Παρά τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το ενιαίο νόμισμα παραμένει ελλιπές. Η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων μέχρι την επόμενη κρίση θα ήταν λάθος.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένεται τον Μάρτιο να έχει συνάντηση των 19 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, προκειμένου να συζητήσουν ορισμένες προτάσεις. Τον Δεκέμβριο, η Ευρωπαϊκή Κομισιόν δημοσίευσε ένα περιεκτικό έγγραφο σχετικά με τον τρόπο εμβάθυνσης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και υποβλήθηκαν άλλες προτάσεις, ιδίως από μια ομάδα 14 γαλλικών και γερμανών οικονομολόγων.
Στόχος είναι να ενισχυθεί η ικανότητα της ευρωζώνης να αντέξει στις κρίσεις, μειώνοντας ταυτόχρονα τις υφιστάμενες αποκλίσεις στις οικονομικές επιδόσεις και υιοθετώντας ένα πιο ισχυρό θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των κλυδωνισμών. Η καλύτερη κατανομή των κινδύνων και η ταχύτερη μείωση του κινδύνου είναι οι δύο βασικοί στόχοι. Ο πρωταρχικός στόχος είναι να μειωθεί ο λεγόμενος φαύλος κύκλος μεταξύ του κρατικού και του τραπεζικού κινδύνου, ο οποίος επιδείνωσε την κρίση του μπλοκ και απαίτησε μεγάλα οικονομικά πακέτα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Παρότι οι προτάσεις αυτές συμβάλλουν σημαντικά στη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο ενίσχυσης της ευρωζώνης, δεν αντιμετωπίζουν την καρδιά του προβλήματος. Η βασική αδυναμία του μπλοκ δεν είναι μόνο η διαστρεβλωμένη συσχέτιση μεταξύ τραπεζικού και κρατικού κινδύνου, αλλά και, ιδιαίτερα, η συσχέτιση μεταξύ του κινδύνου των κρατικών ομολόγων και του «κινδύνου μετατροπής» – δηλαδή του κινδύνου εξόδου από τη νομισματική ένωση.
Στο ζενίθ της κρίσης, το 2011-12 οι διαφορές επιτοκίων μεταξύ κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν σε πρωτοφανή επίπεδα όχι τόσο επειδή οι αγορές ανέμεναν ότι οι χώρες θα αθετούσαν το χρέος τους, αλλά μάλλον επειδή φοβούνταν ότι ορισμένα μέλη θα μπορούσαν να αποχωρήσουν από το ευρώ. Αυτός ήταν ο λόγος της «αιφνίδιας στάσης» των διασυνοριακών ροών κεφαλαίων εντός της ένωσης, η οποία αντανακλάται στη μεγάλη αύξηση της καθαρής θέσης των κεντρικών τραπεζών των διαφόρων χωρών σε σχέση με την κεντρική τράπεζα της Ευρώπης, που ονομάζεται «ισολογισμός Target2».
Η δέσμευση του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της ΕΚΤ, τον Ιούλιο του 2012, να κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί», και αργότερα η υιοθέτηση του προγράμματος των άμεσων νομισματικών συναλλαγών της τράπεζας, βοήθησε στη μείωση του κινδύνου μετατροπής, αλλά δεν τον εξάλειψε τελείως. Πράγματι, ενώ το πρόγραμμα OMT παραμένει μη ελεγμένο και υπόκειται στην έγκριση ενός προγράμματος ΕΜΣ (το οποίο πρέπει να αποφασιστεί ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο του ΕΜΣ), η αξιοπιστία του στις αγορές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αξιοπιστία της ηγετικής θέσης της ΕΚΤ.
Πιο συγκεκριμένα, ο επόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ, ο οποίος θα αναλάβει τη θέση του μετά την αποχώρηση του κ. Ντράγκι στα τέλη Οκτωβρίου του 2019, θα είναι τόσο αφοσιωμένος και αποφασισμένος να κάνει «ό, τι χρειαστεί» όταν έρθει η επόμενη κρίση;
Επιπλέον, ενώ η συνθήκη του Μάαστριχτ θεωρεί ότι η μετάβαση στο ευρώ είναι «αμετάκλητη» (δεν υπάρχει ισοδύναμο της ευρωζώνης με το άρθρο 50 της ΕΕ που το Ηνωμένο Βασίλειο ενεργοποίησε για το Brexit), θα ήταν πολύ δύσκολο από πολιτική άποψη να εμποδίσει ένα μέλος να αποφασίσει δημοκρατικά να βγει την ένωση. Πολλά λαϊκίστικα κινήματα και κόμματα, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες, προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το ευρώ ως αποδιοπομπαίο τράγο για εγχώρια προβλήματα, με σκοπό να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι οποιαδήποτε προσαρμογή πολιτικής θα ήταν πολύ ευκολότερη εκτός της νομισματικής ένωσης.
Ο συνδυασμός των διατάξεων της συνθήκης, των λαϊκιστικών κινημάτων και του γεγονότος ότι το πρόγραμμα OMT δεν έχει δοκιμαστεί τείνει να αυξήσει τον αντιληπτό κίνδυνο εξόδου από την ευρωζώνη για τις χώρες που πλήττονται από δυσμενείς διαταραχές. Αυτό μεταφράζεται σε υψηλότερα επιτόκια, τα οποία με τη σειρά τους αυξάνουν το κόστος προσαρμογής και, ως εκ τούτου, καθιστούν πιο πιθανή την έξοδο. Υπάρχει ένας διεστραμμένος κύκλος μεταξύ του κρατικού κινδύνου και του κινδύνου μετατροπής, ιδίως σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης.
Πώς μπορεί να μετριαστεί ένας τέτοιος κύκλος; Ορισμένες από τις προτάσεις που υποβλήθηκαν για τη μείωση και την καλύτερη κατανομή των κινδύνων στην ευρωζώνη είναι χρήσιμες, αλλά όχι επαρκείς. Αυτό που χρειάζεται είναι μια διευκρίνιση των πιθανών συνεπειών μιας εξόδου από το μπλοκ, για να καταστεί σαφές ότι η προσαρμογή δεν θα ήταν ευκολότερη εκτός της νομισματικής ένωσης απ’ ότι εντός.
Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να υπάρχει ψευδαίσθηση ότι μια χώρα θα μπορούσε να αποχωρήσει από το ευρώ, παραμένοντας όμως πλήρες μέλος της ΕΕ, συνεχίζοντας να επωφελείται από τα πλεονεκτήματά της. Ένας τρόπος θα ήταν να τροποποιηθεί η συνθήκη του Μάαστριχτ – ή να υιοθετηθεί κάποιο νομικό μέσο – έτσι ένα αίτημα για έξοδο από την ευρωζώνη θα ενεργοποιούσε αυτόματα το άρθρο 50, το οποίο θα σήμαινε και την έξοδο από την ΕΕ.
Αυτό θα στερούσε στους υπερασπιστές δημοψηφισμάτων για την αποχώρηση από το ευρώ το επιχείρημα ότι μια τέτοια κίνηση θα είχε ελάχιστη επίδραση επειδή η χώρα θα μπορούσε ούτως ή άλλως να παραμείνει μέλος της ΕΕ. Μια τέτοια διευκρίνιση θα ενίσχυε την αξιοπιστία του ευρώ στα μάτια των αγορών και θα μείωνε τον συστημικό κίνδυνο.