Καθώς οι τιμές του πετρελαίου έχουν πέσει στα 40 δολάρια ανά βαρέλι, η ανάγκη για ένα νέο οικονομικό μοντέλο που θα αντισταθμίσει τις απώλειες για τον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Ωστόσο, οι πολλαπλές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή το καθιστούν όλο και πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Είναι σαφές ότι μόνο το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, η διύλιση και τα πετροχημικά, δεν μπορούν να προσφέρουν τις θέσεις εργασίας και την ποικιλομορφία που χρειάζεται η Μέση Ανατολή.
Με απλά λόγια, η συνεχής ροή κακών ειδήσεων και απειλών για διαταραχή των επιχειρήσεων αποθαρρύνει τους νέους επενδυτές, ιδιαίτερα εκείνους που βρίσκονται μακριά και δεν έχουν την τεχνογνωσία για να περιηγηθούν τους μέσα από τις τοπικές περιπλοκές. Το μέγεθος της πρόκλησης είναι μεγάλο, ακόμη και για τη Σαουδική Αραβία.
Υπάρχει χώρος μόνο για ένα Ντουμπάι – τον κόμβο οικονομικής, διοικητικής και τουριστικής υποδομής – στον Κόλπο. Ακόμη και αν η Σαουδική Αραβία ανέπτυσσε ένα δικό της Ντουμπάι, θα αντιπροσωπεύει μόλις το 15 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Το Κατάρ μπορεί να ζήσει άνετα από τις εξαγωγές του υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά αν η πολιορκία του παραταθεί, οι φιλοδοξίες του στον τομέα της αεροπορίας, του τουρισμού και του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022 θα καταλήξουν ερείπια.
Στις πιο σταθερές χώρες της περιοχής, οι οποίες έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής, οι επενδύσεις στην ενέργεια παραμένουν ελκυστικές, παρά τους αυστηρούς δημοσιονομικούς όρους.
Για τα πιο προβληματικά έθνη, οι μεγάλες διεθνείς επενδύσεις είναι σπάνιες έξω από τους ασφαλείς θύλακες. Τουλάχιστον η διατήρησή τους σε λειτουργία είναι απαραίτητη για τη εξασφάλιση μιας λειτουργικής κατάστασης, η οποία μπορεί σταδιακά να αποκαταστήσει τον έλεγχο. Οι κυβερνήσεις και οι ξένοι παράγοντες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ασφάλεια και η φιλικότητα προς τις επιχειρήσεις δεν είναι εναλλακτικές λύσεις, αλλά αδιαχώριστες.
Σε τέσσερις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, η ανάπτυξη και ακόμη και η επιβίωση της ενεργειακής βιομηχανίας απειλείται από βίαιες συγκρούσεις. Στη Συρία και την Υεμένη, η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει σχεδόν στερέψει, και δεν υπάρχει τέλος στους πολυπολιτισμικούς εμφύλιους πολέμους.
Το πετρέλαιο της Λιβύης ανέκαμψε τους τελευταίους μήνες με μια σειρά πολιτικών διαπραγματεύσεων για την επαναλειτουργία των αεροδρομίων, προσεγγίζοντας τα 900.000 βαρέλια την ημέρα, το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2013. Αυτό θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί, δεδομένης της συνεχιζόμενης διαμάχης μεταξύ αδύναμων ανταγωνιστικών κυβερνήσεων στα δυτικά και ανατολικά της χώρα, και μια επικείμενης δημοσιονομικής κρίσης.
Το Ιράκ, με τη Μοσούλη να έχει σχεδόν ανακτηθεί από τα χέρια του Ισλαμικού Κράτους, και τις επενδύσεις να σημειώνουν ανάκαμψη στις νότιες περιοχές, έχει προοπτικές για ισχυρά κέρδη στην παραγωγή φέτος, με ίσως περισσότερα από 5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έναντι των σημερινών 4,4 εκατομμυρίων. Όμως, μια ολοένα και πιο σύνθετη κατάσταση κατά μήκος των συνόρων της Συρίας, με σύγκρουση των συμφερόντων των ΗΠΑ, των κούρδων, των τούρκων, της Ρωσίας και του Ιράν, είναι μία ανησυχία. Το δημοψήφισμα Σεπτεμβρίου για την απόσχιση της κουρδικής περιοχής είναι μια άλλη.
Τα έξι πλούσια κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, για χρόνια όαση στις συγκρούσεις της περιοχής, εμπλέκονται όλο και περισσότερο υποστηρίζοντας διάφορες πλευρές στους εμφύλιους πολέμους της Συρίας και της Λιβύης.
Ο πόλεμος των λέξεων με το Ιράν έχει θερμανθεί μετά την πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Ντόναλντ Τραμο στη Σαουδική Αραβία, η οποία ισχυρίζεται ότι οι ιρανοί έκαναν εισβολή στο υπεράκτιο πετρελαϊκό κόμβο Μαρτζάν. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα άρχισαν την δαπανηρή παρέμβασή τους στην Υεμένη τον Μάρτιο του 2015 και τις δύο τελευταίες εβδομάδες οι δύο χώρες μαζί με την Αίγυπτο και άλλους συμμάχους έχουν αποκλείσει το γειτονικό τους Κατάρ.
Ο νεαρός διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, δεν είναι γνωστός για την αναποφασιστικότητά. Αντιμετωπίζει τον Τραμπ στο θέμα της τοπικής πολιτικής και τον ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για τον OPEC, και εμπλέκεται στενά με τη μετάβαση στην Υεμένη και το εμπάργκο στο Κατάρ, παρακάμπτοντας τον πιο επιφυλακτικό προκάτοχό του Πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Νάγεφ. Με τις τιμές να υποχωρούν στα επίπεδα όπου ξεκίνησαν, η συμφωνία μείωσης παραγωγής του OPEC φαίνεται τώρα ασταθής. Αλλά ακόμα και επιτευχθεί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μικροπροσαρμογές σε σχέση με αυτά που χρειάζονται οι εξαγωγείς πετρελαίου της περιοχής.
Έτσι, ταυτόχρονα, ο πρίγκιπας πρωτοστατεί στη μεταμόρφωση της Σαουδικής οικονομίας – με την αρχική δημόσια προσφορά της Saudi Aramco, την ιδιωτικοποίηση άλλων εταιρειών και τις φιλόδοξες μελλοντικές επενδύσεις στην Uber, ένα κοινό ταμείο ύψους 93 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τη Softbank της Ιαπωνίας, και ένα εγχείρημα ηλεκτρονικού εμπορίου μαζί με τον επιχειρηματία του Ντουμπάι Μοχάμεντ Αλαμπάρ. Οι δαπανηρές επιχορηγήσεις για ενέργεια μειώνονται και επιτέλους σημειώνεται πρόοδος στην εκμετάλλευση των πλούσιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας του βασιλείου.
Οι αναδυόμενες οικονομικές φιλοδοξίες της Σαουδικής Αραβίας οφείλουν πολλά στο παράδειγμα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, τόσο του Αμπού Ντάμπι όσο και του Ντουμπάι, αλλά με μεγαλύτερη έμφαση στη βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της εξόρυξης. Αυτό είναι λογικό, δεδομένου του ορυκτού κληροδοτήματος της χώρας και της υπάρχουσας βιομηχανικής βάσης, και ειδικότερα του παγκόσμιου πετροχημικού γίγαντα SABIC. Ωστόσο, η επέκταση των ενεργειακά εντατικών επιχειρήσεων και η αύξηση των τιμών και των φόρων ενέργειας είναι μια δύσκολη άσκηση ισορροπία. Ογδόντα πέντε τοις εκατό των εξαγωγών είναι πετρέλαιο. Το 12 τοις εκατό είναι χημικά. Η Σαουδική Αραβία χρειάζεται μεγάλα στοιχήματα σε νέους τομείς, ενώ τα επενδυτικά κεφάλαια είναι λιγοστά.
Με την προαγωγή του πρίγκιπα Μοχάμεντ, η κυβέρνηση αποκατέστησε τους μισθούς και τα μπόνους, οι οποίοι είχαν προηγουμένως περικοπεί για να καλύψουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Αυτή η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί ανησυχία και υπονομεύει την ελκυστικότητα του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος απασχολεί μόλις το 30% των σαουδαράβων, αριθμός που προβλέπεται να ανέλθει στο 50% μέχρι το 2020. Σε όλη την περιοχή, οι περικοπές των επιδοτήσεων, η λιτότητα και η ανεργία, υπενθυμίζουν τα παράπονα που πυροδότησαν τις εξεγέρσεις του 2011.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Σαουδική Αραβία το 2015 δαπάνησε 13,5 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος – 87 δισεκατομμύρια δολάρια – για την άμυνα. Ήταν δεύτερη στον κόσμο, μετά μόνο από το γειτονικό Ομάν, ειρηνικό αλλά ακόμα πιο ευάλωτο δημοσιονομικά, το οποίο δαπάνησε 14,2 τοις εκατό. Το κόστος άμυνας αντιστοιχούσε ουσιαστικά στο σύνολο του δημοσιονομικού ελλείμματος του βασιλείου εκείνου του έτους. Οι δαπάνες του μεγαλύτερου αντιπάλου του, του Ιράν, ήταν μόλις 3%.
Ακόμη και στα ειρηνικά μέρη της περιοχής, αυτές οι συγκρούσεις αποτρέπουν τους επενδυτές και αποσπούν την προσοχή των πολιτικών παραγόντων από το επιτακτικό και υπαρξιακό καθήκον να δημιουργήσουν οικονομίες που ανήκουν στον 21ο αιώνα. Για τα κράτη που έχουν καταστραφεί από τον πόλεμο, ακόμη και η διατήρηση των υπαρχουσών οικονομιών της εποχής του 1970 είναι σχεδόν αδύνατη. Η οικονομική στασιμότητα, με τη σειρά της, τροφοδοτεί μια Χομπσιανή σύγκρουση για μια συρρικνωμένη πίτα. Οι χαμηλές τιμές πετρελαίου στερούν από τις χώρες τους πόρους για αναδιάρθρωση ή ανασυγκρότηση, αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να επικεντρωθούν στην επιτακτική ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.