Κρίνοντας από το πώς “παίζουν” οι γερμανικές εκλογές στα social media, το ακροδεξιό κόμμα “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD) θα πρέπει να διατηρεί μεγάλο προβάδισμα.
Αλλά όπως στη Γαλλία νωρίτερα φέτος, το πόσο ασχολούνται οι άνθρωποι με το Facebook και το Twitter είναι κακός δείκτης πρόγνωσης για το τι πρόκειται να συμβεί στη Γερμανία –ένα φαινόμενο που οι ένθερμοι υποστηρικτές της επιστήμης των δεδομένων θα πρέπει να προσπαθήσουν να κατανοήσουν μετά τον πρόσφατο θρίαμβο των προβλέψεών τους στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα -το πόσο δραστήριοι είναι οι υποστηρικτές ενός κόμματος ή ενός υποψηφίου και πόσο ενθουσιώδεις φαίνονται να είναι με την επιλογή τους- ήταν πιο “προφητική” σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του Brexit και των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ σε σχέση με τις παραδοσιακές δημοσκοπήσεις. Υπέδειξε επίσης (μαζί με τις πιο ποιοτικές κοινωνιολογικές έρευνες) ότι το Εργατικό Κόμμα του Jeremy Corbyn θα τα πήγαινε καλύτερα του αναμενόμενου στις βρετανικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Αυτές οι επιτυχίες έχουν πυροδοτήσει ανησυχίες σχετικά με τα δεδομένα που διαμορφώνουν τα αποτελέσματα των εκλογών μέσω του Facebook, γεγονός το οποίο τώρα εμφανίζεται στο επίκεντρο των αμερικανικών ερευνών σχετικά με την εμπλοκή της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές.
Αλλά οι προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν μεγάλοι όγκοι δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των παραμέτρων του κοινωνικού δικτύου, για την πρόβλεψη των γαλλικών προεδρικών εκλογών την περασμένη άνοιξη ήταν σε μεγάλο βαθμό καταστροφικές, ενώ οι παραδοσιακές δημοσκοπήσεις αποδείχτηκαν σωστές. Ο Emmanuel Macron, που είχε λίγους ένθερμους υποστηρικτές πριν διεξαχθεί ο πρώτος γύρος των εκλογών τον Απρίλιο, φαινόταν να χάνει από τους υποψηφίους που πράγματι είχαν μία βάση ψηφοφόρων – σίγουρα από την εθνικίστρια Marine Le Pen και τον συντηρητικό Francois Fillon και τον χαρισματικό αριστερό Jean- Luc Melenchon που ασχολείται με τα media. Επιπλέον, η Le Pen και ο Melenchon ήταν πιο ευχάριστοι να τους παρακολουθεί κανείς σε σύγκριση με τον Macron, ιδίως στα κοινωνικά δίκτυα, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία. Ένα μοντέλο επεξεργασίας μεγάλου όγκου δεδομένων που βασίζεται στη μέτρηση του πόσο ενδιαφέροντες είναι οι υποψήφιοι, το οποίο επινοήθηκε από την εταιρεία συμβούλων κοινωνικών μέσων Echobox, είχε αποδώσει μετρήσεις που ήταν σύμφωνες με τις δημοσκοπήσεις, αλλά δεν έλαβε τόσο μεγάλη προσοχή.
Στη Γερμανία, το σύστημα παρακολούθησης των εκλογών της Echobox -το οποίο μετρά το ενδιαφέρον του εκλογικού σώματος για τα κόμματα, που εκφράζεται ως η συνολική κίνηση που παράγεται από τα άρθρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης για καθένα από αυτά- δείχνει στην πρώτη θέση το AfD.
Αυτό, βεβαίως, δεν αποτελεί πρόβλεψη ότι το κόμμα θα κερδίσει – απλώς και μόνο μια απόδειξη ότι προκαλεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τόσο θετικό όσο και αρνητικό. Το κόμμα απασχολεί επίσης τους περισσότερους ανθρώπους στο Facebook, σύμφωνα με την Newswhip, άλλη συμβουλευτική εταιρεία social media.
Στο Twitter, το ακροδεξιό κόμμα έχει λιγότερους οπαδούς, συγκριτικά με τους πιο καθιερωμένους αντιπάλους του, ωστόσο είναι το πιο δραστήριο: Το AfD απολαμβάνει 76 retweets ανά tweet, σχεδόν πέντε φορές περισσότερα από τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της καγκελαρίου Angela Merkel.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους οι αριθμοί αυτοί πιθανότατα δεν σημαίνουν και μια νίκη του AfD στις 24 Σεπτεμβρίου. Ο ένας είναι ότι η ενασχόληση της Γερμανίας με το Facebook δεν είναι τόσο υψηλή όσο στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις Η.Π.Α. ή ακόμα και τη Γαλλία. Αυτό καθιστά λιγότερο πιθανό τη δραστηριότητα του Facebook να συμβαδίσει με τα αποτελέσματα της πραγματικής ψηφοφορίας.
Ο άλλος λόγος είναι ότι στη Γερμανία, όπως και στη Γαλλία, οι παραδοσιακές μέθοδοι δημοσκοπήσεων ευθυγραμμίζονται καλύτερα με το εκλογικό σύστημα. Το ήμισυ του γερμανικού κοινοβουλίου εκλέγεται από τους ψηφοφόρους που επιλέγουν από ποικίλα κόμματα από όλο το έθνος. Δεν υπάρχει καμία ιδιορρυθμία όπως στο εκλογικό σώμα των Η.Π.Α. ή όπως η εξάρτηση του Ηνωμένου Βασιλείου από μεμονωμένες εκλογικές περιφέρειες. Αυτό κάνει τη δειγματοληψία σε εθνικό επίπεδο πιο αποτελεσματική από αυτή στις άλλες χώρες. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το AfD κερδίζει περίπου το 11% των ψήφων, πολύ χαμηλότερο ποσοστό από την αναμενόμενη απόδοση των δύο ηγετικών πολιτικών δυνάμεων – του CDU και του κεντροαριστερού SPD. Μια αντιστροφή του κλίματος είναι πολύ πιο απίθανη, με βάση αυτά τα στοιχεία, σε σχέση με τις Η.Π.Α. και τις δύο πρόσφατες ψηφοφορίες στη Βρετανία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να κάνουν λάθος. Η δραστηριότητα στο διαδίκτυο του AfD μπορεί να αποφέρει καλύτερες επιδόσεις από αυτές που έχουν προβλεφθεί χάρη στην ψήφο σε συγκεκριμένους υποψηφίους στις εκλογικές περιφέρειες, που διαμορφώνει το άλλο ήμισυ του κοινοβουλίου. Το ακροδεξιό κόμμα μπορεί να καταλήξει με περισσότερες έδρες από ό,τι αναμενόταν, αυξάνοντας την επιρροή του και ακόμα και την εξουσία του στο απίθανο σενάριο που η Merkel δεν θα μπορεί να σχηματίσει κυβερνητικό συνασπισμό και θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με ένα κόμμα μειοψηφίας. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις είναι πολύ πιθανό να προβλέψουν το αποτέλεσμα των εκλογών με μεγαλύτερη ακρίβεια από τις εναλλακτικές μεθόδους που βασίζονται στην ερμηνεία των δεδομένων.
Μόλις συμβεί αυτό, θα αναδειχθούν συμπεράσματα τόσο για όσους ασχολούνται με τις προβλέψεις όσο και για τους πολιτικούς. Ένα πιθανό εντυπωσιακό συμπέρασμα θα ήταν ότι όσο λιγότερο μια χώρα βασίζεται στο Facebook, τόσο λιγότερο τείνει να στηρίζει τα πολιτικά άκρα. Στη συνηθισμένη, καθημερινή ζωή, λίγοι άνθρωποι είναι ριζοσπαστικοί: Συγκρατούνται από τα συντηρητικά κοινωνικά πρότυπα που υπάρχουν μεταξύ συναδέλφων και γειτόνων. Στα κοινωνικά δίκτυα αυτά τα πρότυπα είναι λιγότερο σημαντικά. Αντ ‘αυτού, το περιεχόμενο και οι ιδέες που διακινούνται στα κοινωνικά μέσα ενθαρρύνουν συμπεριφορές που θα αντιλαμβάνονταν ως αντικοινωνικές εκτός διαδικτύου. Η προπαγάνδα που εμπεριέχεται στο περιεχόμενο των μέσων, ξένη ή εγχώρια, ενισχύει τις ακραίες πεποιθήσεις. Μια υγιέστερη κοινωνία αντιστέκεται στο Facebook, όπως ένα υγιές σώμα μπορεί να αντισταθεί καλύτερα σε μία μόλυνση.
Υπάρχει μάλλον κάτι περισσότερο από αυτό, όμως.
Η Γερμανία διαθέτει ακόμη 31 εκατομμύρια μη ριζοσπαστικούς χρήστες στο Facebook, οπότε δεν είναι ξεκάθαρο τι εξηγεί τη σχετικά μικρή επιρροή του κοινωνικού δικτύου. Η τρέχουσα έρευνα δείχνει ότι οι άνθρωποι παντού, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν λίγη εμπιστοσύνη σε ό,τι διαβάζουν στα κοινωνικά μέσα. Ωστόσο, οι μετρήσεις της ενασχόλησης με τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν καλύτερα ως παράγοντες πρόβλεψης δημοκρατικών αποτελεσμάτων στις αγγλόφωνες χώρες. Απαιτείται ποιοτικότερη έρευνα για να κατανοηθεί αυτό: Ίσως το να ρωτάει κανείς τους ανθρώπους για τα επίπεδα εμπιστοσύνης είναι η λανθασμένη προσέγγιση και κάτι άλλο, όπως η συναισθηματική συγγένεια, πρέπει να μετράται με πιο λεπτό τρόπο από ό,τι οι έρευνες αξιοπιστίας. Η διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν Γερμανοί, Γάλλοι, Βρετανοί και Αμερικανοί ψηφοφόροι σε αυτό που τα κοινωνικά δίκτυα τους επιβάλλουν, αξίζει περισσότερη προσοχή από όση λαμβάνει.