Ύστερα από μια μακρά παύση, η ΕΕ είναι και πάλι πρόθυμη να μιλήσει για την επέκταση των συνόρων της. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στο τέλος του περασμένου χρόνου υποσχέθηκε να προσφέρει σε έξι χώρες στα δυτικά Βαλκάνια μια «αξιόπιστη» προοπτική ένταξης στην ΕΕ.
Αυτήν την εβδομάδα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν παρουσίασε μια στρατηγική που εξηγεί τι θα σήμαινε αυτό, με την προσδοκία τουλάχιστον για μερικές από τις έξι να ενταχθούν στο μπλοκ έως το 2025.
Δε σπαταλιούνται λόγια σε ιδεαλισμούς σε αυτό το έγγραφο. Η αίσθηση του σκοπού που οδήγησε στην επέκταση της ΕΕ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη από το 2004 εξαφανίστηκε. Η κόπωση από τη διεύρυνση έχει εδραιωθεί, με τους ψηφοφόρους να μην είναι ικανοποιημένοι με την αύξηση της ενδοκοινοτικής μετανάστευσης και τους αξιωματούχους να αμφισβητούν την ικανότητα της ΕΕ να χειρίζεται οτιδήποτε πέρα από τις άμεσες οικονομικές δυσκολίες. Έγινε σαφές ότι ορισμένες χώρες προσχώρησαν στην ΕΕ πριν διορθώσουν επίμονες ελλείψεις στο κράτος δικαίου. Πιο πρόσφατα, η άνοδος των ανελεύθερων, εθνικιστικών κυβερνήσεων στην Ουγγαρία και την Πολωνία έδειξε πόσο δύσκολο είναι για την ΕΕ να αντιμετωπίσει τη δημοκρατική ύφεση μετά την ένταξη.
Ωστόσο, ο εναγκαλισμός της μετακομμουνιστικής ανατολικής Ευρώπης από την ΕΕ παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της. Και παραμένει προς το συμφέρον όλων των ενδιαφερομένων να καταστήσουν την ένταξη πραγματική προοπτική για τα βαλκανικά κράτη, όπου πολλοί είναι διατεθειμένοι να αμφιβάλλουν για την ειλικρίνεια της ΕΕ αφού περιμένουν εδώ και χρόνια στην πόρτα.
Εξάλλου, τα κράτη των δυτικών Βαλκανίων περιβάλλουν γεωγραφικά τα μέλη της ΕΕ. Η μετά κόπων κερδισμένη τους σταθερότητα, μετά τις συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990, δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη και η συνεργασία τους είναι σημαντική για τις προσπάθειες της ΕΕ για τον έλεγχο της μετανάστευσης. Η υπόσχεση της ΕΕ για ένταξη ήταν ένα σημαντικό κίνητρο για τις κυβερνήσεις να λάβουν δύσκολες αποφάσεις – για παράδειγμα, η Σερβία έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις σχέσεις με το Κοσσυφοπέδιο. Αλλά υπάρχει πολύς δρόμος και η επιρροή της ΕΕ έχει μειωθεί. Μόνο το 26% των Σέρβων πιστεύει ότι η ένταξη στην ΕΕ θα ήταν κάτι καλό. Εάν η ΕΕ κάνει πίσω, άλλοι – η Ρωσία και η Τουρκία – είναι έτοιμοι να καλύψουν το κενό.
Εξακολουθεί να αποτελεί τεράστια πρόκληση για οποιοδήποτε από τα έξι κράτη να είναι επιλέξιμα για ένταξη. Το έγγραφο στρατηγικής ασκεί κάποια κριτική, υπογραμμίζοντας ότι όλες οι χώρες παρουσιάζουν «σαφή σημάδια κατάληψης κράτους», με διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, διαφθορά σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και εκτεταμένη ανάμειξη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Καμία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λειτουργική οικονομία της αγοράς.
Ο κ. Γιούνκερ υπογραμμίζει ότι το 2025 είναι καθαρά «ενδεικτική ημερομηνία», αλλά μπορεί ακόμα να αποτελέσει αποτελεσματικό κίνητρο για μεταρρύθμιση, ιδίως όταν συνοδεύεται από πρόσθετα κεφάλαια και σαφέστερο χρονοδιάγραμμα. Η Κομισιόν πρέπει τώρα να ανταποκριθεί στα σκληρά της λόγια και να διασφαλίσει ότι οι κυβερνήσεις δεν θα περάσουν απλώς τη νομοθεσία χωρίς να την εφαρμόσουν.
Έχει πράξει σωστά τονίζοντας ότι η πρόοδος προς την ένταξη θα αξιολογηθεί αντικειμενικά και ότι κάθε κράτος μπορεί θεωρητικά να ξεπεράσει τους σημερινούς πρωτοπόρους. Αυτό αναγνωρίζει τις πρόσφατες προσπάθειες χωρών όπως η Αλβανία και απαντά σε υποψίες για εύνοια της Σερβίας ειδικότερα.
Επίσης, είναι ευπρόσδεκτη η επιμονή ότι καμία χώρα δεν θα ενταχθεί στην ΕΕ μέχρι να επιλύσει διαμάχες με τους γείτονές της – είτε πρόκειται για την άρνηση της Σερβίας να αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο είτε τη μάχη της ΠΓΔΜ για το όνομά της με την Ελλάδα. Θα ήταν αδιανόητο να εισαχθούν αυτές τις συγκρούσεις – ή το ισχυρό στέλεχος του εθνικισμού που τις τροφοδοτεί – στην ΕΕ. Στο παρελθόν, οι Βρυξέλλες έδωσαν υπερβολική έμφαση στην οικονομική ολοκλήρωση, με την ελπίδα ότι θα ακολουθήσει πολιτική συνεργασία. Έχει τώρα σωστά θέσει ένα τελεσίγραφο για τις χώρες να επιλύσουν διαφορές ή να δεχτούν εξωτερική διαιτησίας.
Παραμένει να δούμε αν οι Βρυξέλλες διαθέτουν τα μέσα για την προώθηση της συμφιλίωσης. Είναι όμως σημαντικό να διατηρήσει η ΕΕ τις πόρτες ανοιχτές σε γείτονες που πραγματικά δεσμεύονται για τις αξίες της.