Με τις εκλογές της Γερμανίας να έχουν τελειώσει, η Ευρώπη έφτασε στο τέλος μιας εποχής συνεχών πολιτικών αναταραχών. Είναι πλέον καιρός για δράσεις που ανταποκρίνονται επαρκώς στις αναταραχές που δημιουργήθηκαν από όλες αυτές τις ψηφοφορίες.
Ο κ. Φρανς Τίμερμανς, πρώτος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν, περιέγραψε πέρυσι την κατάσταση της Ευρώπης ως «πολλαπλών κρίσεων»: το Brexit, οι πρόσφυγες, η «ανελεύθερη δημοκρατία» στην Ουγγαρία και την Πολωνία, η ακόμη ανεπίλυτη κρίση του ευρώ και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που οφείλονται στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Όλα αποτελούν δοκιμασία για το «ευρωπαϊκό σχέδιο» που ξεκίνησε πριν από 60 χρόνια με τη Συνθήκη της Ρώμης.
Οι κρίσεις πάντως δημιουργούν ευκαιρίες. Και η πολλαπλή κρίση του περασμένου έτους έχει δημιουργήσει μια σύγκλιση των ευκαιριών. Οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν πλέον δικαιολογία για αδράνεια ενώ περιμένουν το επόμενο χτύπημα των ψηφοφόρων.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, η γερμανική ανησυχία για τους πρόσφυγες και το ευρώ, οι νέες στάσεις απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις Βρυξέλλες και οι ενδείξεις ότι το Brexit θα καθυστερήσει απεριόριστα ή ακόμα και θα αποφευχθεί τελείως: όλα έχουν δημιουργήσει νέες δυνατότητες για να δαμαστούν οι επικίνδυνες δυνάμεις που εξαπέλυσαν οι λαϊκιστικές εξεγέρσεις του περασμένου έτους. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των ευκαιριών θα απαιτήσει τέσσερις ταυτόχρονες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η Γαλλία πρέπει να αντιμετωπίσει την υπερβολική ρύθμιση και τις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες. Η Γερμανία πρέπει να επανεξετάσει τη δημοσιονομική λιτότητα και το νομισματικό δόγμα. Η Βρετανία χρειάζεται μια στροφή σε ότι αφορά τον εθνικισμό και τη μετανάστευση. Και οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εγκαταλείψουν την εμμονή τους να οδηγήσουν όλες τις χώρες-μέλη προς μια «στενότερη ένωση» που πολλοί από τους πολίτες τους δεν θέλουν.
Χωρίς ταυτόχρονες εξελίξεις και στα τέσσερα μέτωπα, είναι δύσκολο να φανταστούμε την πρόοδο σε οποιαδήποτε από τις ξεχωριστές πτυχές της πολλαπλής κρίσης. Για παράδειγμα, οποιαδήποτε χαλάρωση της αυστηρότητας της Γερμανίας θα απαιτήσει απόδειξη οικονομικής μεταρρύθμισης στη Γαλλία, αλλά οι γαλλικές μεταρρυθμίσεις θα επιτύχουν μόνο εάν η Γερμανία συμφωνήσει σε πιο γενναιόδωρους δημοσιονομικούς κανόνες και υποστηρίζει τις νομισματικές πολιτικές που ωφελούν τα ασθενέστερα μέλη της ευρωζώνης.
Ομοίως, το Brexit θα μπορούσε να αποφευχθεί ή να καθυστερήσει επ’ αόριστον αν η ΕΕ πρότεινε παράταση της διαπραγματευτικής περιόδου μετά το Μάρτιο του 2019 και πρότεινε κάποιες μικρές παραχωρήσεις για τις μεταναστεύσεις και τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα εξετάσουν το ενδεχόμενο να προσφέρουν τέτοιες παραχωρήσεις μόνο εάν διαπιστώσουν σαφείς ενδείξεις ότι οι βρετανοί ψηφοφόροι αλλάζουν γνώμη για την έξοδο από την ΕΕ.
Τώρα αναλογιστείτε τους γερμανούς ψηφοφόρους που έχουν στραφεί εναντίον της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ και των εταίρων του συνασπισμού της, το SPD, κυρίως επειδή αντιτίθενται σε αυτό που βλέπουν ως ανεξέλεγκτη μετανάστευση και αδικαιολόγητες μεταβιβάσεις προς την Ελλάδα. Αυτοί οι ψηφοφόροι θα αντιταχθούν στη δημοσιονομική και νομισματική ολοκλήρωση που απαιτείται για τη σταθεροποίηση της ευρωζώνης αν πιστεύουν ότι τα χρήματά τους θα δαπανηθούν για την επιδότηση φτωχών χωρών στην περιφέρεια της Ευρώπης που αρνούνται να συνεργαστούν στους προσφυγικό και δεν συμμορφώνονται με τους νόμους της ΕΕ.
Ο μόνος τρόπος να πεισθούν οι γερμανοί ψηφοφόροι ότι τα χρήματά τους δεν θα έχουν κακή χρήση θα ήταν να δημιουργηθούν ξεχωριστοί πολιτικοί θεσμοί και ξεχωριστός προϋπολογισμός για την ευρωζώνη. Αυτή είναι η πρόταση που στηρίζει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και υποστηρίχθηκε επί της αρχής από τη Μέρκελ. Τα σχέδια για μια τέτοια διττή Ευρώπη μπορούν να προχωρήσουν μόνο εάν η Μέρκελ μπορεί να ξεπεράσει τους γερμανούς εθνικιστές που θέλουν να διαλύσουν το ενιαίο νόμισμα και μόνο εάν ο Μακρόν μπορεί να σιωπήσει τους ορμητικούς ζηλωτές στις Βρυξέλλες που θέλουν να εξαναγκάσουν όλες τις χώρες της ΕΕ να ενταχθούν στην ευρωζώνη.
Εκ πρώτης όψεως, η ταυτόχρονη πρόοδος σε πολλά μέτωπα φαίνεται να είναι ανέφικτη. Σε τελική ανάλυση, εάν οι απαραίτητες εξελίξεις στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία και τις Βρυξέλλες είχαν πιθανότητες ρίψης νομίσματος 50-50, η πιθανότητα να πέσουν και τα τέσσερα κέρματα σε κορώνα θα ήταν μόλις 6,25%.
Ευτυχώς, υπάρχουν δύο τουλάχιστον λόγοι για να απορριφθεί ένας τέτοιος φαινομενικά λογικός σκεπτικισμός. Πρώτον, οι πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ηγέτες σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν είναι καθόλου ανεξάρτητες. Αυτό που συμβαίνει στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το κυβερνητικό πρόγραμμα που διαπραγματεύεται η Μέρκελ με τους πιθανούς εταίρους του συνασπισμού στο Βερολίνο. Και η συμφωνία συνασπισμού της Γερμανίας θα εξαρτηθεί, με τη σειρά της, από τις διπλωματικές ικανότητες του Μακρόν στην προώθηση μιας ξεχωριστής πολιτικοοικονομικής ταυτότητας για την ευρωζώνη.
Εξίσου σημαντικό, η γραφειοκρατία της ΕΕ θα πρέπει να αγκαλιάσει – με ενθουσιασμό – την έννοια της διττής Ευρώπης. Αυτό σημαίνει να εγκαταλείψει την υπόθεση ότι όλα τα μέλη της ΕΕ κατευθύνονται προς τον ίδιο προορισμό και να σταματήσει να αντιμετωπίζει τις χώρες που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ ως δεύτερης τάξης που έχουν μείνει πίσω (αποκαλούμενες ως «pre-ins»).
Τώρα, ας υποθέσουμε ότι οι ηγέτες της ΕΕ αναγνωρίζουν ότι ο μόνος εφικτός τρόπος για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής σταθερότητας και προόδου θα ήταν η υιοθέτηση του μοντέλου δύο αξόνων ή «ομόκεντρων κύκλων», με μια περισσότερο πολιτικά ολοκληρωμένη ευρωζώνη που θα περιβάλλεται από μια πιο χαλαρή οικονομική συνομοσπονδία χωρών που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Βρετανία είναι πιθανό να αλλάξει γνώμη για το Brexit.
Σε αντίθετη περίπτωση, η Βρετανία θα περάσει αρκετά χρόνια σε ένα μεταβατικό κενό και στη συνέχεια σχεδόν σίγουρα θα ακολουθήσει τη Σουηδία, τη Δανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία στον εξωτερικό δακτύλιο των χωρών της ΕΕ που αντιτίθενται στη συγκέντρωση της κυριαρχίας που απαιτείται από το ευρώ. Αυτή η εξωτερική τροχιά θα προσελκύσει τη Νορβηγία και την Ελβετία μέσω της ακαταμάχητης έλξης της οικονομικής βαρύτητας.
Αυτό δείχνει τον δεύτερο λόγο να πιστεύουμε ότι οι ηγέτες της ΕΕ θα μπορούσαν να επιτύχουν ταυτόχρονες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι απαραίτητες αποφάσεις στο Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο και τις Βρυξέλλες δεν είναι απλά μια τυχαία ρίψη νομισμάτων. Υπάρχουν ισχυρά κίνητρα για τους ψηφοφόρους και τους πολιτικούς ηγέτες σε όλες τις δημοκρατικές χώρες να λαμβάνουν αποφάσεις που στηρίζουν την οικονομική ευημερία και την πολιτική σταθερότητα, όταν καταστεί προφανές ότι όλες οι εναλλακτικές είναι οικονομικά επιζήμιες ή πολιτικά επικίνδυνες.
Αυτό είναι το σημείο που κατέληξαν κατά πάσα πιθανότητα οι γάλλοι ψηφοφόροι τον Απρίλιο όταν εξέλεξαν τον Μακρόν, και μια παρόμοια καμπή προσεγγίζει γρήγορα τη Βρετανία, καθώς οι κίνδυνοι και οι αντιφάσεις του Brexit γίνονται όλο και πιο σαφείς. Το μόνο που παραμένει είναι η Γερμανία να αναγνωρίσει ότι η ευημερία και η ασφάλειά της εξαρτάται από μια πιο ολοκληρωμένη ευρωζώνη μέσα σε μια πιο ευέλικτη ΕΕ.