Στα γαλλικά υπάρχει ένα ρητό: plus ca change, plus c’est la meme chose”, που σημαίνει πως όσο περισσότερο αλλάζουν τα πράγματα, τόσο ίδια παραμένουν. Στη Γερμανία ωστόσο, φαίνεται ότι το αντίθετο ισχύει: “plus c’est la meme chose, plus ca change”. Ίσως να έχουμε την ίδια κυβέρνηση και την ίδια Καγκελάριο όπως πριν, αλλά έχουν αλλάξει πολλά.
Ήρθα στο Βερολίνο για να καλύψω τις εκλογές το Σεπτέμβριο. Η ιδέα ήταν να στραφώ σε άλλα πράγματα αργότερα, αλλά απροσδόκητα, η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης διήρκεσε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου.
Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος: Οι Γερμανοί δεν είναι συνηθισμένοι σε ή φτιαγμένοι για, πολιτική αστάθεια. Όλη μου τη ζωή ήταν πολύ ξεκάθαρα το πώς έπρεπε να δουλεύουν τα πράγματα: κάθε τέσσερα χρόνια, μια Κυριακή, πηγαίνεις να ψηφίσεις, και όταν το ρολόι πήγαινε 6 το απόγευμα, ήξερες τα αποτελέσματα των εκλογών -και αρκετά συχνά επίσης το συνασπισμό και τον/την Καγκελάριο. Συντάσσεται μια συνθήκη συνασπισμού, και τα πράγματα συνεχίζουν όπως και πριν.
Αυτή τη φορά δεν έγινε έτσι ακριβώς. Χρειάστηκαν 169 ημέρες μέχρι να υπογραφεί μια νέα συνθήκη συνασπισμού -το περισσότερο διάστημα από το 1949. Οι αρχικές συνομιλίες συνασπισμού μεταξύ του CDU, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων, που θα έδιναν στη Γερμανία ένα νέο, μη δοκιμασμένο συνασπισμό-Jamaica, κατέρρευσαν μετά από τέσσερις εβδομάδες διαπραγματεύσεων. Όταν άρχισαν οι συνομιλίες μεταξύ CDU και SPD, το SPD ανησύχησε δύο φορές για το ότι οι εκπρόσωποι και τα μέλη του θα ανέτρεπαν τις συνομιλίες. Κάποιες φορές, φάνηκε ότι θα έχανα το στοίχημα πως η Angela Merkel θα παρέμεινε Καγκελάριος.
Ήταν φανερό στο Βερολίνο ότι το πολιτικό κατεστημένο δεν ήταν προετοιμασμένο για αυτή την κατάσταση. Κάποιοι βουλευτές σύρθηκαν στην ασάφεια, χωρίς να δεσμεύονται από κυβερνητικούς περιορισμούς, και ξόδεψαν περισσότερο χρόνο με τα εκλογικά τους σώματα. Αλλά πολλοί φάνηκαν χαμένοι και ενοχλημένοι.
Ομοίως, το κοινό που αρχικά φάνηκε ενθουσιασμένο για την πιθανότητα πολιτικής αλλαγής, γρήγορα απογοητεύτηκε. Το αντί-συστημικό, δεξιό AFD έφθασε να λαμβάνει ακόμη και το 16% στις δημοσκοπήσεις -ξεπερνώντας το SPD και καταλαμβάνοντας την δεύτερη θέση μεταξύ των μεγαλύτερων κομμάτων.
Έξι μήνες αργότερα, είμαστε πάλι εκεί που αρχίσαμε, με έναν μεγάλο συνασπισμό με τη Merkel επικεφαλής να ξεκινάει το έργο του. Αλλά αυτό που από έξω φαίνεται το ίδιο, είναι πολύ διαφορετικό εσωτερικά.
Αρχικά, η βουλή στην οποία επιχειρεί αυτός ο ευρύς συνασπισμός, μοιάζει πολύ διαφορετική από την προηγούμενη. Υπάρχουν δύο νεοεισερχόμενοι: το φιλελεύθερο FDP, το οποίο μετά από τετραετή απουσία επέστρεψε στην Bundestag, και το δεξιό, ευρωσκεπτικιστικό AFD, το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που μπήκε στη γερμανική βουλή μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η παρουσία του AFD έχει ήδη αλλάξει τον τόνο των πολιτικών συζητήσεων, και το CDU συγκεκριμένα δυσκολεύεται να βρει τρόπους να το αντιμετωπίσει.
Άφθονες είναι και άλλες εσωτερικές αλλαγές. Η γερμανική νεολαία, με επικεφαλής τον 28χρονο ηγέτη της νεολαίας του SPD, Kevin Kuhnert, μπορεί να μην κατάφερε να αποτρέψει τον ευρύ συνασπισμό. Αλλά η συζήτηση για την απουσία νέων ανθρώπων στην κυβέρνηση που δημιουργήθηκε, έχει ήδη αναγκάσει τη Merkel να συμπεριλάβει και νεότερες φωνές στο υπουργικό της συμβούλιο. Μία από αυτές είναι ο 37χρονος Jens Spahn, και παρεμπιπτόντως, ένας από τους σημαντικότερους επικριτές της Angela Merkel.
Αυτό μας φέρνει στην μεγαλύτερη αλλαγή: η Γερμανία προετοιμάζεται τελικά για την μετά-Merkel εποχή.
Αυτή η θητεία θα είναι η τελευταία της Merkel, και τόσο το CDU όσο και το SPD έχουν αρχίσει να σκέφτονται για το τι θα έρθει μετά. Αυτό αφορά κάτι μεγαλύτερο από το ποιος θα είναι ο επόμενος υποψήφιος. Το SPD δυσκολεύεται με την υπαρξιακή κρίση των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών που έχει ήδη “καταπιεί” τους συντρόφους του στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στην Ολλανδία, στην Αυστρία. Το CDU ήταν κυβερνών κόμμα για πολύ καιρό, και τώρα έχει ξεχάσει πώς να κάνει πολιτική που πηγαίνει πιο μακριά από το άμεσο επίτευγμα. Και τώρα έχει να αντιμετωπίσει την επιπλέον πρόκληση του AfD.
Φεύγω λοιπόν από ένα Βερολίνο που είναι διαφορετικό από αυτό στο οποίο έφτασα. Είναι πιο αβέβαιο, πιο δραστήριο, και λιγότερο βαρετό. Ένα πράγμα ωστόσο δεν έχει αλλάξει: η πολιτική τάξη ακόμη στερείται οράματος για το διεθνή ρόλο της Γερμανίας στον 21ο αιώνα.
Που οδηγεί αυτός ο δρόμος; Κανένας δεν ξέρει.
Η Γερμανία -οι ηγέτες της καθώς και οι άνθρωποί της- δεν γνωρίζει τι είδους χώρα θέλει να γίνει. Ειρωνικά, η χώρα που έδωσε στον κόσμο τον όρο “leitmotiv”, τώρα δεν φαίνεται να έχει μία για τον εαυτό της. Οι Γερμανοί υπερηφανεύονται για το γεγονός ότι ξεπέρασαν τις ιδεολογίες τους -όπως καταγράφεται από μία ρήση που αποδίδεται στον πρώην Καγκελάριο Helmut Schmidt: “Οι άνθρωποι που έχουν οράματα, θα πρέπει να επισκεφθούν τον γιατρό τους”.
Αλλά ο Schmidt το είπε αυτό στη δεκαετία του 1970, όταν ο τρόμος της Γερμανίας των Ναζί ήταν ακόμη πρόσφατος, και όταν η Ανατολική Γερμανία χρειαζόταν τείχη για να κρατήσει τους ανθρώπους από το να ξεφύγουν από τις τρομακτικές συνέπειες του μεγάλου σοσιαλιστικού οράματος. Με άλλα λόγια, η αποστροφή της Γερμανίας στο πολιτικό όραμα, ήταν μια λογική επιλογή. Αλλά έχει γίνει ένα φετίχ που τώρα εμποδίζει τη δυνατότητα της Γερμανίας να αναλάβει δράση στη νέα εποχή.
Για μεγάλο διάστημα, η Γερμανία διέφευγε του προβλήματος αυτού υποστηρίζοντας την ΕΕ. Αυτό συνεχίζει με τη νέα κυβέρνηση, η οποία έκανε την Ευρώπη ένα από τα βασικά της αφηγήματα. Αυτό αντανακλά την ειλικρινή πεποίθηση ότι “περισσότερη Ευρώπη” χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τις τωρινές προκλήσεις. Αλλά επίσης αντανακλά μια αβέβαιη Γερμανία που πετάει το μπαλάκι στην Ευρώπη όταν πρόκειται για το όραμα. Το πολιτικό στυλ της Merkel ήταν πάντα αυτό της διοίκησης ως policy-ersatz. Αυτή η κυβέρνηση φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει την Ευρώπη ως policy-ersatz.
Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ δυσκολεύεται και αυτή να διαμορφώσει θέσεις εξωτερικής πολιτικής. Όσον αφορά τις πολιτικές εξουσίας, η ΕΕ παραμένει εξαρτημένη από τις ΗΠΑ, και δυσκολεύεται να βρει κοινές θέσεις. Η διεθνής σκηνή είναι όλο και περισσότερο αβέβαιη και επικίνδυνη, και όλες οι ευρωσκεπτικιστικές φωνές, αυξάνονται σε πολλά κράτη-μέλη.
Ο κύριος στόχος της Γερμανίας αυτή τη στιγμή είναι να διατηρήσει ενωμένη την ΕΕ των 27. Αλλά πέρα από αυτό, έχει λίγες ιδέες για το που θα πρέπει να οδηγηθεί τελικά η ΕΕ. Η PESCO, η μόνιμα διαρθρωμένη συνεργασία στην άμυνα, είναι ένα καλό παράδειγμα. Η Γερμανία ανέτρεψε την προτίμηση της Γαλλίας για μια φιλόδοξη, avantgarde ομάδα συμμετεχόντων, επειδή η Γερμανία ήθελε να διατηρήσει εμπλεκόμενους όσο το δυνατό περισσότερους Ευρωπαίους εταίρους -ως εκ τούτου καθιστώντας την ιδέα εν πολλοίς, άχρηστη.
Η γερμανική θέση για το μέλλον του ευρώ είναι επίσης ασαφής. Οι φήμες παραμένουν ότι η Γερμανία θέλει να τοποθετήσει τον Jens Weidmann στη θέση του επικεφαλής της ΕΚΤ όταν λήξει η θητεία του Mario Draghi ως πρόεδρος, τον επόμενο χρόνο. Ο Weidmann είναι ο επικεφαλής της γερμανικής Bundesbank, και γνωστός ως το μόνο μέλος του δ.σ. της ΕΚΤ που ήταν αντίθετος στα περισσότερα από τα μέτρα που έλαβε ο Draghi για να σώσει το ευρώ στη διάρκεια της κρίσης του 2015. Έξω από τη Γερμανία, οι σχολιαστές αμφισβητούν την κατανόησή του σε “βασικές αρχές της σύγχρονης μακροοικονομίας και της central banking”. Η τοποθέτηση του στη θέση του προέδρου της ΕΚΤ θα ήταν κατανοητή από πολλούς ως μια δήλωση ότι η Γερμανία δεν ενδιαφέρεται για τα νότια μέλη της ευρωζώνης. Αλλά είναι ασαφές εάν αυτό είναι πράγματι αυτό που αποτελεί πρόθεση του Βερολίνου..
Επομένως, η Γερμανία έχει μια κυβέρνηση που, παρά τη γνωστή σύνθεσή της, αντιμετωπίζει ένα αξιοσημείωτα διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον. Αυτό το νέο περιβάλλον αναπόφευκτα θα απαιτήσει αλλαγές στη διακυβέρνηση. Ελπίδα μου είναι ότι μία από αυτές τις αλλαγές θα είναι περισσότερος χρόνος σκέψης για το όραμα της Γερμανίας για την Ευρώπη, αντί να προσπαθεί απλώς να την κρατήσει ενωμένη.