Αντιθέτως, οι ψηφοφόροι στην Ιταλία αποφάσισαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ των ευρωσκεπτικιστών, αν όχι των αντίευρωπαϊκών κομμάτων.
Ενώ οι γερμανικές εκλογές ανοίγουν το δρόμο για να ασχοληθούν τελικά με την ευρωπαϊκή μεταρρυθμιστική ατζέντα, οι ιταλικές εκλογές φαίνεται ότι τον κλείνουν, βγάζοντας έναν σημαντικό παίκτη έξω από το παιχνίδι. Όποιος και αν ηγηθεί, η επόμενη ιταλική κυβέρνηση δεν θα είναι από τους αρχιτέκτονες της μεταρρύθμισης.
Η τέταρτη κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Angela Merkel, έχει βάλει ψηλά στην ατζέντα την Ευρώπη -όχι επειδή θέλει να είναι τόσο φιλόδοξη με τις μεταρρυθμίσεις της ΕΕ όσο ο πρόεδρος Macron. Αντιθέτως, το υπουργικό συμβούλιο της Merkel καθοδηγείται από δύο άλλες ανησυχίες.
Πρώτον, το “καθήκον στην Ευρώπη” βοηθάει να νομιμοποιήσει την μεταστροφή του SPD από τη στάση του που απέκλειε τη συμμετοχή σε έναν ακόμη μεγάλο συνασπισμό, στο να μπει σε έναν. Η Ευρώπη πρέπει να ενισχυθεί και αυτό απαιτεί μια σταθερή γερμανική κυβέρνηση πλειοψηφίας. Η Ευρώπη τώρα καθορίζει τα “Εμείς” και “Αυτοί” στη γερμανική πολιτική, με τα φιλό-ευρωπαϊκά κεντρώα κόμματα να τίθενται εναντίον του αντιευρωπαϊκού AFD, και λιγότερο εναντίον του Die Linke.
Δεύτερον, η ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση είναι σημαντική για τη Γερμανία διότι είναι σημαντική για τον Macron. Από τη γερμανική πλευρά, ο Macron φέρνει εις πέρας ό,τι είχαν υποσχεθεί ο Sarkozy και ο Hollande, αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν. Η εγχώρια μεταρρυθμιστική του ατζέντα είναι πολύ σημαντική για τη Γερμανία για να επιτρέψει να αποδυναμωθεί από μια αποτυχία της δικής του ευρωπαϊκής μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Για τη Merkel και την κυβέρνησή της, ο Macron δεν χρειάζεται να σημειώσει μια μεγάλη νίκη (και στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε, από την άποψη των γερμανικών συμφερόντων), αλλά δεν πρέπει να αποτύχει.
Η νέα γερμανική κυβέρνηση είναι έτοιμη να ξεκινήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη και στη δημοσιονομική πολιτική, όπως η καθιέρωση ενός μόνιμου Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (το οποίο αρχικά ήταν γερμανική ιδέα) και ενός νέου προϋπολογισμού για τη χρηματοδότηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (αν και το Βερολίνο θα προτιμούσε να ήταν ανοιχτό σε όλα τα κράτη-μέλη και όχι μόνο στους 19 του ευρώ).
Η ίδια στάση υιοθετείται και στην εξωτερική ασφάλεια, όπου ούτε η PESCO ούτε η γαλλική πρωτοβουλία παρέμβασης θα λύσουν το πρόβλημα της Γερμανίας, αλλά και τα δύο φαίνεται ότι είναι επαρκώς αξιόλογα. Και πραγματικά, φαίνεται απαραίτητη κάποια κίνηση και στα δύο ζητήματα εάν το Βερολίνο θέλει να λάβει την υποστήριξη της Γαλλίας σε μια νέα προσέγγιση στο μεταναστευτικό, προσφυγικό και στο θέμα της ασφάλειας των συνόρων.
Ωστόσο, ενώ η γαλλό-γερμανική ένωση αποτελεί μια αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει, δεν είναι μία επαρκής, και αυτό γίνεται τώρα ξεκάθαρα κατανοητό στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Χρειάζεται περισσότερο ουσιαστική μεταρρύθμιση παρά συνεργασία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των χωρών της Μπενελούξ, αν μη τι άλλο διότι καμία δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη.
Η Γαλλία χρειάζεται και άλλους ομοϊδεάτες για να εξισορροπήσει το βάρος της Γερμανίας και η Ιταλία είναι ο πιο σημαντικός της εταίρος σε αυτό το θέμα. Η Γερμανία χρειάζεται και αυτή ομοϊδεάτες, και παραδοσιακά ένας από αυτούς ήταν η Ιταλία, ώς το άλλο μεγάλο κράτος-μέλος που ενδιαφέρεται να ενισχύσει τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Για αυτό οι ιταλικές εθνικές εκλογές είναι κακή είδηση για τη γαλλό-γερμανική ατζέντα. Αν και συμμερίζεται τις πτυχές μεταβίβασης της γαλλικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας, ούτε το Κίνημα Πέντε Αστέρων ούτε η Λίγα είναι υπέρ του πλαισίου και των όρων με βάση τους οποίους θα διεξάγονται οι μεταβιβάσεις. Κουνώντας το δάχτυλο σε Βρυξέλλες και Βερολίνο, και τα δύο κόμματα έχουν απορρίψει την εξωτερική παρέμβαση και οι προεκλογικές τους υποσχέσεις οδηγούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση από ό,τι θα μπορούσε να έχει υποστήριξη μέσω ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Επίσης, δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον στον παλιό ιταλό-γερμανικό στόχο της “όλο και πιο στενής Ένωσης” και για ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα.
Αλλά η πολιτική είναι μόνο μέρος του προβλήματος στην Ιταλία. Η κατάσταση της οικονομίας της Ιταλίας, τα δημόσια οικονομικά και η ποιότητα διακυβέρνησης είναι πιο σημαντική στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης. Η Ιταλία είναι η χώρα στην οποία φθάνουν οι περισσότεροι πρόσφυγες, επιβαρύνοντας την ικανότητα της χώρας. Μια ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική και μια ευρωπαϊκή δύναμη συνόρων θα απαιτούσε την ενεργή συμμετοχή της Ιταλίας για να έχει νόημα.
Οι ιταλικές τράπεζες είναι ο λόγος (ορισμένοι θα πουν, το πρόσχημα) για τον οποίο το Βερολίνο καθυστερεί την πρόοδο αναφορικά με την τραπεζική ένωση. Με τόσα πολλά επισφαλή δάνεια στα βιβλία των τραπεζών, το Βερολίνο φοβάται μια αμοιβαιοποίηση του χρέους από την πίσω πόρτα, με τους Ευρωπαίους φορολογούμενους να υποστηρίζουν τις τράπεζες της Ιταλίας. Επιπλέον, το διαρθρωτικό μεταρρυθμιστικό κενό της Ιταλίας είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος της ευρωζώνης. Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ των 27, πάσχει από έλλειψη ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων, από την αναποτελεσματική, τεράστια γραφειοκρατία στη χώρα και από την εξουθενωμένη δικαστική εξουσία.
Αν προσθέσουμε σε αυτά και την έλλειψη βούλησης και ικανότητας της νέας και αντιευρωπαϊκής κυβέρνησης στη Ρώμη για την αντιμετώπιση αυτών των εγχώριων ζητημάτων, είναι σαφές πως η Ιταλία δεν θα είναι μια θετική δύναμη για την ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση στα επόμενα χρόνια.
Θα μπορούσαν άλλα κράτη-μέλη να αντισταθμίσουν την απουσία της Ιταλίας; Αυτό φαίνεται απίθανο. Από τα άλλα “έξι μεγάλα” κράτη, η Ισπανία έχει τις δικές της εγχώριες συγκρούσεις να αντιμετωπίσει, η Πολωνία αντιτίθεται στο μεγαλύτερο μέρος της ατζέντας του Macron, και η Βρετανία φεύγει από την ΕΕ.
Τότε, τι άλλες επιλογές υπάρχουν για το Παρίσι και το Βερολίνο; Η Ιρλανδία χρειάζεται μεγαλύτερη βοήθεια για το Brexit από ό,τι μπορεί να προσφέρει στην ευρύτερη ατζέντα. Η Πορτογαλία έχει κάνει ό,τι θα μπορούσε για τη διαχείριση της χρηματοπιστωτικής της κρίσης, αλλά παραμένει ευάλωτη. Η καλύτερη συμβολή της Ελλάδας θα είναι να μείνει εκτός επικαιρότητας. Η Μάλτα είναι πολύ μικρή και η Κύπρος παραμένει liability.
Η Βουλγαρία και η Ρουμανία είναι απορροφημένες με το να παραμείνουν σε καλό δρόμο σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου, την καταπολέμηση της διαφοράς και τη Σέγκεν, χωρίς να έχουν υπερβολικό πολιτικό κεφάλαιο να διαθέσουν, και η ομάδα του Βίζεγκραντ έχει τοποθετεί εναντίον ενδεχόμενης εμβάθυνσης της ενοποίησης. Η Σλοβακία θα μπορούσε να ήταν η εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά την ατζέντα της Γερμανίας για την ευρωζώνη. Οι χώρες της Βαλτικής φαίνονται ανοιχτές και συνεργάσιμες, αλλά στερούνται της βαρύτητας για να κερδίσουν τους άλλους. Θα μπορούσαν να ενταχθούν σε έναν συνασπισμό, αλλά δεν θα είναι αυτές που θα δημιουργήσουν έναν.
Αυτή η έλλειψη πιθανών εταίρων μπορεί να ακούγεται κυνική, αλλά αντανακλά τα προβλήματα του Macron και της Merkel. Η άλλη ομάδα δύναμης που απομένει είναι ο ημί-οργανωμένος όμιλος των “εύπορων επτά” -οι χώρες της Σκανδιναβίας, της Μπενελούξ και της Αυστρίας. Αυτά τα κράτη έχουν τα οικονομικά μέσα για να δράσουν, αλλά τέσσερα από αυτά έχουν αμιγώς εθνικιστικά ή ευρωσκεπτικιστικά κόμματα στις κυβερνήσεις τους, και είναι πιο εύκολο να βρουν συναίνεση μεταξύ τους για το τι δεν θέλουν να είναι η ΕΕ.
Αναφορικά με την ατζέντα του Macron (όπως παρουσιάστηκε στην ομιλία του στη Σορβόνη τον περασμένο Σεπτέμβριο) και μια γερμανική απάντηση σε αυτήν, έχει ανοίξει ένα είδος χάσματος βορρά-νότου μεταξύ τους, με το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Αυστρία να παραμένουν σιωπηλές και τους βόρειους εταίρους τους να έχουν τραβήξει κόκκινες γραμμές.
Πριν από λίγες ημέρες οι υπουργοί Οικονομικών της Ολλανδίας, των σκανδιναβικών χωρών-μελών της ΕΕ, των χωρών της Βαλτικής και της Ιρλανδίας, εξέδωσαν μια ανακοίνωση που προειδοποιεί για τις μεταρρυθμίσεις και καλεί την Ευρώπη να παραμείνει επικεντρωμένη στα αναγκαία βήματα. Η ατζέντα τους εστιάζει στην ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και στη διατήρηση όλων των κρατών-μελών που εμπλέκονται σε νομισματικά θέματα, υποστηρίζοντας την τραπεζική ένωση και ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, αλλά διατηρώντας τα τελευταία, αυστηρά διακυβερνητικά.
Αυτή η ανακοίνωση θα μπορούσε να φανεί ότι ενισχύει τη γερμανική θέση, αλλά η υποστήριξη προέρχεται από τους όρους που τη συνοδεύουν: συνδέει το Βερολίνο με τις δικές του θέσεις σε μια περίοδο που η αλληλεπίδραση με τη Γαλλία θα απαιτούσε μεγαλύτερη ευελιξία. Πιθανώς αυτό ακριβώς να είναι που οδήγησε τους οκτώ υπουργούς να μιλήσουν -να ενισχύσουν τη Γερμανία αλλά επίσης να υπενθυμίσουν στη Merkel τις προϋποθέσεις για στήριξη,
Εν κατακλείδι, τίποτα δεν είναι δυνατό, αλλά κάτι πρέπει να γίνει, επειδή η πολιτική πρέπει να φαίνεται ότι κάνει κάτι. Η Ευρώπη δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτά τα πικρά διδάγματα. Το status quo έχει γίνει αδύνατο σε διάφορους βασικούς τομείς της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά η ευρωπαϊκή πολιτική δεν είναι σε φάση ανασύνταξης. Δεν είναι τώρα η ώρα να ανακαλύψουμε εκ νέου την Ευρώπη, αν και φαίνεται κρίσιμο τα μικρότερα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για τα δημοσιονομικά και νομισματικά θέματα, τη μετανάστευση και την ασφάλεια, να ληφθούν πραγματικά. Αυτή είναι τώρα η κύρια πρόκληση για τη Merkel και τον Macron.