Μια τέτοια στιγμή ήρθε πριν από περίπου 50 χρόνια όταν ο Milton Friedman εκφώνησε την ομιλία του στην Αμερικανική Οικονομική Ένωση στην Ουάσινγκτον. Το θέμα της ομιλίας ήταν ο ρόλος που μπορεί να παίξει η νομισματική πολιτική στη μείωση της ανεργίας και την τόνωση της ανάπτυξης. Η άποψη του Friedman ήταν ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να μειώσουν το μακροπρόθεσμο ποσοστό ανεργίας στο οποίο λειτουργεί μια οικονομία (το “φυσικό ποσοστό της ανεργίας”). Εάν λοιπόν οι νομισματικές αρχές επιχειρούσαν να τονώσουν τη ζήτηση, θα παρότρυναν απλώς τους εργαζόμενους να απαιτήσουν υψηλότερους μισθούς και θα επιτάχυναν τον πληθωρισμό.
Ήταν ζήτημα λίγων μόνο ετών προτού η ομιλία του Friedman γίνει σχεδόν προφητική. Στη δεκαετία του 1970, οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να καταπολεμήσουν την ύφεση που προκάλεσαν τα πετρελαϊκά σοκ με την περικοπή των επιτοκίων, αλλά οι πολιτικές αυτές κατάφεραν μόνο να θέσουν τον πληθωρισμό εκτός ελέγχου. Αυτό οδήγησε σε μια μεγάλη επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να λειτουργεί η νομισματική πολιτική: Από τότε οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν πρωτίστως να διασφαλίσουν ότι ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός και σταθερός, ενώ είναι επιφυλακτικές ως προς την τόνωση της οικονομίας όταν θεωρούν ότι λειτουργεί με φυσικό ποσοστό ανεργίας. Από αυτή την άποψη, ο τρόπος σκέψης του Friedman καλά κρατεί σήμερα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ομιλία του 1967 πέρασε απόλυτα την δοκιμασία του χρόνου. Ο Olivier Blanchard, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και τώρα μέλος του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Peterson, επανεξετάζει τη χρησιμότητα της υπόθεσης του φυσικού ποσοστού –γνωστού και ως “μη επιταχύνον τον πληθωρισμό ποσοστό ανεργίας” ή “Nairu” -σε προσεχή δημοσίευσή του. Η αξιολόγησή του, η οποία παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην Ιταλία στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης Federico II περιλάμβανε έναν προσεκτικό απολογισμό των διαφόρων κριτικών που έχουν ασκηθεί στον Friedman, αλλά δεν αντικρούει την κεντρική ιδέα της ομιλίας του: ότι απαιτούνται διαρθρωτικές πολιτικές για να διασφαλιστεί ότι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να βρουν εργασία όταν η οικονομία λειτουργεί σε επίπεδο πλήρους παραγωγικής ικανότητας.
Το έργο του Blanchard δείχνει ξεκάθαρα ότι οι οικονομικές κάμψεις προκαλούν πολύ πιο επίμονες “ουλές” από ό,τι υποθέτει η θεωρία του Friedman. Η ανάλυσή του για όλες τις περιόδους ύφεσης που καταγράφηκαν σε 22 προηγμένες οικονομίες τα τελευταία 50 χρόνια δείχνει ότι, κατά μέσο όρο, το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλότερο από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της άνθισης, για πολύ καιρό μετά τη στιγμή της κρίσης. Αυτό το φαινόμενο, το οποίο οι οικονομολόγοι ονομάζουν “υστέρηση”, είναι κυρίως η συνέπεια από αυτό που συμβαίνει στην αγορά εργασίας όταν οι εργαζόμενοι χάσουν τη δουλειά τους στην ύφεση: όσο περισσότερο καιρό παραμένουν άνεργοι, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να παραμείνουν αποκομμένοι, είτε επειδή χάνουν τις απαιτούμενες δεξιότητες που ζητούν οι επιχειρήσεις για να τους προσλάβουν, είτε επειδή αποθαρρύνονται και σταματούν να αναζητούν εργασία. Αυτό σημαίνει ότι το “φυσικό ποσοστό” είναι πολύ λιγότερο άκαμπτο από ό,τι σκεφτόταν ή το έκανε να φανεί ο Friedman.
Η υπόθεση υστέρησης, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μελετών τα τελευταία 30 χρόνια, έχει σημαντικές επιπτώσεις στις σημερινές κεντρικές τράπεζες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει αρχίσει τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής καθώς το ποσοστό ανεργίας είναι πλέον σταθερό στο 4,5% περίπου, δηλαδή κοντά σε αυτό που οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν ως “φυσικό ποσοστό”. Ωστόσο, η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό ανέρχεται σε μόλις 62,8% το οποίο μπορεί να βοηθά να εξηγήσουμε γιατί η ανάπτυξη των μισθών παραμένει υποτονική. Ορισμένοι οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Fed της Μινεάπολις Neel Kashkari, θα ήθελαν η Fed να σταματήσει την αύξηση των επιτοκίων, καθώς υπάρχουν περιθώρια αύξησης της απασχόλησης χωρίς να επηρεαστεί ο πληθωρισμός.
Ομοίως, στη ζώνη του ευρώ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξετάζει πότε θα μειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς η ανάκαμψη ανεβάζει ρυθμούς: Στο επίπεδο του 9,3%, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, αλλά η ΕΚΤ πιστεύει ότι o πραγματικός δείκτης της υποαξιοποίησης στην αγορά εργασίας μπορεί να έχει διπλασιαστεί εξαιτίας της υποαπασχόλησης –δηλαδή οι άνθρωποι που εργάζονται με μερική ή προσωρινή απασχόληση ή έχουν παραπάνω προσόντα για την εργασία που κάνουν.
Αν υποθέσουμε ότι το “φυσικό ποσοστό” δεν είναι σταθερό, η ΕΚΤ θα πρέπει να διατηρήσει τα μέτρα τόνωσς για κάποιο καιρό για να εξασφαλίσει ότι περισσότεροι εργαζόμενοι θα απορροφηθούν ξανά στο εργατικό δυναμικό.
Ωστόσο, ο Blanchard είναι προσεκτικός, ώστε να μην βγάζει υπερβολικά συμπεράσματα περί πολιτικής. Και έχει δίκιο να είναι προσεκτικός. Ενώ έχει ισχυρό επιχείρημα ότι τα σημάδια μιας ύφεσης είναι βαθύτερα από ό, τι υποδηλώνει η θεωρία του Friedman, είναι πολύ λιγότερο σαφές ότι το να ασκείς απλά πίεση μέσω νομισματικής πολιτικής μπορεί να φέρει τους εργαζόμενους που έχουν χάσει τις δεξιότητές τους πίσω στο εργατικό δυναμικό.
Πιθανότατα, αυτό που χρειάζεται είναι ένας συνδυασμός κυκλικών και διαρθρωτικών πολιτικών. Για να βοηθήσουν τα μέτρα στήριξης των κεντρικών τραπεζών να μειωθεί το “φυσικό ποσοστό” της ανεργίας, οι κυβερνήσεις πρέπει να εφαρμόσουν καλά στοχοθετημένα προγράμματα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης, τα οποία θα επιτρέψουν στους εργαζόμενους να επανενταχθούν στο εργατικό δυναμικό. Ίσως επίσης έχει νόημα να τροποποιηθεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ώστε να ενθαρρύνει τους μακροχρόνια άνεργους να αναζητήσουν εργασία: ο Blanchard θεωρεί πως σε περίοδο άνθισης η αμερικανική κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι πιο αυστηρή με τα επιδόματα αναπηρίας, τα οποία οι αποθαρυμένοι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν ως μια μορφή εισοδήματος στη διάρκεια μιας κρίσης.
Πενήντα χρόνια από την ομιλία που άλλαξε τη μακροοικονομία, είναι σχεδόν σαφές ότι δεν πρέπει να βλέπουμε το “φυσικό ποσοστό” σαν να ήταν μια μαθηματική σταθερά, αδιαπέραστη από τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής. Αλλά ένα σημαντικό μάθημα από την ομιλία του Friedman εξακολουθεί να έχει ισχύ μέχρι και σήμερα: Αν θέλεις να διασφαλίσεις ότι περισσότεροι άνθρωποι απασχολούνται επαρκώς, οι κεντρικές τράπεζες και μόνο δεν αρκούν.