Ωστόσο, αυτό δεν δικαιολογεί τον εφησυχασμό: η πραγματική παραγωγή ανά κεφαλή της ευρωζώνης έχει υποστεί μια χαμένη δεκαετία. Η ανάκαμψη είναι μάλλον μια ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης. Το ερώτημα είναι ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να επιλέξει.
Αυτό το έτος, το πραγματικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ανά κεφαλή στην ευρωζώνη θα ξεπεράσει τελικά το επίπεδο του 2007. Από το 2013, η παραγωγή ανά κεφαλή της ευρωζώνης αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό όπως και στις ΗΠΑ. Η κυριότερη εξήγηση γι’ αυτή τη στροφή, πέραν των φυσιολογικών κυκλικών δυνάμεων, ήταν η αποφασιστικότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό τον Μάριο Ντράγκι, να κάνει σωστά τη δουλειά της.
Μια αποφασιστική στιγμή ήταν η παρατήρηση του κ. Ντράγκι, τον Ιούλιο του 2012, μια στιγμή κρίσης στις αγορές κρατικών χρεωστικών τίτλων: «Στο πλαίσιο της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό, τι χρειαστεί για τη διαφύλαξη του ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό». Είχε δίκιο. Η ανακοίνωση του προγράμματος «Άμεσων Νομισματικών Συναλλαγών» της ΕΚΤ τον Αύγουστο του 2012 μετέτρεψε την υπόσχεσή του σε πολιτική. Αυτό μετατόπισε την άποψη της αγοράς και μείωσε τις αυξημένες αποδόσεις των ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων. Η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια και, το 2015, ξεκίνησε επίσης το πρόγραμμα αγοράς ιδίων κεφαλαίων.
Άλλα βήματα περιλαμβάνουν τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του μόνιμου διαδόχου του, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, τα προγράμματα στήριξης για τις χώρες που επλήγησαν από κρίσεις, τέσσερα από τα οποία – για την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία – έχουν πλέον ολοκληρωθεί επιτυχώς, την αποφασιστικότητα των χωρών που επλήγησαν από κρίσεις να κάνουν ό, τι ήταν απαραίτητο για να παραμείνουν στην ευρωζώνη, τη δημιουργία του ενιαίου μηχανισμού εποπτείας για τις τράπεζες, και βήματα προς μια ένωση τραπεζών και κεφαλαιαγορών. Όποια και αν είναι τα λάθη που έγιναν κατά τη δημιουργία και τη λειτουργία της ευρωζώνης, τα μέλη έχουν αποδείξει ότι είναι πολύ πιο αποφασισμένα να τη κρατήσουν εν ζωή απ’ ότι περίμεναν κάποιοι, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Στην πιο πρόσφατη ανάλυση της ευρωζώνης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σημειώνει ότι: «Η κρίση των ετών 2007-08 σημάδεψε το τέλος της τάσης σύγκλισης και την έναρξη μιας τάσης απόκλισης, η οποία διορθώνεται αργά». Ορισμένες χώρες που χτυπήθηκαν από κρίσεις έχουν παρουσιάσει δραματικές ανακάμψεις, ιδίως η Ιρλανδία. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πορτογαλίας και της Ισπανίας είναι και πάλι εκεί όπου ήταν το 2007. Ωστόσο, στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 20% σε σχέση με το αντίστοιχο της Ιταλίας κατά την τελευταία δεκαετία. Το πραγματικό ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι πάνω από 20% χαμηλότερο από ό, τι το 2007. Η ανεργία παραμένει επίσης υψηλή στην Ελλάδα, την Ισπανία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ιταλία.
Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος παραμένει υψηλό σε πολλές χώρες. Συνεπώς, είναι χρήσιμο ότι η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ είναι πλέον υψηλότερη από την απόδοση των κρατικών ομολόγων, ακόμη και στην Ιταλία. Εν μέρει εξαιτίας των περισσευμάτων του χρέους, αλλά και επειδή η υπομονή του κόσμου έχει φθαρεί και το περιθώριο ελιγμών πολιτικής είναι περιορισμένο, ένα άλλο σοκ θα μπορούσε να είναι καταστροφικό. Αυτή η ανάκαμψη πρέπει να αντέξει.
Επομένως, η ΕΚΤ δεν πρέπει να συσφίξει πρόωρα. Εξάλλου, ο δομικός πληθωρισμός των καταναλωτικών τιμών είναι κάτω από 2% από το 2008. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται όπου υπάρχει χώρος, ιδίως στη Γερμανία. Οι ασθενέστερες οικονομίες πρέπει επίσης να προχωρήσουν δυναμικά με μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης και υπέρ της απασχόλησης.
Τι, λοιπόν, με τις μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης; Υπάρχουν αμφιβολίες για τη σοφία και τον ρεαλισμό των προτάσεων του Εμανουέλ Μακρόν, ιδιαίτερα τις ιδέες του για ουσιαστικά ενισχυμένη δημοσιονομική ολοκλήρωση. Τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών θα κάνουν τις μεγάλες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση πιο δύσκολες. Η τραπεζική ένωση χρειάζεται δημοσιονομική υποστήριξη για την εγγύηση των καταθέσεων. Αλλά αυτό μπορεί να είναι το περισσότερο που μπορεί να φτάσει η δημοσιονομική ολοκλήρωση.
Ο Άνταμ Λέρικ του Αμερικανικού Ινστιτούτου Επιχειρήσεων πρότεινε ένα πρόγραμμα για τον μετριασμό των επιπτώσεων των ασύμμετρων δημοσιονομικών κρίσεων, χωρίς την υποστήριξη της ΕΚΤ και χωρίς συνεχείς δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Σε μια κρίση, οι αποδόσεις σε κρατικά ομόλογα ευάλωτων χωρών αυξάνονται σε σχέση με τις ισχυρότερες. Σύμφωνα με τον κ. Λέρικ, στο ζενίθ της κρίσης της ευρωζώνης, το 2012, η απροσδόκητη αύξηση των σχετικών επιτοκίων κόστισε στην Ισπανία και την Ιταλία περισσότερο από 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Σε διάστημα επταετούς μέσης διάρκειας, ο αντίκτυπος υπερέβη τα 35 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εάν ένα μέρος των κερδών των ισχυρών μεταφερόταν προσωρινά στους αδύναμους, ο αντίκτυπος αυτός θα μετριαζόταν. Σύμφωνα με την πρόταση του κ. Λέρικ: «Τα μέλη που λαμβάνουν απροσδόκητη μείωση του σχετικού κόστους χρηματοδότησης θα συνεισφέρουν το 50% του κέρδους τους σε λογαριασμό σταθεροποίησης κόστους χρηματοδότησης της ευρωζώνης». Τα κονδύλια αυτά θα προορίζονταν για μέλη που έχουν απροσδόκητη αύξηση του σχετικού κόστους χρηματοδότησης, για να καλύψουν το 50% της απώλειας τους. Οι μεταβιβάσεις θα σταματούσαν όταν οι σχετικές αποδόσεις σταθεροποιούνται και θα επιστραφούν καθώς αντιστρέφονται. Οι χώρες θα είναι επιλέξιμες μόνο αν τηρούν τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Το σχέδιο αυτό δεν θα απαιτούσε νέα συνθήκη, δεν θα παρήγαγε συνεχείς μεταβιβάσεις και δε θα περιλάμβανε κοινοποίηση των πιστωτικών κινδύνων. Αλλά θα ήταν μια χειρονομία αλληλεγγύης. Θα μειώσει επίσης την ανάγκη για άμεσες νομισματικές συναλλαγές της ΕΚΤ. Από πολιτική άποψη, λοιπόν, αυτή η ιδέα μπορεί να είναι ελκυστική για τους γερμανούς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αλληλεγγύη που επιθυμούν οι υπόλοιποι. Αυτό είναι το είδος των ευρηματικών ιδεών που πρέπει να εξετάσει η ευρωζώνη. Η ευρωζώνη δεν θα είναι ποτέ κανονική φορολογική ομοσπονδία. Είναι απαραίτητο να επινοήσουμε εναλλακτικές λύσεις.
Είναι ζωτικής σημασίας η ευρωζώνη να μην επιβιώνει απλά, όπως έχει, αλλά να ευδοκιμεί, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Έτσι, η περίοδος ανάκαμψης είναι μια ευκαιρία για τα μέλη της να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Εάν αποτύχουν, θα μπορούσαν να έρθουν ακόμη χειρότερες κρίσεις.