Νέες συζητήσεις, παλιός σκεπτικισμός
Η προθυμία του SPD να εισέλθει σε ένα νέο διάλογο δεν θα πρέπει να παρερμηνευθεί. Τις τελευταίες ημέρες, η πίεση στο κόμμα έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί πλέον να παραμείνει άπραγο. Ωστόσο, οι λόγοι για τους οποίους οι Σοσιαλδημοκράτες αρχικά ανακοίνωσαν την αντίθεσή τους σε έναν ακόμη συνασπισμό με τους Συντηρητικούς, παραμένουν σε ισχύ. Ο στόχος του SPD να ανακτήσει το προφίλ του ως αντισταθμιστικός πόλος στο CDU, δύσκολα θα επιτευχθεί αν εισέλθει σε συνασπισμό μαζί τους. Μια συνέχιση του Μεγάλου Συνασπισμού –θα ήταν ο τρίτος στις τέσσερις τελευταίες θητείες- και πάλι κινδυνεύει να φέρει επιπλέον ενίσχυση των λαϊκιστικών άκρων της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Οι πρόσφατες εκλογές στην Αυστρία, όπου η ακροδεξιά ενισχύθηκε μετά από δεκαετία κυβερνήσεων-συναίνεσης μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Συντηρητικών, λειτουργούν ως αυστηρή προειδοποίηση. Και στη συνέχεια, υπάρχει και το πρόβλημα του Martin Schulz. Αφού απέρριψε απερίφραστα την ιδέα ενός συνασπισμού με τη Merkel τους τελευταίους μήνες, το να υποχωρήσει τώρα θα επιφέρει ένα καθοριστικό πλήγμα στην ήδη αδύνατη θέση του. Ενώ κάποιοι πολιτικοί του SPD θα προσεγγίσουν τις συζητήσεις με εποικοδομητικό πνεύμα, άλλοι μπορεί να το δουν ως μια προσπάθεια να κρατηθούν οι ισορροπίες, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να βρεθεί λύση.
Ο Schulz ήδη διαπίστωσε ότι εάν η ηγετική επιτροπή του κόμματός του αποφασίσει να υποστηρίξει τη Merkel στην κυβέρνηση (είτε μέσω συνασπισμού είτε με μια κυβέρνηση μειοψηφίας), αυτή η απόφαση θα τεθεί προς ψηφοφορία από όλα τα μέλη του κόμματος. Ενώ αυτό αποτελεί μέρος της παράδοσης των προηγουμένων συνομιλιών για τον συνασπισμό –το SPD επέτρεψε στα μέλη του να ψηφίσουν για τις συμφωνίες συνασπισμού με το CDU και το CSU το 2013- αποτελεί επίσης ένα χρήσιμο αντιστάθμισμα. Εάν η πλειοψηφία απορρίψει οποιαδήποτε κυβερνητική εμπλοκή, ο Martin Schulz και οι σύμμαχοί του μπορούν να νίψουν τας χείρας τους από την ευθύνη του ότι αφήνουν μόνη της τη Merkel. Εάν τα μέλη του κόμματος την εγκρίνουν, δεν θα μπορούν να κατηγορήσουν τον ηγέτη του κόμματος για αυτά που θα ακολουθήσουν: οι 300 εκπρόσωποι ψήφισαν ομόφωνα εναντίον ενός ακόμη “Μεγάλου Συνασπισμού”. Σε περίπου δύο εβδομάδες, όταν διεξαχθεί το γενικό συνέδριο του κόμματος, το κλίμα πιθανώς θα είναι καλύτερο. Οι δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν ότι το 36% των μελών του SPD είναι υπέρ ενός συνασπισμού με το CDU και το CSU, καθιστώντας την επιλογή λιγότερο πιθανή από την υποστήριξη μιας κυβέρνησης μειοψηφίας του CDU από την αντιπολίτευση (48%), αλλά πιο δημοφιλής από το ενδεχόμενο νέων εκλογών.
Τα “γλυκόλογα” των Συντηρητικών
Καθώς οι Σοσιαλδημοκράτες ζυγίζουν τα ρίσκα και τα οφέλη, οι Συντηρητικοί CDU-CSU τους στρώνουν το κόκκινο χαλί. Η επιτροπή ηγεσίας του CDU πριν από δύο ημέρες ομόφωνα υποστήριξε άλλον έναν “Μεγάλο Συνασπισμό” ως την προτιμότερη λύση στο τωρινό αδιέξοδο. Την ίδια ημέρα, ο Horst Seehofer, ηγέτης του CSU και επικεφαλής του Κρατιδίου της Βαυαρίας, σχολίασε ότι ένας “Μεγάλος Συνασπισμός” θα είναι η καλύτερη λύση για τη Γερμανία, καλύτερη σε κάθε περίπτωση από έναν συνασπισμό Jamaica, από νέες εκλογές ή από μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Υπάρχουν εσωτερικές διαφωνίες σχετικά με τις λεπτομέρειες. Ενώ η αναπληρωτής πρόεδρος του CDU, Julia Kloeckner προσπαθεί να μειώσει την πίεση προειδοποιώντας ότι οι συζητήσεις για το συνασπισμό δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα ξεκινήσουν πριν από τον Ιανουάριο, το τμήμα νεολαίας του κόμματός της εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αναφέρει πως εάν δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι τα Χριστούγεννα, “οι διαπραγματεύσεις πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν αποτύχει”. Είναι απίθανο το CDU να είναι το κόμμα που θα τραβήξει την πρίζα από τις συζητήσεις. Έχουν πολλά να κερδίσουν και λίγα να χάσουν από ένα νέο “Μεγάλο Συνασπισμό”.
Αναλαμβάνοντας ένα ρίσκο με νέες εκλογές
Εάν το SPD αρνηθεί να υποστηρίξει τους Συντηρητικούς, η γερμανική πολιτική επιστρέφει στη δύσκολη πορεία. Η Merkel θα μπορούσε είτε να επιλέξει μια κυβέρνηση μειοψηφίας –μια επιλογή που έχει αποκλείσει μέχρι τώρα, αλλά η οποία έχει τη στήριξη υψηλόβαθμων μελών του κόμματός της- ή να αποφασίσει την προκήρυξη νέων εκλογών. Το πιο σκοτεινό σύννεφο που κρέμεται πάνω από τις νέες εκλογές, είναι ο φόβος ότι δεν θα αλλάξουν τίποτα. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδειξαν μικρές αλλαγές στην πρόθεση ψήφου. Ενώ οι Πράσινοι δείχνουν μια μικρή ώθηση του 3%, κανένα άλλο κόμμα δεν φαίνεται να σημειώνει θετική/αρνητική μεταβολή, μεγαλύτερη του 2%. Για να βελτιώσουν οι νέες εκλογές την κατάσταση, θα χρειαστεί να φέρουν μια σημαντική αλλαγή των ψήφων ή να συνοδεύονται από ριζική αλλαγή στην ηγεσία ενός τουλάχιστον από τα δύο μεγάλα κόμματα. Εάν τίποτα από αυτά δεν συμβεί, οι νέες εκλογές θα φέρουν τη Γερμανία αντιμέτωπη με έναν λογαριασμό 100 εκατ. ευρώ και έξι ακόμη μήνες χωρίς κυβέρνηση –για να συνειδητοποιήσουμε τελικά ότι ελάχιστα άλλαξαν.