Στις 2 Ιανουαρίου, ο νεοεκλεγμένος τότε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αναφερόμενος στην προσπάθεια της Βόρειας Κορέας να αναπτύξει ένα πυρηνικό όπλο ικανό να φθάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαβεβαίωσε τους ακόλουθούς του στο Twitter ότι «Δεν θα συμβεί!». Παρ’ όλα αυτά συνέβη.
Στις 4 Ιουλίου – την Ημέρα Ανεξαρτησίας στις ΗΠΑ – η Βόρεια Κορέα έδωσε στους αμερικανούς ένα ανεπιθύμητο δώρο γενεθλίων, δοκιμάζοντας με επιτυχία το Hwasong-14, ένα διηπειρωτικό βαλλιστικό βλήμα που οι αναλυτές λένε ότι έχει τη δυνατότητα να φτάσει στην Αλάσκα. Το μόνο που έχει απομείνει τώρα για τη Βόρεια Κορέα είναι να σμικρύνει μια πυρηνική κεφαλή ώστε να μπορεί να μεταφερθεί με ένα τέτοιο ICBM – ένα ορόσημο που θεωρείται ότι δεν απέχει περισσότερο από λίγα χρόνια.
Η τελευταία δοκιμή ICBM της Βόρειας Κορέας έχει μεταμορφώσει το θέατρο της διπλωματίας και του πολέμου στην Ασία και ενδεχομένως στον κόσμο, καθώς συνεπάγεται ένα επίπεδο πυρηνικού κινδύνου που έχουμε ξαναδεί μόνο μία φορά ακόμη, με τη Σοβιετική Ένωση το 1962. Πράγματι, παρακολουθούμε μια επανάληψη σε αργή κίνηση της κρίσης πυραύλων της Κούβας. Το ερώτημα είναι εάν οι σημερινοί ηγέτες θα δείξουν το ίδιο επίπεδο στρατηγικής σκέψης που επέτρεψε στον αμερικανό πρόεδρο Τζον Κένεντι να εξουδετερώσει την απειλή στην Κούβα.
Η κουβανική κρίση ξεκίνησε στις 16 Οκτωβρίου 1962, όταν ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας ΜακΤζορτζ Μπάντι παρουσίασε σε φωτογραφίες στον Κένεντι ότι η Σοβιετική Ένωση, με επικεφαλής τον Νικήτα Χρουστσόφ, είχε τοποθετήσει στο νησί – μόλις 90 μίλια από τη Φλόριντα – βαλλιστικούς πυραύλους ικανούς να εκτοξεύσουν πυρηνικά όπλα σε μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Ξαφνικά, ο κόσμος βρισκόταν στο χείλος μιας ανταλλαγής πυρηνικών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμια εξαφάνιση.
Ο Κένεντι κινήθηκε γρήγορα συζητώντας τις επιλογές του με βασικούς συμβούλους και εμπειρογνώμονες. Αυτές οι συζητήσεις καταγράφηκαν κρυφά (με τη γνώση μόνο του Κένεντι και ίσως του αδελφού του, γενικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Κένεντι). Η απομαγνητοφώνηση των καταγραφών που κυκλοφόρησαν 35 χρόνια αργότερα στο βιβλίο «The Kennedy Tapes» αποκαλύπτουν την εφαρμοσμένη θεωρία παιγνίων στα καλύτερά της.
Για να εξασφαλιστεί η άμεση απομάκρυνση των σοβιετικών πυραύλων, οι ΗΠΑ εξέτασαν δύο βασικές στρατηγικές: έναν ναυτικό αποκλεισμό ή ένα εναέριο χτύπημα. Εφαρμόζοντας ένα είδος συλλογιστικής που είναι κοινό στη θεωρία των παιχνιδιών, ο Κένεντι αναγνώρισε την ανάγκη να μπει στη θέση των αντιπάλων του και την πιθανότητα ο αντίπαλός του να κάνει το ίδιο. Επίσης, εξέτασε προηγούμενες συμβουλές για την πυρηνική στρατηγική, τις οποίες είχε αναζητήσει από μερικούς από τους καλύτερους θεωρητικούς παιγνίων της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του Τόμας Σέλινγκ, ο οποίος αργότερα θα κέρδιζε το βραβείο Νόμπελ. Είχε πλήρη επίγνωση των ηθικών συνεπειών των κινήσεών του. Και καταλάβαινε ότι, μερικές φορές, ένας συμβιβασμός μπορεί να είναι ανώτερος από την προσπάθεια για ολική νίκη.
Για να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα της «πρώτης κίνησης» – οι Σοβιετικοί δεν γνώριζαν ακόμη ότι το αναγνωριστικό αεροσκάφος των ΗΠΑ είχε δει, πόσο μάλλον φωτογραφίσει, τους πυραύλους – ο Κένεντι και οι σύμβουλοί του κράτησαν την απειλή για τον εαυτό τους για έξι ημέρες, αποκαλύπτοντας την ανακάλυψή τους μόνο όταν ήταν έτοιμοι να αναλάβουν δράση. Στις 22 Οκτωβρίου, ο Κένεντι ανακοίνωσε ναυτικό αποκλεισμό.
Η Σοβιετική Ένωση, αναγνωρίζοντας επίσης τους κινδύνους της συνεχιζόμενης κλιμάκωσης, απάντησε προτείνοντας συμβιβασμό. Τελικά, οι ΗΠΑ συμφώνησαν να αφαιρέσουν τους δικούς τους πυραύλους από την Τουρκία και την Ιταλία, σε αντάλλαγμα για την απομάκρυνση των σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα. Καμία από τις πλευρές δεν πέτυχε ολική νίκη, αλλά δεν κινδύνευε και με πλήρη καταστροφή.
Η κρίση της Βόρειας Κορέας απαιτεί παρόμοια στρατηγική σκέψη. Το εάν οι αντίπαλοι της Βόρειας Κορέας έχουν αναπτύξει μεγαλύτερα όπλα δεν αποτελεί πλέον το ζήτημα. Οι πυρηνικές ικανότητες της Βόρειας Κορέας είναι επαρκώς ανεπτυγμένες ώστε οι απειλές στρατιωτικής δράσης, ή έστω μιας επίθεσης, να μην επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα – δηλαδή η Βόρεια Κορέα να εγκαταλείψει τα πυρηνικά της όπλα.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή, αντίθετα από την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, η κρίση στη Βόρειο Κορέα είναι ένα παιχνίδι τριών παικτών (τουλάχιστον). Όπως και οι ΗΠΑ, η Κίνας – γείτονας της Βόρειας Κορέας, ο στενότερος σύμμαχος και ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της – έχει σημαντικό ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα.
Αν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιτίθονταν στη Βόρεια Κορέα, η Κίνα – της οποίας η συμμαχία με τη χώρα χρονολογείται από τον Κορεατικό Πόλεμο – πιθανόν θα έσπευδε να υπερασπιστεί τους βορειοανατολικούς της γείτονες. Και η Κίνα έχει τη δυνατότητα να κλιμακώνει τον πόλεμο πέρα από την Ασία.
Στο διπλωματικό μέτωπο, έχει συχνά προταθεί ότι η Κίνα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη σημαντική της δύναμη για να ωθήσει τη Βόρεια Κορέα να εγκαταλείψει εθελοντικά τα πυρηνικά της όπλα. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν η Κίνα έχει την ικανότητα – ή ακόμη και τη θέληση – να το πράξει. Η Κίνα φοβάται ότι εάν η εγκατάλειψη των πυρηνικών όπλων από τη Βόρεια Κορέα οδηγήσει στην ενδεχόμενη επανένωση της Κορέας, οι αμερικανοί στρατιώτες – από τους οποίους 28.500 βρίσκονται σήμερα στη Νότια Κορέα- θα φτάσουν στο κατώφλι της.
Όσον αφορά τη Βόρεια Κορέα, οι ηγέτες της γνωρίζουν ότι η εγκατάλειψη των πυρηνικών όπλων τους, χωρίς εγγυήσεις, θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Έχουν κατά νου την τύχη χωρών όπως το Ιράκ, η Λιβύη και η Ουκρανία. Έτσι, όπως και το 1962, υπάρχει ανάγκη για μια στρατηγική λύση. Αντίθετα με το 1962, ωστόσο, η λύση αυτή δεν μπορεί να λάβει τη μορφή ενός ενιαίου συμβιβασμού, καθώς η Βόρεια Κορέα έχει ήδη εκτεταμένες πυρηνικές ικανότητες, τις οποίες δεν θα ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει με μια απλή κίνηση.
Αντί αυτού, όπως έχουν προτείνει πολλοί, υπάρχει ανάγκη να επιδιωχθεί σταδιακή δράση. Η Βόρεια Κορέα θα μειώσει το πυρηνικό της πρόγραμμα κατά έναν ορισμένο ρυθμό, ενώ οι ΗΠΑ θα αποσύρουν ένα μερίδιο των δυνάμεών του από τη Νότια Κορέα. Μόλις και οι δύο πλευρές φτάσουν το συμφωνηθέν ορόσημο, θα αρχίσουν να προχωρούν προς το επόμενο και ούτω καθεξής. Μπορεί να χρειαστεί να υπάρξουν εγγυήσεις ότι, ακόμη και αν τελικά η Κορεατική Χερσόνησος επανενωθεί, τα αμερικανικά στρατεύματα δεν θα σταθμεύουν στη Βόρεια Κορέα.
Η κρίση της Βόρειας Κορέας δεν είναι ένα κλασικό παιχνίδι «γερακιού-περιστεριού» – ή ένα παιχνίδι «κότας», το οποίο ο Μπέρτραντ Ράσελ χρησιμοποίησε για να αναλύσει την πυρηνική στρατηγική – όπου κερδίζει η πλευρά που κάνει μια ασυμβίβαστη δέσμευση για επιθετικότητα. Οι παίκτες του πυρηνικού παιχνιδιού της Βόρειας Κορέας πρέπει να ακολουθήσουν μια βαθμιαία αποκλιμάκωση, που θα χαρακτηρίζεται από αμοιβαίες παραχωρήσεις. Μπορεί στις Ηνωμένες Πολιτείες να μην αρέσει η ιδέα να αποσύρουν κάποια στρατιωτική τους παρουσία σε μια τόσο κρίσιμη περιοχή, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτό που ήξερε ο Κένεντι: δεν υπάρχει νικητής σε έναν πυρηνικό πόλεμο.