Σε κατάσταση ευφορίας βρίσκονται τα περισσότερα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο, με τους αμερικανικούς δείκτες να κλείνουν σε νέα ιστορικά υψηλά, και με αυτά των ασιατικών να παραμένουν κοντά σε υψηλά δέκα ετών, ενώ η κεφαλαιοποίηση των διεθνών χρηματιστηρίων βρίσκεται λίγο πάνω από τα $78 τρισ.
Πόσο θετικά όμως είναι όλα αυτά, ώστε να μας κάνουν να επαναπαυτούμε αδιαφορώντας για τα «σημεία των καιρών»;
Η χρηματιστηριακή περίοδος μετά την χρηματοοικονομική κρίση θυμίζει αυτό που έλεγε ένας εκ των μεγαλύτερων σπεκουλαδόρων όλων των εποχών, ο Αντρέ Κοστολάνι, «αγοράστε μετοχές, πάρτε ένα χάπι και ξυπνήστε μετά από χρόνια». Είναι γνωστό πως η έλλειψη μεταβλητότητας δεν είναι και ο καλύτερος φίλος των αγορών, ειδικά στην παρούσα χρονική περίοδο κατά την οποία ο δείκτης VIX (ή αλλιώς δείκτης φόβου) βρίσκεται κοντά στα ιστορικά χαμηλά του.
Είναι παράλογο κατά κάποιο τρόπο, εν μέσω χρηματιστηριακής ευφορίας να υπάρχουν φωνές οι οποίες να προειδοποιούν για μια ενδεχόμενη πτώση των διεθνών δεικτών. Κι αυτό διότι το 80% των εταιρειών του δείκτη S&P 500 που ανακοίνωσε μέχρι στιγμής αποτελέσματα, είναι πάνω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, ενώ ήδη η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ έχει προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων, ανακοινώνοντας παράλληλα και σταδιακή μείωση του ισολογισμού της από τον Σεπτέμβριο.
Για να κατανοήσουμε ίσως λίγο καλύτερα την λειτουργία των ποσοτικών χαλαρώσεων της FED, αλλά κυρίως την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και τις πιθανότητες να οδηγηθεί εκ νέου σε μια νέα ύφεση ή να περιορίσει σημαντικά την ανάπτυξη της, αρκεί να παρατηρήσουμε το παρακάτω γράφημα στο οποίο αποτυπώνεται ο δείκτης Μ1 (που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία του ενεργητικού σε ρευστή μορφή), καθώς και το ύψος των δανείων που έχει χορηγηθεί από τις τράπεζες σε εμπορικές και βιομηχανικές εταιρείες. Όπως παρατηρούμε, από το 2008 και μετά η αύξηση του δείκτη Μ1 ήταν κατακόρυφη, ενώ τα δάνεια τα οποία χορήγησαν οι αμερικανικές τράπεζες προς τις επιχειρήσεις άρχισε να αυξάνεται μετά το 2010, και η οποία μάλιστα ήταν αρκετά χαμηλότερη από ότι ο ρυθμός αύξησης του δείκτη Μ1.
Πηγή γραφήματος:Fred graph
Για να είμαστε όμως ειλικρινής, μέσω των ποσοτικών χαλαρώσεων η FED κατάφερε να επαναφέρει σε τροχιά ανάκαμψης την αμερικανική οικονομία, εάν και δεν έχει καταφέρει με αντίστοιχη επιτυχία κάτι ανάλογο όσο αφορά και τον πληθωρισμό.
Αυτό όμως που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση, είναι το γεγονός ότι η κερδοφορία των αμερικανικών τραπεζών έχει ήδη φθάσει σε επίπεδα προ κρίσης (βλ. παρακάτω γραφήματα), κάτι το οποίο δεν αντιστοιχεί στον ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας προ δεκαετίας. Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων των ποσοτικών χαλαρώσεων κατευθύνθηκε στις τράπεζες, με την FED να αγοράζει «τοξικά» προϊόντα από αυτές, προκειμένου να τις χορηγήσει ρευστότητα. Αυτό εξάλλου έγινε και στις περισσότερες χώρες (βλ. Ιταλία) προκειμένου λόγο της συστημικότητας τους να μην καταρρεύσουν και δημιουργηθούν δυσάρεστες καταστάσεις για τις εκάστοτε οικονομίες.
Πηγή γραφήματος:-
Πηγή γραφήματος:-
Θα μπορούσε μέχρι στιγμής να πει κάποιος (κι όχι άδικα), ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για το άμεσο μέλλον, μιας και η ανάπτυξη διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, αλλά και τα κέρδη των εταιρειών (και ειδικά των τραπεζών) συνεχίζουν να αυξάνονται. Αυτό που ενδέχεται όμως να διαταράξει την ανοδική πορεία των χρηματιστηρίων, είναι η απόφαση της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ να μειώσει τον ισολογισμό της, ύψους $4,5 τρισ.
Δηλαδή τα «τοξικά» προϊόντα τα οποία αγόρασε τα τελευταία χρόνια, ενυπόθηκα δάνεια κυρίως, θα αρχίσει σταδιακά να τα πουλάει στην αγορά. Ένας σίγουρος αγοραστής αυτών των προϊόντων θα είναι φυσικά και τράπεζες οι οποίες χάριν σε αυτά τα προϊόντα βρέθηκαν μισό βήμα πριν τον αφανισμό τους. Θα τα «ρετουσάρουν» και θα τα πουλήσουν σαν καθαρό νεράκι εκ νέου στα υποψήφια θύμα τους.
Κι εάν κι αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει άμεσα και σημαντικά την εταιρική κερδοφορία των τραπεζών και κατ επέκταση τους χρηματιστηριακούς δείκτες, το θέμα του πληθωρισμού όμως ίσως να επηρεάσει. Τις τελευταίες μέρες αρκετοί αξιωματούχοι της FED εμφανίζονται προβληματισμένοι σχετικά με την μείωση του ενεργητικού της και την επίπτωση αυτού στον πληθωρισμό. Κάτι τέτοιο ίσως να καθυστερήσει μια νέα αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων πιέζοντας ακόμη περισσότερο την ισοτιμία του δολαρίου, αλλά και τις αποδόσεις των αμερικανικών treasuries.
Τέλος, η αύξηση της προσφοράς τίτλων οδηγεί νομοτελειακά σε μείωση της τιμής αυτών, αυξάνοντας τις αποδόσεις τους και αφαιρώντας ρευστότητα από τις μετοχικές αγορές. Κι εάν η ΕΚΤ αποφασίσει μέσα στο 2018 να τερματίσει το πρόγραμμα ποσοτικής της χαλάρωσης, τότε η αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων θα είναι θέμα χρόνου, με τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων να αυξάνονται και με τους επενδυτές να στρέφονται προς αυτά. Μέχρι στιγμής όμως την Αυγουστιάτικη ραστώνη δεν φαίνεται να την επισκιάζει τίποτα, με την ευφορία να συνεχίζει να παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Θεόδωρος Σεμερτζίδης
Χρημ/κος Αναλυτής