Πάντως, την τελευταία διετία η κατάσταση δείχνει να έχει σταθεροποιηθεί και το 2017 αναμένεται να κλείσει ανοδικά, καθώς εκτιμάται ότι εκτός απροόπτου θα συνεχιστεί η θετική τάση του πρώτου πενταμήνου του έτους, στη διάρκεια του οποίου οι πωλήσεις ελληνικών ενδυμάτων στις αγορές του εξωτερικού αυξήθηκαν κατά 7,3% κι έφτασαν σε περίπου 250 εκατ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξαγωγές φαίνεται ότι “έσωσαν την παρτίδα” για τις ελληνικές επιχειρήσεις ένδυσης εν μέσω κρίσης, καθώς σε μια περίοδο έντονων πιέσεων στην εγχώρια αγορά και κάθετης μείωσης της καταναλωτικής δαπάνης, πρόσφεραν διέξοδο στους Έληνες επιχειρηματίες του κλάδου, λειτουργώντας σαν σωσίβιο.
“Αν λάβουμε το 2008 ώς έτος βάσης και μέχρι το 2012, είχαμε συνεχή πτώση στις εξαγωγές ένδυσης, η οποία έφτασε αθροιστικά για αυτά τα έτη στο 35%. Ακολούθως, το 2013 και το 2014 είχαμε άνοδο εξαγωγών, για πρώτη φορά μέσα στην κρίση, της τάξης του 6,6% για τα δύο χρόνια. Το 2015 ξεκίνησε καλά και συνεχίστηκε καλά στο πρώτο μισό του, αλλά στη συνέχεια η επιβολή των capital controls προκάλεσε σοκ και συμπαρέσυρε σε αρνητικό έδαφος όλη τη χρήση, η οποία έκλεισε με πτώση 4,9%. Ακολούθως, το 2016 σημειώθηκε οριακή άνοδος των εξαγωγών, που έτεινε στο 1% και στο πρώτο πεντάμηνο του 2017 είχαμε αύξηση κατά 7,3%. Αν λοιπόν δεν υπάρξουν απρόοπτες εξελίξεις, που θα αλλάξουν τα δεδομένα, θεωρώ ότι η φετινή χρονιά θα εξελιχθεί θετικά” δηλώνει στο - ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής-Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ) Θεόφιλος Ασλανίδης, ενώ ερωτηθείς πού αποδίδει αυτή τη σταθεροποίηση με ανοδική προοπτική, ο ίδιος απαντά ότι ο θόρυβος γύρω από πιθανό Grexit έχει καταλαγιάσει, η εικόνα στον τραπεζικό κλάδο έχει ισορροπήσει, ενώ οι εξαγωγικές επιχειρήσεις έχουν πλέον μάθει πώς να διαχειρίζονται τα capital controls.
Ελληνικό ή εισαγόμενο;
Ποια ήταν η εικόνα των πωλήσεων εισαγόμενων ρούχων στην Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης; Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων καταναλωτών οδήγησε τις εισαγωγές σε μεγάλη πτώση, που αθροιστικά έφτασε περίπου στο 40%, κατά τα έτη από το 2008 έως το 2013.
Το 2014 δόθηκαν τα πρώτα μηνύματα ανάκαμψής τους και το εισαγόμενο ρούχο άρχισε ξανά να πουλάει στην ελληνική αγορά, ενώ η ανοδική αυτή τάση απέκτησε πιο σαφή χαρακτήρα στα έτη μέχρι το 2016. Μεταξύ 2014 και 2016, οι εισαγωγές στον κλάδο αυξήθηκαν αθροιστικά κατά περίπου 20%.
Ερωτηθείς αν οι ελληνικές επιχειρήσεις ωφελήθηκαν από την πτώση που έφερε στη ζήτηση για το εισαγόμενο ρούχο η κρίση, ο κ. σλανίδης επισημαίνει: “Πράγματι υπήρξε κάποιο όφελος για τις ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς το εισαγόμενο ένδυμα υποκαταστάθηκε σε έναν βαθμό από ελληνικό. Η κατάσταση όμως, έχει αρχίσει και πάλι να επιστρέφει …σε γνώριμα νερά, καθώς οι εισαγωγές σταδιακά αποκαθίστανται”.
Όσον αφορά τις ελληνικές εξαγωγές ενδυμάτων ανά χώρα, απώλειες σημειώθηκαν στη διάρκεια της κρίσης στη γερμανική αγορά (τα στοιχεία για το πρώτο πεντάμηνο του 2017 δείχνουν πάντως ανάκαμψη), ενώ αρκετές πωλήσεις χάθηκαν και από την Κύπρο το 2012-2014, αν η χώρα βίωνε κι αυτή τη δική της εσωτερική οικονομική κρίση. Στη συνέχεια όμως, οι πωλήσεις στην κυπριακή αγορά επανήλθαν στα συνηθισμένα επίπεδα.
Το Brexit “μπλοκάρει” τον δρόμο του ελληνικού ρούχου προς τη Βρετανία
Αύξηση ελληνικών εξαγωγών σημειωνόταν εν μέσω κρίσης και στη Μεγάλη Βρετανία τουλάχιστον μέχρι πέρυσι, καθώς από φέτος το Brexit δείχνει να αλλάζει τα δεδομένα, πιέζοντας τις ελληνικές εξαγωγές προς τα κάτω, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα στατιστικά στοιχεία του ΣΕΠΕΕ για το πρώτο πεντάμηνο του 2017.
“Παρότι μέχρι το 2016 είχαμε αύξηση των εξαγωγών προς τη Βρετανία, στο πρώτο πεντάμηνο του 2017 αυτές μειώθηκαν κατά 14% λόγω του σοκ του Brexit. Παρότι ακούγεται πρώιμο να υπάρχει από τόσο νωρίς επίπτωση, ωστόσο αυτή καταγράφεται, κυρίως για λόγους ψυχολογικούς, με τους Βρετανούς να αναζητούν συνεργάτες εκτός ΕΕ για τα επόμενα βήματά τους” υποστηρίζει ο κ. Ασλανίδης.
Θετική η εικόνα του πρώτου πενταμήνου του 2017 για ένδυση και κλωστοϋφαντουργία
Συνολικά, η πορεία των ελληνικών εξαγωγών της αλυσίδας ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας στο πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2017 κινήθηκε θετικά, καταγράφοντας αύξηση 14,1%. Η αξία εξαγωγών ανήλθε σε 581 εκατ. ευρώ το 2017 έναντι 509 εκατ. το αντίστοιχο πεντάμηνο του 2016.
Στην ένδυση, οι εξαγωγές κατέγραψαν, όπως προαναφέρθηκε, αύξηση 7,3% και ανήλθαν σε αξία σε 249 εκατ. έναντι 232 εκατ. το 2016. Οι εξαγωγές πλεκτών ενδυμάτων σημείωσαν αύξηση 6,9%, ενώ οι πωλήσεις υφαντών ενδυμάτων στο εξωτερικό αυξήθηκαν κατά 10,1%. Το 87% των εξαγωγών ενδυμάτων κατευθύνθηκε στις χώρες της ΕΕ. Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στις εξαγωγές ενδυμάτων προς την Ιταλία με ποσοστό 32%, ενώ ακολούθησαν η Ισπανία με 22%, το Βέλγιο με 21%, η Κύπρος με 13% και η Γερμανία με 6%. Αντίθετα, μείωση καταγράφηκε στις πωλήσεις ελληνικού ενδύματος προς την Μ. Βρετανία (-14%, όπως προαναφέρθηκε) και τη Γαλλία (-11%).
Οι εξαγωγές της κλωστοϋφαντουργίας κατέγραψαν κι αυτές αύξηση, κατά 5,6%, ανερχόμενες σε 164 εκατ. ευρώ, ενώ μεγάλη άνοδο, κατά 38%, σημείωσαν οι εξαγωγές ελληνικού βαμβακιού, οι οποίες ανήλθαν σε 168 εκατ. ευρώ. Η μεγάλη αύξηση της αξίας των εξαγωγών βαμβακιού οφείλεται στην αύξηση της μέσης τιμής σε ποσοστό σχεδόν 17%. Σε όγκο, η αύξηση ανήλθε σε 16,9%. Αύξηση όμως παρατηρήθηκε και στις εισαγωγές ενδυμάτων και κλωστοϋφαντουργικών. Στην ένδυση οι εισαγωγές στο πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2017 σημείωσαν άνοδο 4,2% και σε αξία ανήλθαν σε 709 εκατ. ευρώ. Στην κλωστοϋφαντουργία ανήλθαν σε 208 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 9,3%.
Οι νέοι δεν θέλουν να εργαστούν σε βιοτεχνίες
Στο μεταξύ, κατά τον κ. Ασλανίδη, σαν αγκάθια για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ακόμη και αυτές που θα σκέφτονταν να μεταφέρουν τη δραστηριότητά τους πίσω στην Ελλάδα, λειτουργούν δύο γεγονότα: το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι, λόγω της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και παρά τις αξιοπρεπείς οικονομικές απολαβές και την εργασιακή ασφάλεια που προσφέρει η απασχόληση στη βιοτεχνία, πολλοί νέοι άνθρωποι δεν θέλουν να εργαστούν στον κλάδο, προτιμώντας αντ’ αυτού ακόμη και την ανασφάλιστη εργασία σε άλλους τομείς, π.χ. σε καφετέριες ή μπαρ.
Το δεύτερο σχετίζεται με το γεγονός ότι το πραγματικό κόστος λειτουργίας στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, παραμένει -σύμφωνα πάντα με τον κ. Ασλανίδη- σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με τη Βουλγαρία, την πΓΔΜ ή την Αλβανία, με αποτέλεσμα πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να εξακολουθούν να ράβουν ρούχα εκεί.
“Στο κομμάτι των ελληνικών εξαγωγών ένδυσης φαίνεται ότι υπάρχει θετική προοπτική, για αυτό και χρειάζεται να βρεθούν τρόποι για τη στήριξή τους. Στα χρόνια που κάθε ελληνική κυβέρνηση μιλάει για τη διπλή ανάγκη στήριξης των εξαγωγών και μείωσης της ανεργίας, πρέπει να θυμηθούμε ότι η ένδυση έχει και σημαντική εξαγωγική προοπτική, και είναι κλάδος εντάσεως εργασίας. Άρα πρέπει να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις, π.χ για να προσλαμβάνουν νέο προσωπικό, με επιδότηση όχι της ανεργίας, αλλά της απασχόλησης” καταλήγει ο κ. Ασλανίδης…