Η Τράπεζα της Αγγλίας θα πρέπει να απαντήσει ένα πιο δύσκολο ερώτημα τον επόμενο μήνα, όταν θα αποφασίζει εάν θα αυξήσει τα επιτόκια: Μπορεί το Ηνωμένο Βασίλειο να έχει ποτέ ξανά «κανονικότητα»;
Η οικονομία είναι ισχυρή: Η ανεργία είναι η χαμηλότερη σε περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες και ο πληθωρισμός είναι πολύ μεγαλύτερος από το στόχο της τράπεζας του 2%. Οι κεντρικοί τραπεζίτες θα είχαν υπό κανονικές συνθήκες αυξήσει τα επιτόκια με αυτά τα δεδομένα. Αλλά υπάρχει το Brexit.
Πέρυσι, οι Βρετανοί ψήφισαν απροσδόκητα για να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά από αυτό το σοκ, η Τράπεζα της Αγγλίας μείωσε τα επιτόκια ως ένα είδος προληπτικού μέτρου – ένα μέτρο που αναδρομικά μοιάζει αχρείαστο. Ο κυβερνήτης Μαρκ Κάρνεϊ αναφέρθηκε σε το ζήτημα τον περασμένο μήνα σε αυτό που θεωρήθηκε ως μια αρκετά μεγάλη ένδειξη ότι ήρθε η ώρα να ξεκινήσει η απομάκρυνση μέρους των ασφαλιστικών μέτρων.
Αναφερόμενος στην Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της τράπεζας, ο Κάρνεϊ είπε στο φόρουμ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Σίντρα: «Κάποια απομάκρυνση των νομισματικών κινήτρων είναι πιθανόν να είναι απαραίτητη, εάν το αντιστάθμισμα που αντιμετωπίζει η ΕΝΠ εξακολουθεί να μειώνεται και η λήψη πολιτικών αποφάσεων γίνεται ως εκ τούτου πιο συμβατική».
Η θερμοκρασία ανεβαίνει εδώ και κάμποσο καιρό, παρ’ ότι ο κυβερνήτης δεν προσέδωσε ακόμη την εξουσία της θέσης του στην υπόθεση. Κατά την προηγούμενη συνεδρίαση των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής, τρία μέλη της επιτροπής διαφώνησαν υπέρ μιας αύξησης. Μία από αυτούς τους τρεις, η Κριστίν Φορμπς, στη συνέχεια έφυγε από την τράπεζα όταν τελείωσε η θητεία της.
Κανονικά, εάν ο κυβερνήτης μιας κεντρικής τράπεζας τοποθετηθεί, αυτό κλείνει την υπόθεση και σχεδόν όλου θα ακολουθήσουν τη γραμμή, ειδικά οι ανώτεροι υπάλληλοι. Όμως η Τράπεζα της Αγγλίας τείνει να είναι πιο δημοκρατική. Ο προκάτοχος του Κάρνεϊ, Μέρβιν Κινγκ, είχε χάσει την ψηφοφορία αρκετές φορές και φαινόταν αρκετά χαλαρός με αυτό.
Οι σκεπτικιστές θα μπορούσαν να επισημάνουν ότι ο Κάρνεϊ δε δήλωσε συγκεκριμένα ότι αναφερόταν στη συνάντηση της 3ης Αυγούστου. Και οι πράξεις του έχουν παρομοιαστεί με εκείνες ενός «αναξιόπιστου συντρόφου» που στέλνει μικτά σήματα.
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο έφτασαν οι παρατηρήσεις του αναπληρωτή κυβερνήτη Μπεν Μπρόντμπεντ αυτήν την εβδομάδα. Είπε στο Press and Journal, μια σκωτσέζικη περιφερειακή εφημερίδα, ότι είναι «λίγο δύσκολο αυτή τη στιγμή».
Ο πληθωρισμός βρίσκεται τώρα στο 2,9%, τουλάχιστον ένα μέρος του οποίου οφείλεται στην πτώση της λίρας μετά το δημοψήφισμα. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα νομίσματος: Οι μισθοί δεν κάνουν ακριβώς άλματα.
Η οικονομία συνέχισε να επεκτείνεται μετά την ψήφο του Brexit, αν και οι πωλήσεις λιανικής υποχώρησαν τον Μάιο για δεύτερη φορά σε τρεις μήνες.
Το Brexit δεν έχει αποδειχτεί – ακόμη – οικονομική καταστροφή, παρά τη ρητορική πριν και μετά το δημοψήφισμα.
Είναι επίσης αλήθεια ότι – ακόμα κι αν ο Κάρνεϊ υπονοεί μια αύξηση στις 3 Αυγούστου και ακόμα κι αν η προτίμησή του φέρνει την ημέρα – δεν μιλάμε αναγκαστικά για έναν κύκλο αύξησης των επιτοκίων στη Βρετανία. Ίσως μόνο μια αρχή, ένα είδος προκαταβολής.
Ίσως αξίζει να λάβουμε υπόψη ένα μάθημα από την Τράπεζα του Καναδά, της οποίας κάποτε ηγούταν ο Κάρνεϊ. Ο κυβερνήτης της Στίβεν Πόλοζ και η ανώτερη αναπληρώτριά του, Κάρολιν Γουίλκινς, σηματοδότησαν σαφώς μια αύξηση και στη συνέχεια την πραγματοποίησαν αυτή την εβδομάδα χωρίς αναστάτωση. Οι αξιωματούχοι ήταν ευθυγραμμισμένοι με το μήνυμα καθ’ όλη τη διάρκεια.
Ο Καναδάς τα κατάφερε. Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί επίσης να φιλοδοξεί ότι θα κανονικοποιηθεί.