Οι ηγέτες της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γερμανίας συναντήθηκαν στο Παρίσι στις 28 Αυγούστου για μια σύνοδο κορυφής που διοργάνωσε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, στην τελευταία ένδειξη για τις προσπάθειες της Γαλλίας να αναλάβει βασικό ηγετικό ρόλο στην ΕΕ μετά το Brexit.
Ωστόσο, η εκδήλωση ήταν επίσης μια ευκαιρία για τον γάλλο πρόεδρο να εξομαλύνει τις αναστατωμένες σχέσεις των εταίρων της ΕΕ, ιδίως στη Ρώμη, μετά από μια σειρά διπλωματικών ρήξεων που οδήγησαν σε πτώση των σχέσεων και την αναβίωση παλαιών αντιπαλοτήτων μεταξύ των δύο χωρών. Μια δεύτερη και αναμφισβήτητα σημαντικότερη διμερής σύνοδος κορυφής μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας προγραμματίζεται επίσης για τις 27 Σεπτεμβρίου στη Λυών, μια ακόμη ένδειξη της ανάγκης να επιδιορθωθούν οι σχέσεις και να προωθηθεί μια εικόνα συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτόνων της ΕΕ.
Οι εντάσεις μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας αυξήθηκαν τον Ιούλιο μετά την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να εθνικοποιήσει την ναυπηγική εταιρεία Stx / Chantier de l’Atlantique αντί να παραχωρήσει πλειοψηφικό μερίδιο στην ιταλική Fincantieri, ακυρώνοντας έτσι μια συμφωνία μεταξύ της Ιταλίας και της προηγούμενης κυβέρνησης της Γαλλίας. Οι διπλωματικές σχέσεις είχαν ήδη δοκιμαστεί νωρίτερα εκείνη την εβδομάδα, όταν ο πρόεδρος Μακρόν διοργάνωσε ειρηνευτική διάσκεψη για τη Λιβύη, χωρίς να προσκαλέσει την ιταλική κυβέρνηση που θεωρεί τον εαυτό της ως βασικό παράγοντα στον φάκελο της Λιβύης. Τα δύο γεγονότα, που δεν σχετίζονται, δημιούργησαν μια τέλεια καταιγίδα μεταξύ των ιταλών, με αποτέλεσμα δημόσιες συγκρούσεις και μια σειρά γάλλων υπουργών να πετούν στη Ρώμη για να επιδιορθώσουν τις σχέσεις.
Ωστόσο, οι κοινές δηλώσεις και φωτογραφήσεις δεν έχουν θεραπεύσει την πληγή και οι εντάσεις εξακολουθούν να υφίστανται. Οι τρέχουσες γαλλοϊταλικές διαφωνίες θυμίζουν τα γεγονότα του 2011, όταν η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβαν την ηγεσία σε στρατιωτική παρέμβαση στη Λιβύη. Η τότε ιταλική κυβέρνηση εμποδιζόταν από πολιτικά προβλήματα στο εσωτερικό και μια αδύναμη προεδρία του Μπερλουσκόνι που δεν κατάφερε να οικοδομήσει καλές σχέσεις με το καθεστώς του Καντάφι για να εκπληρώσει αυτό που θα μπορούσε να ήταν ένας «φυσικός» μεσολαβητικός ρόλος για την Ιταλία.
Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στην ιταλική απογοήτευση είναι η έλλειψη κατανόησης της πραγματικής δυναμικής πίσω από τη γαλλική παρέμβαση στη Λιβύη. Η Ιταλία έχει πάντα δει την παρέμβαση του 2011 ως μια γαλλική προσπάθεια να πάρει τη θέση της Ιταλίας στη Λιβύη, τόσο από οικονομική όσο και από διπλωματική άποψη. Η άποψη αυτή δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την καθυστερημένη αντίδραση του πρώην γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί προς την Αραβική Άνοιξη και την παράβλεψη από την πλευρά του της επανάστασης της Τυνησίας. Η παρέμβασή του στη Λιβύη ήταν ως εκ τούτου μια προσπάθεια να προλάβει την Αραβική Άνοιξη της Λιβύης, περνώντας στη νικήτρια πλευρά και αντιτασσόμενος στον αυταρχισμό και στα διεφθαρμένα καθεστώτα.
Αυτό το σφάλμα κρίσης σχετικά με τη γαλλική λογική αποκαλύπτει την εξαιρετική ευαισθησία της Ιταλίας σε ό, τι αφορά τη Λιβύη, παράγοντα που βρίσκει τις ρίζες του στο απολιθωμένο αποικιακό παρελθόν της χώρας. Από τη γαλλική πλευρά, η Ιταλία φαίνεται επίσης δύσκολο να κατανοηθεί και να αντιμετωπιστεί, με τις εναλλασσόμενες φάσεις αδύναμης ηγεσίας και επαναλαμβανόμενων εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων.
Την ίδια χρονιά με την παρέμβαση της Λιβύης, οι γαλλικές επενδύσεις στην Ιταλία – όπως η εξαγορά της γαλακτοκομικής εταιρείας Parmalat από την Lactalis ή η εξαγορά του κοσμηματοπωλείου Bulgari από την LVMH – συνέβαλαν επίσης στην αντίληψη μιας γαλλικής κατάκτησης της χερσονήσου. Οι εντάσεις φτάνουν μέχρι το 2002, με την απόπειρα εξαγοράς από την Electricité de France της ιταλικής εταιρείας ενέργειας Edison, η οποία οδήγησε σε υψηλές διπλωματικές εντάσεις που δεν επιλύθηκαν μέχρι την πλήρη εξαγορά το 2012.
Τέτοιες επενδύσεις είναι απολύτως φυσιολογικές σε μια ολοκληρωμένη αγορά της ΕΕ και δε θα προκαλούσαν αντιδράσεις εάν οι ιταλοί δεν είχαν την εντύπωση ότι η Γαλλία δεν είναι τόσο πρόθυμη να υποδεχτεί επενδύσεις στις δικές της ακτές.
Λίγο πριν τη σημερινή Fincantieri, η ιταλική κρατική εταιρεία ενέργειας ENEL ζήτησε την εξαγορά της γαλλικής εταιρείας κοινής ωφελείας Suez το 2006. Η προσπάθεια παρεμποδίστηκε από τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία δημιούργησε αντίθετα τον κρατικά ελεγχόμενο όμιλο GDF-Suez για να κρατήσει την εταιρεία στα χέρια των γάλλων. Οι εντάσεις για τη Fincantieri ανοίγουν εκ νέου παλιές πληγές μεταξύ ιταλών που θεωρούν το γαλλικό κράτος προστατευτικό και εθνικιστικό.
Η στρατιωτική επέμβαση του 2011 στη Λιβύη δημιούργησε επίσης μια διχοτόμηση μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας όσον αφορά τη στρατιωτική πολιτική. Από τη δεκαετία του ’90, η Γαλλία και η Ιταλία συμμετείχαν συχνά στις ίδιες πολυμερείς στρατιωτικές παρεμβάσεις, από τα Βαλκάνια έως το Αφγανιστάν. Ο ανασχηματισμός της αποστολής UNIFIL του 2006 στο Λίβανο, υπό την κοινή τότε ηγεσία της Γαλλίας και της Ιταλίας, μπορεί να αντιπροσωπεύει το υψηλότερο σημείο στρατιωτικής και διπλωματικής σύγκλισης μεταξύ των δύο χωρών. Η παρέμβαση του ΝΑΤΟ το 2011 στη Λιβύη δεν έγινε θετικά δεκτή στην Ιταλία, παρ’ ότι η Ρώμη ήταν μέρος του συνασπισμού και πραγματοποίησε εντυπωσιακή βομβιστική επίθεση στη Λιβύη. Η αυξανόμενη αστάθεια στην περιοχή που ακολούθησε την ανατροπή του Καντάφι θεωρείται από την Ιταλία ως άμεση συνέπεια της στρατιωτικής παρέμβασης.
Η γαλλική επιχείρηση του 2013 στο Μάλι επιβεβαίωσε περαιτέρω αυτή τη στρατηγική απόκλιση. Προκειμένου να αποφευχθεί η κατάληψη της πρωτεύουσας Μπαμάκο από βόρειες πολιτοφυλακές και τζιχαντιστές, η Γαλλία παρέταξε στρατεύματα στο Μάλι με εντολή των Ηνωμένων Εθνών. Το Παρίσι ζήτησε βοήθεια, αλλά δεν υποστηρίχθηκε από τους ευρωπαίους εταίρους του. Η ιταλική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Μάριο Μόντι άσκησε βέτο στην περιορισμένη υλικοτεχνική υποστήριξη αερομεταφορών που είχαν ζητήσει οι Γάλλοι. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 στο Παρίσι, η Γαλλία πυροδότησε τη ρήτρα αλληλεγγύης της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Παρίσι ζήτησε και πάλι βοήθεια για τις αποστολές του στο εξωτερικό, προκειμένου να ανακουφίσει τις στρατιωτικές δυνάμεις που απαιτούνται για την πρόληψη της εσωτερικής τρομοκρατίας. Χώρες όπως η Γερμανία και η Ιρλανδία απάντησαν θετικά, ενώ η Ιταλία δεν το έκανε. Ενώ η Γερμανία αύξησε τις στρατιωτικές δυνατότητές της στην Αφρική σε ένα πλαίσιο συνεργασίας με τη Γαλλία, η απουσία της Ιταλίας αποτελεί σαφή ένδειξη της στρατηγικής απόκλισης που ξεκίνησε από το 2011.
Σήμερα, η Γαλλία συνεχίζει να αναπτύσσει ένα όραμα της περιφερειακής σταθεροποίησης και αντιτρομοκρατίας σε ολόκληρη την περιοχή του Σαχέλ, ενώ η Ιταλία τείνει να επικεντρώνεται κυρίως στη Λιβύη. Υπάρχουν προφανείς δυνητικές συγκλίσεις μεταξύ των δύο προσεγγίσεων, αλλά μια θετική διαδικασία προστιθέμενης αξίας φαίνεται δύσκολο να καθοριστεί προς το παρόν.
Ο Μακρόν έχει μια σαφή ευρωπαϊκή στρατηγική με τη Γερμανία. Επιπλέον, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον ακτιβισμό του Μακρόν προς την κεντρική Ευρώπη, μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Λαμβάνοντας υπόψη το Brexit, αυτή η «ηπειρωτικοποίηση» της Ευρώπης σημαίνει ότι η Ιταλία πρέπει να επιστρέψει στις σχέσεις της με τη Γαλλία και τη Γερμανία, μια ανήσυχη εναλλακτική λύση που έχει επίσης σύνθετες ιστορικές συνέπειες δεδομένης της ιστορίας του 19ου αιώνα στην Ιταλία.
Η τάση του Μακρόν για ενεργητικές πολιτικές μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες με τους εταίρους. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2017, ο πρόσφατα εκλεγμένος γάλλος πρόεδρος είδε την Ιταλία να πιέζει σκληρά για μια κοινή λύση στην πρόκληση της μετανάστευσης από τη Λιβύη. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών της 14ης Ιουλίου, ο Μακρόν ανακοίνωσε σε συνέντευξή του ότι θα ληφθεί γρήγορα μια «διπλωματική πρωτοβουλία για τη Λιβύη». Λίγες μέρες αργότερα, η σύνοδος κορυφής της Λιβύης στο Παρίσι φάνηκε να προκαλεί έκπληξη σε πολλούς ιταλούς. Προφανώς δεν έδωσαν αρκετή προσοχή στη δημόσια διακήρυξη του Μακρόν και δεν κατανόησαν ότι η πίεση που είχαν ασκήσει στη Γαλλία για να μπει η Λιβύη στην ατζέντα είχε ως αποτέλεσμα μια αντίδραση στο στυλ του Μακρόν.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εντάσεων είναι ένα εκρηκτικό περιβάλλον μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας, με έναν συμβιβασμό για την Fincantieri/Stx, μια συμφωνία που πολλοί αναλυτές θεωρούν πως είναι απόλυτα λογική βιομηχανικά, να μη διαφαίνεται πουθενά.
Ο Μακρόν είναι σίγουρα το σύμβολο μιας ισχυρής εξέλιξης της γαλλικής πολιτικής με μια μεταρρυθμιστική ατζέντα για την Ευρώπη στο επίκεντρο των πρωτοβουλιών του. Είναι παράδοξο να παρατηρούμε ότι ενώ η ενεργητική στάση του Μακρόν φαίνεται να επηρεάζει θετικά τις σχέσεις στην Ευρώπη, αυτός ο νέος πολιτικός κύκλος στη Γαλλία γίνεται μια μαύρη τρύπα κακών συναισθημάτων για την Ιταλία, η οποία δεν αισθάνεται άνετη με μια ακτιβιστική Γαλλία και τις φιλοδοξίες της να αποκτήσει μια νέα μορφή ηγεσίας στην Ευρώπη. Αυτή η δύσκολη στιγμή για τις διμερείς σχέσεις μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως καμπή. Η Γαλλία βρίσκεται σε κίνηση μετά από δεκαετίες διατήρησης σχετικά χαμηλού προφίλ, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι εκτός ΕΕ και όλοι οι πολιτικοί εταίροι πρέπει να προσαρμόσουν τον εαυτό τους στο νέο ευρωπαϊκό παιχνίδι, μια επιτάχυνση που απαιτεί μια πιο κινητική Ιταλία. Πρόκειται για μια πολύπλοκη κατάσταση για την Ιταλία, με τις πολιτικές εκλογές να έρχονται την επόμενη άνοιξη, αλλά αντιπροσωπεύει επίσης μια σημαντική κλήση αφύπνισης.
Μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου θα υπάρξει παράθυρο ευκαιρίας για περαιτέρω προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά αυτό απαιτεί επίσης προσπάθεια μεταξύ των βασικών κρατών μελών όπως η Γαλλία και η Ιταλία, τα οποία πρέπει να καθορίσουν κοινά στρατηγικά συμφέροντα, εξισορροπώντας τις εσωτερικές τους εκλογικές περιφέρειες και τη διεθνή προβολή. Όλα αυτά θα χρειαστούν για να δημιουργήσουν μια ισχυρότερη Ευρώπη, αποφεύγοντας παράλληλα να ξυπνήσουν πάρα πολλά φαντάσματα από το παρελθόν.