο Βασίλειο στην τριάδα ισχυρών της Ευρώπης. Όμως η Ιταλία πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα. Ο πρώην πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσπαθεί να επιστρέψει στην εξουσία, δεν είναι ο ιταλός Μακρόν. Όσο ταλέντο και ενέργεια κι αν μπορεί να έχει ο Ρέντσι, στερείται βαρύτητας του Μακρόν και της κατανόησης του εκλογικού σώματος.
Εν τω μεταξύ, μια νέα και καλύτερη ισορροπία μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας συνεπάγεται σημαντική πρόοδο για την ευρωπαϊκή σταθεροποίηση. Το πρόβλημα της Ευρώπης, σε αντίθεση με όσα ισχυρίστηκαν πολλοί επικριτές, δεν ήταν η “πάρα πολύ Γερμανία”. Ήταν η «πολύ λίγη Γαλλία». Μια «γαλλική στιγμή» μπορεί συνεπώς να σημαίνει μια «ευρωπαϊκή στιγμή», εάν σημάνει την ανασύσταση μιας αποτελεσματικής γαλλογερμανικής συμμαχίας.
Οι αμερικανοί, επίσης, πρέπει να κατανοήσουν τις μετατοπίσεις που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη. Πριν από λίγες ημέρες, σε ένα διεθνές συνέδριο στη Βενετία, ένας συντηρητικός Ρεπουμπλικανός κάλεσε τους ευρωπαίους να «σταματήσουν να επικρίνουν την κυβέρνηση Τραμπ όπως το κάνουν». Διαφορετικά, προειδοποίησε: «Το μόνο αποτέλεσμα θα είναι να γίνουμε πολύ χειρότεροι. Και θέλετε πραγματικά να μείνετε μόνοι με μια πολύ ισχυρή Γερμανία;»
Αφήνοντας στην άκρη την έμμεση απειλή, η ιδέα ότι η εναλλακτική λύση στην Αμερική είναι να “μείνουμε μόνοι” με μια “πολύ ισχυρή Γερμανία” είναι διασκεδαστική. Η Γερμανία, άλλωστε, ποτέ δε θέλησε να βρεθεί μόνη της στην κορυφή της ΕΕ. Και τώρα, με την αλλαγή της γαλλικής πολιτικής υπό τον Μακρόν, δεν θα χρειαστεί να είναι.
Τα συναισθήματα μπορεί να μην επαρκούν για να εξηγήσουν όλες τις πολιτικές πραγματικότητες. Όμως, η μετατόπιση της εθνικής διάθεσης στη Βρετανία και τη Γαλλία είναι αναμφισβήτητη και θα παίξει έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πολιτικής της Ευρώπης.