Από το να είναι «ο ασθενής της Ευρώπης» κατέληξε να αποτελεί την ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης: την τελευταία δεκαετία η Γερμανία κατόρθωσε να επαναλάβει την επιτυχημένη συνταγή του μεταπολεμικού θαύματός της.
Τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, η χώρα με τη μικρότερη ανεργία, με την ανάπτυξη και τις μαζικές εξαγωγές να αποτελούν το σήμα κατατεθέν της. Μολαταύτα, όπως καταδεικνύουν και οι μακροοικονομικοί δείκτες, η ατμομηχανή της Ευρώπης είναι μεν κάθε φορά και πιο ευημερούσα οικονομικά, αλλά συνάμα και πιο άδικη και πολωμένη κοινωνικά.
Σύμφωνα με την τελευταία αναφορά του ΟΟΣΑ, το 10% των πλουσιότερων κατέχει το 60% του ιδιωτικού πλούτου, ενώ το 40% των φτωχότερων δεν κατέχει τίποτα. Μία ψαλίδα που κατατάσσει τη Γερμανία στον κατάλογο των χωρών της Ευρώπης με τις μεγαλύτερες ανισότητες.
Στον νότο της χώρας, το κρατίδιο της Βαυαρίας αντιπροσωπεύει τη γυαλιστερή πλευρά του γερμανικού νομίσματος. Με σημαιοφόρο την πρωτεύουσά του το Μόναχο, που έχει μετατραπεί σε έναν ‘κόμβο’ για τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, το κρατίδιο αυτό έχει το δεύτερο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα, ενώ τα 568 εκατ. ευρώ του αποθεματικού του σχεδόν ισοδυναμούν με τον συνολικό πλούτο της Αργεντινής και είναι το κρατίδιο με τον μικρότερο κίνδυνο φτώχειας. Η πρωτεύουσά του θεωρείται ως η πιο ασφαλής πόλη της Γερμανίας, αλλά τούτο έχει ως αντίκρισμα να είναι και η πιο ακριβή. Ωστόσο, οι κάτοικοί της δεν το αντιλαμβάνονται έτσι: «δεν είναι ακριβή, εν συγκρίσει προς το Λονδίνο, ή το Παρίσι», τονίζει ο 30χρονος Γιαν. Εν τούτοις, το ενοίκιο για ένα διαμέρισμα 45m² στο κέντρο της πόλης ανέρχεται στα 1.000 ευρώ τον μήνα.
Η Βαυαρία, αναμφίβολα, αντανακλά την εικόνα της επιτυχίας. Με μία οικονομία που είναι επίσης εξειδικευμένη στην παραγωγή τμημάτων και ανταλλακτικών για την παντοδύναμη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας, έχει ανέλθει στην περιωπή του οικονομικού προτύπου. Η ανάπτυξη είναι σταθερή και ο δείκτης ανεργίας ανέρχεται μόλις στο 3%, το μικρότερο ποσοστό της τελευταίας 20ετίας. Από το 2005 η φτώχεια έχει αυξηθεί 1,8%, που αντιστοιχεί στο δεύτερο μικρότερο ποσοστό στη χώρα, μετά το Αμβούργο. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες και η Βαυαρία δεν παρέμεινε άμοιρη της καλπάζουσας ανισότητας που μαστίζει τη χώρα και εκφράζεται στην όλο και αυξανόμενη ψαλίδα ανάμεσα στους πλούσιους και τους χαμηλώτερα αμειβόμενους εργαζόμενους. Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στην παγκοσμιοποίηση, καθώς οι ανισότητες έχουν αυξηθεί κατακόρυφα στις εύρωστες βιομηχανικά χώρες από το 1985.
Η υιοθέτηση της επονομαζόμενης Agenda 2010 του πρώην καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, που προέβλεπε ένα πακέτο μέτρων για περισσότερη ‘ευελιξία’ στην αγορά εργασίας, μείωση των δημοσίων δαπανών και ελάττωση των κρατικών επιδομάτων, έστρωσε τα θεμέλια της οικονομικής αυτής ανάπτυξης, αλλά συνάμα συνέβαλε και στην αύξηση της μερικής απασχόλησης, μία τάση στην αγορά εργασίας, που εκτινάχθηκε ιδίως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Την ώρα που ο πλούτος στη χώρα συγκεντρώνεται στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, η Γερμανία βιώνει μία αυξανόμενη πόλωση στους μισθούς και στην αγορά εργασία, όπου πολλαπλασιάζονται πλέον οι κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Για τους νέους φοιτητές, το να δουλεύουν παράλληλα για να μπορέσουν να συνεισφέρουν στην ισχνή οικονομική τους κατάσταση, μπορεί μεν να φαίνεται φυσιολογικό, ηχεί όμως παράλογο όταν πρόκειται για τους συνταξιούχους. Όλο και περισσότερα μέλη από την ευαίσθητη αυτή κοινωνική τάξη, που έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από την απίσχναση των ταμείων πρόνοιας και σύνταξης, χρειάζονται και μία δεύτερη απασχόληση προκειμένου να τα φέρουν βόλτα. Από το 2010, η ανάγκη για τους συνταξιούχους να απασχολούνται και σε δεύτερη εργασία έχει αυξηθεί κατά 22%, ενώ πολλοί είναι όσοι εξαρτώνται και από επιπλέον κρατικές πρόνοιες.
Για πολλούς , η κατάσταση τούτη στη Βαυαρία θεωρείται απαράδεκτη. Όπως για τον Χάνες, καθηγητή από το Ουλμ, στο επίσης πλούσιο κρατίδιο τα Βάδης-Βυρτεμβέργης, που για να ανταπεξέλθει στην εκτίναξη της τιμής των ενοικίων (που στο διάστημα 2004-15 αυξήθηκαν κατά 41%) έχει αναγκασθεί να μετοικίσει στο Ομπερσλάισχαμερ, έξω από τη Βαυαρία. Για 450 ευρώ τον μήνα διαμένει σε ένα συγκρότημα πολυκατοικιών για φτωχούς φοιτητές και συνταξιούχους. Ο ίδιος τονίζει πως η κατάσταση στο Μόναχο είναι αφόρητη, πως έχουν αυξηθεί οι ανισότητες μεταξύ φτωχών και πλούσιων. «Δεν γνωρίζω κανέναν που να μην ανησυχεί πως θα βγάλει τον μήνα, ή ότι θα έχει αρκετές αποταμιεύσεις όταν θα έχει βγει στην σύνταξη», τονίζει.
Στον αντίποδα της ευημερούσας Βαυαρίας βρίσκεται το κρατίδιο της Σαξωνίας-Άνχαλτ. Απορφανισμένο από τις μεγάλες επιχειρήσεις κι εργοστάσια, που είτε μεταφέρθηκαν αρχικά στη Δυτική Γερμανία, και κατόπιν στις γειτονικές χώρες της Πολωνίας και της Τσεχίας—που προσφέρουν φθηνό εργατικό δυναμικό—το κρατίδιο της πρώην Δημοκρατίας της Ανατολικής Γερμανίας είναι εκείνο με το δεύτερο μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και με τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας σε όλην τη Γερμανία, με 21,4%. Σύμφωνα με την Αλεξάντρα Ρίσελ του κοινωφελούς ιδρύματος Magdemburger Tafel, ο κίνδυνος τούτος είναι ορατός κάθε μέρα, με τους ανέργους (59%), οι μονογονεϊκές οικογένειες (43,9%) και οι πρόσφυγες (27,7%) είναι οι ομάδες με τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Χωρίς την κρατική βοήθεια και τη δράση ιδρυμάτων, όπως το Magdemburger Tafel και άλλα 900 σε ολόκλητη, που μοιράζουν φαγητό, ρούχα, και άλλα είδη, «οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούσαν να βγουν από το σπίτι τους», προσθέτει η Ρίσελ.
Αλλά ακόμη κι έτσι, η φτώχεια στη Γερμανία δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνην που βιώνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως εκείνες του Νότου που πλήττονται από την κρίση. Το να είσαι φτωχός στη Γερμανία ισοδυναμεί με το να έχεις εισοδήματα μικρότερα του 60% του εθνικού μέσου όρου: δηλαδή μισθούς περί τα 848 ευρώ τον μήνα.
Πάντως, 26 χρόνια μετά τη γερμανική ενοποίηση, η ομάδα των ανατολικογερμανικών länder εξακολουθεί να βρίσκεται ουραγός στην ανάπτυξη και να φυτοζωούν. Η απορρόφηση της παλαιάς σοσιαλιστικής αγοράς από το καπιταλιστικό σύστημα και η αλλαγή του νομίσματος οδήγησαν τις παλαιές κραταιές βιομηχανίες της περιοχής, είτε στην χρεωκοπία, είτε στη φυγή προς την άλλη πλευρά της χώρας. Τα επίπεδα ανεργίας απογειώθηκαν και ακόμη κι οι αυξήσεις στους μισθούς στην ανατολική πλευρά πραγματοποιούνται με βραδύτερους ρυθμούς απ’ ότι στη δυτική. «Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο τμήματα δεν πρόκειται να μεταβληθούν. Το σύστημα βελτιώνεται με βραδύτητα, αλλά έχουμε αφήσει πολύ πίσω τους φτωχούς και όσους στερούνται ανώτερης εκπαίδευσης», επισημαίνει ο καθηγητής Δημόσιας Οικονομίας στο Παν/μιο του Μαγδεμβούργου Αντρέας Κνάμπε. Όπως τεκμαίρουν και τα τελευταία επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης, η φτώχεια στα δυτικά κρατίδια ανέρχεται στο 15,93%, ενώ στα ανατολικά μετράται στο 19,75%.
Είναι σε εκείνα τα τμήματα όπου το επιλεγόμενο ‘γερμανικό θαύμα’ μοιάζει να μην έχει φθάσει ποτέ. Οι άνθρωποι αισθάνονται πως παρά την κάποια οικονομική τους βελτίωση υπολείπονται ακόμη έτη φωτός από τους γείτονές τους και νοιώθουν πως τους έχουν εγκαταλείψει. Μπορεί επί καγκελαρίας της Άνγκελα Μέρκελ η ανεργία να έχει μειωθεί στο ιστορικό 6,7%, όμως έχει αυξηθεί δραματικά επίσης και η κακοπληρωμένη εργασία, μία τάση σε αυξητική πορεία από τη δεκαετία. Και στις δύο περιοχές της χώρας οι εργασιακές διαφορές είναι εμφανείς: η προσωρινή απασχόληση αντιστοιχεί στο 34,5% του εργατικού δυναμικού στα Ανατολικά, ενώ στον δυτικό τομέα αντιστοιχεί μόλις στο 19,3%.
Η δυσαρέσκεια τούτη αποτελεί κάρπιμο έδαφος για το ακροδεξιό κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Με τα ποσοστά παιδικής φτώχειας στο 14% σε ολόκληρη τη χώρα και 27% στο ίδιο το Μαγδεμβούργο, το ακροδεξιό κόμμα έχει μετατρέψει την Σαξωνία-Άνχαλτ σε ιδεολογικό προπύργιό του.
Πάντως, όσο και εάν οι περιοχές αυτές εξακολουθούν να υπολείπονται των άλλων κρατιδίων, υπάρχουν ενδείξεις και στοιχεία πως κι εκεί τα πράγματα βελτιώνονται, καθώς μειώνεται σε αυτά ο κίνδυνος φτώχειας την ώρα που αυξάνει στα υπόλοιπα. Στα τελευταία 12 χρόνια η Γερμανία έχει δει τη φτώχεια στη χώρα να αυξάνεται στο 6,8% «Ούτε τόσο καλά, όσο διατείνεται η Μέρκελ, ούτε τόσο καταστροφικά, όσο ελεεινολογεί το AfD. H ανάπτυξη στη Γερμανία έχει και τη φωτεινή, αλλά και τη σκοτεινή πλευρά της», τονίζει ο Κνάμπε.