Για ποιανού λογαριασμό μιλούν οι επιχειρηματικές ενώσεις; Των επιχειρήσεων. Όμως ποιος είναι οι “επιχειρήσεις”;
Είναι ένα όλο και πιο επιτακτικό ερώτημα, καθώς, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν αλλάξει ριζικά πώς βλέπουν τον εαυτό τους, οι επιχειρηματικές ενώσεις δεν έχουν ακόμη καλύψει τη διαφορά. Και η επακόλουθη υστέρηση καθιστά τον καπιταλισμό λιγότερο έγκυρο σε πολλές χώρες.
Η παραδοσιακή άποψη την επιχείρηση – την οποία μοιράζεται τόσο ο Καρλ Μαρξ όσο και ο Μίλτον Φρίντμαν – είναι ότι πρόκειται για μια οργάνωση ιδιοκτησίας καπιταλιστών (μετόχων), για λογαριασμό των οποίων λειτουργεί. Προσλαμβάνει εργαζόμενους και αγοράζει άλλους πόρους για να μεγιστοποιήσει τις αποδόσεις για εκείνους που βάζουν τα χρήματα. Σύμφωνα με τον Φρίντμαν, η κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης είναι να αυξήσει τα κέρδη. Οποιοσδήποτε στόχος δεν ωφελεί άμεσα τους μετόχους είναι απλά ένας άλλος παραμορφωτικός φόρος.
Αλλά τι κάνει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μιας επιχείρησης να συμπεριφέρονται με τρόπο που μεγιστοποιεί την αξία; Στην πραγματικότητα, οι σύγχρονες εταιρίες αγωνίζονται να δημιουργήσουν μια αίσθηση μιας συνεργατικής κοινότητας εργαζομένων, στελεχών, προμηθευτών, δανειστών, διανομέων, παρόχων υπηρεσιών, πελατών και μετόχων, όλοι συνεργαζόμενοι για τη δημιουργία αξίας εξυπηρετώντας καλύτερα τις ανάγκες και τις προσδοκίες των πελατών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι United Airlines θα προτιμούσαν οι υπάλληλοί τους να μεταχειρίζονται τους επιβάτες με χάρη. Ή γιατί η Goldman Sachs θα επιθυμούσε οι τραπεζίτες της να μη συμμετέχουν και υποκινούν μαζική διαφθορά. Η Apple αναμένει από τους προμηθευτές της να μεταχειρίζονται τους εργάτες τους με ανθρώπινο τρόπο. Η UnitedHealthcare ελπίζει ότι οι υπάλληλοί της θα διαχειρίζονται τις αποζημιώσεις με ειλικρίνεια. Οι μέτοχοι της Uber ανησυχούν ότι η κακή συμπεριφορά των ανώτερων στελεχών μπορεί να αναγκάσει τους πελάτες να στραφούν σε άλλους παρόχους υπηρεσιών και τους πολύτιμους εργαζόμενους να τους εγκαταλείψουν.
Για να δημιουργηθούν λειτουργικές συνεργατικές οργανώσεις, οι άνθρωποι έχουν εξελίξει ένα αίσθημα του «εμείς», ένα αίσθημα ότι ανήκουμε σε αυτό που ο γνωστός ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας Μπένεντικτ Άντερσον αποκαλεί «φανταστική κοινότητα». Οφείλουμε σε αυτές τις κοινότητες την αφοσίωσή μας, και αισθανόμαστε περηφάνια για τα επιτεύγματά τους, πόνο στα παραπατήματά τους και ελπίδα για τη συνεχιζόμενη επιτυχία τους. Συνεργαζόμαστε όχι μόνο επειδή είναι οικονομικό μας συμφέρον, αλλά επειδή ένα κοκτέιλ ηθικών συναισθημάτων – η πίστη, η υπερηφάνεια, η ενοχή, η ντροπή, η αγανάκτηση, η χαρά – μας κάνουν να δουλέψουμε και να υποστηρίξουμε την ομάδα μας.
Η εστίαση του Άντερσον ήταν η άνοδος του εθνικισμού. Όμως οι επιχειρήσεις προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ανάλογη αίσθηση αφοσίωσης, καθορίζοντας την αποστολή, το όραμα και τις αξίες τους με υψηλό επίπεδο. Όταν η Chase Manhattan Bank αγόρασε τη J.P. Morgan το 2000, τα διευθυντικά στελέχη της θεώρησαν ότι είχαν επίσης αποκτήσει το δικαίωμα να μετονομάσουν τον οργανισμό. Σύντομα ανακάλυψαν ότι η J.P. Morgan ήταν μια πιο υψηλού κύρους φανταστική κοινότητα από την Chase στα μάτια των πελατών και των εργαζομένων της.
Είναι εύκολο να κατανοήσουμε γιατί το όραμα της επιχείρησης ως συνεργατικής κοινότητας κερδίζει στις επιχειρηματικές σχολές και τις πιο επιτυχημένες επιχειρήσεις. Ένας λόγος είναι ότι στις περισσότερες εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, οι μέτοχοι είναι παθητικοί επενδυτές που απλά θέλουν να γνωρίζουν αρκετά για την επιχείρηση για να αποφασίσουν αν θα αγοράσουν ή θα πουλήσουν. Δεν θέλουν να συμμετέχουν στις αποφάσεις.
Ταυτόχρονα, η δημιουργία μιας αίσθησης αφοσίωσης και εμπιστοσύνης στους ενδιαφερόμενους, διευκολύνει τη λειτουργία. Η στενή εστίαση στα συμφέροντα των μετόχων θα ωθήσει όλους τους άλλους ενδιαφερόμενους να επιδιώξουν τα στενά τους συμφέροντα, αυξάνοντας τις συγκρούσεις και το κόστος των συναλλαγών. Ο διευθύνων σύμβουλος μπορεί να διοριστεί από ένα διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου επιλέγονται από τους μετόχους, αλλά υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει και παρακινεί το δίκτυο των ενδιαφερομένων που στηρίζουν την επιτυχία της εταιρείας.
Ωστόσο, η κοινωνική και πολιτική εκπροσώπηση των επιχειρήσεων μοιάζει περισσότερο με το αρχέτυπο του Φρίντμαν. Οι επιχειρηματικές ενώσεις πολύ συχνά μιλούν μόνο για το στενό συμφέρων των καπιταλιστών ιδιοκτητών. Σε μία χώρα μετά την άλλη – είτε στην Αργεντινή, τη Χιλή, την Κολομβία, τη Γαλλία, το Μεξικό ή το Ηνωμένο Βασίλειο – οι επιχειρηματικές οργανώσεις δίνουν πολιτική φωνή στους εργοδότες και όχι στο δίκτυο των ενδιαφερομένων.
Η πολιτική εκπροσώπηση των επιχειρήσεων καθεαυτή, εάν είναι καλά σχεδιασμένη, είναι ανεκτίμητη για την κοινωνία. Εξάλλου, η οικονομική πρόοδος απαιτεί το αόρατο χέρι της αγοράς να συντονίζεται με το ορατό χέρι του κράτους. Η βιομηχανία κινητής τηλεφωνίας απαιτεί τη δημιουργία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στο φάσμα. Η βιομηχανία ακινήτων πρέπει να πείσει τους πελάτες ότι η πολυκατοικία τους δεν θα καεί. Η βιομηχανία πληροφορικής θα ωφεληθεί αν τα παιδιά μάθουν να γράφουν κώδικες στο σχολείο.
Όπως δείχνουν αυτά και πολλά άλλα παραδείγματα, οι επιχειρήσεις μπορούν να γίνουν πιο αποτελεσματικές εάν οι κυβερνήσεις προσφέρουν τον σωστό συνδυασμό ενός ποικιλόμορφου, σχετικά ειδικού και εξελισσόμενου συνόλου δημόσιων αγαθών. Οι επιχειρηματικές ενώσεις πρέπει να αλληλεπιδράσουν με την κυβέρνηση προκειμένου να προσδιορίσουν τα δημόσια αγαθά που θα καταστήσουν τα οικονομικά οικοσυστήματα πιο παραγωγικά, ώστε να μπορούν να δημιουργήσουν περισσότερη αξία στους ενδιαφερόμενους.
Αλλά το καθήκον αυτό επιβαρύνει την αντίληψη ότι εκείνοι που βρίσκονται στο τραπέζι είναι εκεί για να εκπροσωπήσουν τα στενά συμφέροντα των εργοδοτών, όπως υποδηλώνει σαφώς η πολιτική τους ατζέντα – που συχνά επικεντρώνεται στη μετατόπιση του φόρτου της φορολογίας στους άλλους. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις απαιτούν συχνά να συναντώνται με την παρουσία εργασιακών ενώσεων, έτσι ώστε να έχουν φωνή και οι εργαζόμενοι.
Η σύνθεση του τραπεζιού με αυτόν τον τριμερή τρόπο αλλάζει δραματικά τη φύση της συνομιλίας, εστιάζοντας την προσοχή της στα εργασιακά και άλλα ζητήματα διανομής που θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσα από το επιχειρηματικό δίκτυο, εις βάρος της αντιμετώπισης εφοδιασμού της παραγωγικότητας, με ενίσχυση δημόσιων αγαθών που θα ωφελούν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Και αυτό συμβαίνει επειδή η αλλαγή στην αντίληψη του τι είναι μια επιχείρηση δεν έχει ακόμα να αντικατοπτριστεί στην αντίληψη του τι πρέπει να είναι μια επιχειρηματική ένωση.
Φυσικά, αυτή η υστέρηση οδηγεί σε αντιπαράθεση με άλλους ενδιαφερόμενους, που έχουν να δώσουν λόγο στις αντίστοιχες οργανώσεις τους. Αν όμως οι επιχειρηματικές ενώσεις μπορούσαν να μεταμορφωθούν έτσι ώστε να εκπροσωπούν και να δίνουν φωνή στο δίκτυο των ενδιαφερόμενων μερών που αποτελεί πραγματικά τις επιχειρήσεις, θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στη δημιουργία μιας πολύ πιο συνεργατικής και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνίας.