Τα ομόλογα υψηλής απόδοσης και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν είναι ο πιο προφανής συνδυασμός.
Έτσι, όταν ο ιδιωτικός επενδυτικός όμιλος AnaCap ξεκίνησε αυτόν τον μήνα ένα χαρτοφυλάκιο υψηλών αποδόσεων αξίας 325 εκατομμυρίων ευρώ για να βοηθήσει στην αγορά κακών χρεών, τράβηξε την προσοχή των επενδυτών.
Η συμφωνία, η οποία αποτιμήθηκε με απόδοση περίπου 5%, εκδόθηκε για να χρηματοδοτήσει τις αγορές μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ιταλία και την Πορτογαλία, προσφέροντας σε ένα νέο σύνολο αγοραστών έκθεση στο πιο πιεστικό οικονομικό αίνιγμα της ηπείρου.
Για τους επενδυτές, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους ρυθμιστικούς φορείς, το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη ανέρχεται σε ένα κρίσιμο σημείο. Την περασμένη εβδομάδα, οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ προέβησαν σε νέες συστάσεις που αποσκοπούν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης μιας αγοράς για το χρέος, το οποίο έχει παρακωλύσει την οικονομία της ηπείρου εδώ και χρόνια.
Αλλά η αγορά, όπως τονίζει η συμφωνία της AnaCap, αναπτύσσεται από μόνη της. Την περασμένη εβδομάδα, η Bain Capital ανακοίνωσε νέες συμφωνίες στην Ισπανία και την Πορτογαλία και τη Δευτέρα η UniCredit ολοκλήρωσε την πώληση των επισφαλών δανείων προς το Pimco και τη Fortress. Εκτός από τους επενδυτές μετοχών, οι χρηματοδότες χρέους είναι επίσης όλο και περισσότερο ενεργοί.
«Βλέπουμε αυξήσεις στην κατανομή του ισολογισμού στην κατηγορία των περιουσιακών στοιχείων, ιδιαίτερα μεταξύ των αμερικανικών τραπεζών», λέει ο Ντέιβιντ Έντμοντς, στέλεχος της Deloitte. «Βλέπουμε κάποιους άλλους που δεν είναι παρόντες στην αγορά να προσπαθούν να την εξερευνήσουν.»
Ενώ οι ιδιωτικές εταιρείες μετοχών και πιστώσεων αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για χαρτοφυλάκια επισφαλών δανείων, συνήθως συγκεντρώνουν χρηματοδότηση επίσης από επενδυτικές τράπεζες αλλά και από αγορές ομολόγων, όπως συμβαίνει και με τη συμφωνία AnaCap, προκειμένου να αυξήσουν την κερδοφορία των επενδύσεών τους.
Τα ταμεία έχουν συγκεντρώσει κεφάλαια ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων, λέει η Deloitte, και το ποσό της πιθανής χρηματοδότησης θα μπορούσε να είναι ακόμη υψηλότερο – δημιουργώντας μια τεράστια αγορά, στην οποία οι τράπεζες και οι δανειστές ενδέχεται να αποκτήσουν μερίδιο.
Οι μεγάλες αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες, όπως οι Citi και Morgan Stanley, θεωρείται πως ψάχνουν ευκαιρίες ανάπτυξης από τη χρηματοδότηση της αγοράς NPL της Ευρώπης, αξιοποιώντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο εγχώριος ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας, σύμφωνα με τραπεζίτες και αναλυτές.
«Οι αμερικανικές τράπεζες, που έχουν επιστρέψει λίγο πίσω σε μια πιο σταθερή βάση. . . είναι από τους πιο πρόθυμους να δανείσουν αυτή τη στιγμή», λέει ο Τζάστιν Σέλτζερ, πιστωτικός επικεφαλής στην AnaCap. «Προφανώς, οι ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να πραγματοποιούν μεγαλύτερες αναδιαρθρώσεις. . . Είναι μια μεγάλη ευκαιρία ανάπτυξης.»
Η δανειοδότηση έναντι χαρτοφυλακίων NPL παρέχει στις τράπεζες μια μορφή έμμεσης έκθεσης στην κατηγορία των περιουσιακών στοιχείων, με ελκυστικά κέρδη σε ένα κατά τα άλλα χαμηλής απόδοσης περιβάλλον. Στην περιφερική Ευρώπη, τα δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες στους αγοραστές μη εξυπηρετούμενων δανείων συνήθως κερδίζουν ένα spread 4% έναντι του επιτοκίου αναφοράς.
Οι επενδυτές και οι χρηματοδότες αναζητούν την επόμενη σειρά ευκαιριών. Η Ιρλανδία θεωρείται ως ενεργός πηγή δραστηριότητας NPL, ενώ η αποτυχία της Banco Popular και η αγορά της από την Santander αναμένεται να προκαλέσει σημαντική δραστηριότητα NPL στην Ισπανία. Η Popular είχε σωρεία τοξικών στεγαστικών δανείων που η Santander αναμένεται τώρα να πουλήσει.
Το πιο κρίσιμο, όσοι σκοπεύουν να αποκομίσουν χρήματα από τη διαδικασία χρηματοδότησης πρέπει να έχουν κατάλληλη δύναμη ισολογισμού για να μπορέσουν να κρατήσουν οι ίδιοι μέρος του χρέους.
«Είναι σαφές ότι υπάρχει μια δέσμη αληθινών χρημάτων που ενδιαφέρονται, αλλά αυτή δεν είναι μια κατάσταση στην οποία αναλαμβάνεις για να αναδιανείμεις», δήλωσε ένας ανώτερος τραπεζίτης. «Σε μια περίπτωση όπως η Santander, πρέπει να είσαι σε θέση να κρατήσεις στα βιβλία σου μισό έως ένα δισεκατομμύριο ευρώ για να παίξεις», προσέθεσε.
Η χρηματοδότηση για τα επισφαλή δάνεια μπορεί να οδηγήσει σε μια τιτλοποίηση – όπου το χρέος συσκευάζεται και πωλείται ως ομόλογα – όπως με τον δανεισμό της Credit Suisse προς τη Blackstone έναντι ενός χαρτοφυλακίου υποθηκών ύψους 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ που αγόρασε από την CatalunyaCaixa το 2014. Η Blackstone έχει από τότε τιτλοποιήσει μέρος των δανείων που έγιναν «εκ νέου εξυπηρετούμενα». Σε άλλες περιπτώσεις, τα δάνεια από τον χρηματοδότη θα μπορούσαν να εξοφληθούν, καθώς το κακό χρέος τελικά θα μετατραπεί σε καλό, ή η εξασφάλιση θα επιστραφεί και θα πωληθεί.
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι το πόσο μεγάλο μέρος της διαθέσιμης χρηματοδότησης από τα NPL θα τροφοδοτηθεί στην Ιταλία, της οποίας ο τραπεζικός τομέας, με τα 360 δισεκατομμύρια ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, βρίσκεται στο επίκεντρο του προβλήματος της Ευρώπης. Παρά την αύξηση της δραστηριότητας στη χώρα κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα, το μεγαλύτερο μέρος των συμφωνιών NPL βασίστηκε σε κάποια χρήση ενός ειδικού κυβερνητικού συστήματος – το οποίο ονομάστηκε GAC – το οποίο αποσκοπούσε στην εξασφάλιση μέρους των τίτλων.
«Υπάρχουν δύο τρόποι για να το δούμε – είναι ένας παράγοντας συσσώρευσης ή μια αναγκαιότητα της αγοράς, επειδή σε εκείνο το σημείο τα τελευταία δύο χρόνια ο ιδιωτικός τομέας δεν ήταν πρόθυμος να αναλάβει αυτόν τον κίνδυνο», λέει ο κ. Έντμοντς.
Αυτή την εβδομάδα η διαδικασία τιτλοποίησης σε ολόκληρη την ΕΕ έχει μπει υπό εξέταση εξαιτίας νέων κανονισμών από τις Βρυξέλλες που φαίνονται να περιορίζουν τη χρήση της διαδικασίας για παλαιότερα δάνεια, όπως εκείνα πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη δύναμη επιχειρήσεων που επιθυμούν να χρηματοδοτήσουν την αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων αντανακλά μια λεπτή μετατόπιση της συνολικής αντίληψης της αγοράς για την κατηγορία των περιουσιακών στοιχείων.
Στην περίπτωση της συμφωνίας AnaCap, οι αναλυτές της CreditSights καταγράφουν μια δόση αυτής της διάθεσης. «Παρόλο που θεωρούμε ότι το να έχουμε μεγάλη έκθεση στην Ιταλία, την Πορτογαλία και σε εξασφαλισμένες αγορές μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επιφέρει επιπρόσθετους κινδύνους, αναγνωρίζουμε ότι αυτές οι αγορές μπορούν να είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρες και οι προοπτικές δυναμικής προμήθειας των NPL σε αυτές τις αγορές φαίνονται ευνοϊκές».